Δε γεύτηκε την ανεμελιά και την αθωότητα των παιδικών της χρόνων. Ένας «τέρας» τη βύθισε στο σκοτάδι, τη γέμισε φόβους και ενοχές και κλόνισε την εμπιστοσύνη της στον εαυτό της. Αναγκάστηκε να παλεύει με δαίμονες από τα πέντε της χρόνια, λυτρώθηκε και ένιωσε ανακούφιση στην αγκαλιά της μαμάς της όταν το αποκάλυψε αλλά το «τραύμα» την ακολουθούσε για πολλά χρόνια.
H Πέινατ Τουιτέλε βίωσε τη σεξουαλική κακοποίηση από οικείο της πρόσωπο σε μικρή ηλικία, βρήκε τη δύναμη να μιλήσει μετά από καιρό στους δικούς της αλλά οι αναμνήσεις την οδήγησαν στο αλκοόλ. Μια πορτοκαλί μπάλα φώτισε το σκοτάδι της και έδωσε ξανά νόημα στη ζωή της.
Το μπάσκετ έγινε το καταφύγιο της και της έδωσε δύναμη να σταθεί ξανά στα πόδια της, να ονειρευτεί και να ξορκίσει το κακό που την «έτρωγε». Πλέον, έχει θέσει ως στόχο να βοηθήσει και άλλους ανθρώπους που βιώνουν ανάλογες καταστάσεις να βρουν τη δική τους όαση.
Το «τέρας» που στιγμάτισε την παιδική της ηλικία – Οι αντιδράσεις των γονιών της
Η οικογένεια της έμαθε για το τι είχε συμβεί ξαφνικά ένα βράδυ στο οικογενειακό τραπέζι. Δεν το είχε προγραμματίσει. Της βγήκε αυθόρμητα. Δεν είχε σκεφτεί να μοιραστεί αυτή την πληροφορία μαζί τους. Δεν ήταν έτοιμη. Δεν ήξερε πως θα αντιδράσουν και αν θα την πιστέψουν. Αυτός ο φόβος την έκανε αδύναμη και έμοιαζε με φερμουάρ που έκλεινε το στόμα της.
Όμως, η φράση του 13χρονου αδερφού της, διέλυσε κάθε φραγμό της. Την ώρα που εκείνη και τα τέσσερα αδέρφια της έτρωγαν τη μακαρονάδα που είχε μαγειρέψει η μητέρα της, ο αδερφός της αναφέρθηκε σε εκείνο το πρόσωπο και είπε ότι του λείπει και ότι ήθελε να τον ξαναδεί. Ένα ρεύμα διαπέρασε το σώμα της, θυμήθηκε ξανά τι της είχε κάνει χτύπησε το πιρούνι στο τραπέζι πετώντας τα μακαρόνια στον αέρα. «Σταμάτα να λες το όνομά του σε αυτό το σπίτι! Δεν θέλω να το ακούω άλλο! Με καταλαβαίνεις? ΟΧΙ πια!!!» φώναξε όπως αποκάλυψε σε συνέντευξη της.
Όλοι έμειναν άφωνοι με την αντίδραση της. Εκείνη κοίταξε στα μάτια τη μητέρα της, έτρεξε στο δωμάτιο της, κλείδωσε την πόρτα και άρχισε να κλαίει και να φωνάζει. Ο θυμός που ένιωθε τόσα χρόνια έβγαινε από μέσα της σαν ορμητικό ποτάμι. Κουνούσε βίαια τα χέρια της πάνω κάτω, ούρλιαζε, έκλαιγε. Δεν ήξερε πως θα μπορούσε να λυτρωθεί από τον πόνο που ένιωθε. Αναρωτιόταν συνεχώς τι έκανε λάθος; Αν έκανε κάτι λάθος. Πώς θα μπορούσε να αποτρέψει το «τέρας» να μπει στο δωμάτιο της και καταπατά την αθωότητα της παιδικής της ηλικίας. Οι σκέψεις κατέκλυσαν το κεφάλι της και η πόρτα χτύπησε. Την άνοιξε και είδε τη μητέρα της να στέκεται εκεί με ένα βλέμμα απορίας στην πόρτα.
Ήταν η κατάλληλη στιγμή για να της μιλήσει. Αυτό ένιωθε και προχώρησε. Κατέβηκε κάτω, έκατσε στο τραπέζι και διηγήθηκε τι συνέβαινε για επτά χρόνια. Όταν ήταν μόλις πέντε ετών, ο άνδρας αυτός εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη που του είχαν οι γονείς της, έμπαινε στο δωμάτιο της με πρόσχημα να την κοιμίσει και ασελγούσε πάνω της κλείνοντας της το στόμα.
Ήταν πάντα ένας άνθρωπος χαμογελαστός, διασκέδαζε με εκείνη και τα αδέρφια της μπροστά στα μάτια των γονιών της, δημιουργούσε συνθήκες ασφάλειας και η μαμά της τον εμπιστευόταν. Ντρεπόταν τόσο για αυτό που συνέβαινε, πίστευε ότι εκείνη έφταιγε. Δεν ήξερε πως να μιλήσει στη μητέρα της. Πώς θα μπορούσε να χαλάσει την εικόνα αυτού του «υπέροχου» ανθρώπου; Για χρόνια κρατούσε το στόμα της κλειστό αλλά εκείνο το βράδυ μίλησε στη μαμά της. Δεν μπήκε σε πολλές λεπτομέρειες, δεν ήθελε να τρομάξει τα αδέρφια της. Έλεγε ξανά και ξανά ότι εκείνος ο άνδρας την είχε πληγώσει και είχε παραβιάσει το σώμα της με τρόπο που δεν έπρεπε.
Η μητέρα της την πήρε αγκαλιά και προσπάθησε να την ηρεμήσει. Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να νιώσει και πάλι ασφαλής. Όταν αργότερα το είπε στον μπαμπά της και εκείνος φρόντισε να της προσφέρει ασφάλεια και σιγουριά. Κανείς από τους δυο γονείς της δεν είχε αντιληφθεί τι συνέβαινε και όταν έμαθαν δεν ήξερα πως να αντιδράσουν. Ο άνθρωπος αυτός οδηγήθηκε στις αρχές αλλά ένα μαύρο σύννεφο, όπως περιέγραψε η ίδια σε συνέντευξη της, έμοιαζε να είχε πέσει πάνω από το σπίτι τους. «Ένας μεγάλος ελέφαντας έμοιαζε να βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο και δεν μπορούσα να τον διώξω».
Το μπάσκετ η όαση της ζωής της
Η έλλειψη επικοινωνίας μέσα στην οικογένεια, ο φόβος μήπως ξανασυμβεί, τα τραύματα που της είχε αφήσει όλη αυτή η εμπειρία τα κάλυπτε το πέπλο της «σπυριάρας». Το μπάσκετ έγινε το μονοπάτι εκείνο που όσο προχωρούσε οι κακές αναμνήσεις χανόταν και το χαμόγελο άρχισε να επιστρέφει στα χείλη της. Έμαθε πως να εκφράζει τα συναισθήματα της, να σκέφτεται θετικά και να φροντίζει τον εαυτό της. Το μπάσκετ τη βοήθησε να διαμορφώσει μια διαφορετική στάση ζωής, να μάθει να επιβιώνει και να μάχεται καθημερινά. έδωσε την αίσθηση της ηρεμίας στο χάος που ζούσε μακριά από το παρκέ. Ήταν το καταφύγιο και η ελπίδα της.
Ερωτεύτηκε την πορτοκαλί θεά στα έξι της χρονιά. Ήταν στο προαύλιο του σχολείου, όταν έπιασε τη μπάλα στα χέρια της, τη χτύπησε κάτω τρεις τέσσερις φορές, έκανε ένα βήμα πίσω και σούταρε. Βλέποντας την να περνά το δίχτυ μαγεύτηκε. Έπαιζε με κάθε ευκαιρία αναγκάζοντας τη δασκάλα της να τηλεφωνήσει στους γονείς της και να τους προτρέχει να τη βάλουν στο μπάσκετ. Εκείνοι δεν ήταν αρνητικοί και την έγραψαν σε μια ομάδα της περιοχής. Πήγε με τη μαμά της να αγοράσει αθλητικά παπούτσια και στα πρώτα λόγια του προπονητή της, ονειρευόταν να κάνει πολλές και διάφορες συνδυαστικές κινήσεις με τη μπάλα στα χέρια και να την πετά στο καλάθι.
Άρχισε να προπονείται καθημερινά προσπαθώντας να βρει νέα κόλπα και να βελτιώσει τις δεξιότητες της. Όταν πήγε στο πανεπιστήμιο, οι προπονητές της τής έδιναν όλο ένα και περισσότερες ευκαιρίες. Άρχισε να συναναστρέφεται με άλλα κορίτσια, ένιωσε ότι ανήκει κάπου και ότι έχει και εκείνη μια οικογένεια. Αισθανόταν ότι κάποιος την αγαπά.
Η επιτυχία έφερε και ένα μπουκάλι
Η μετακίνηση της στο Πανεπιστήμιο στο Κολοράντο λειτούργησε αντίθετα από το αναμενόμενο. Αντί να χαρεί και να νιώσει περήφανη για τον εαυτό της, η πίεση τη γονάτισε και βρήκε παρηγοριά στο ποτό. Άρχισε να βγαίνει καθημερινά, να καταναλώνει ποσότητες αλκοόλ ενώ έκανε και χρήση μαριχουάνας. Κλεινόταν ολοένα και περισσότερο στον εαυτό της και η κατάθλιψη της χτύπησε την πόρτα. Ήταν τόσο πιεσμένη που τα τίναξε όλα στον αέρα. Έφυγε από το κολλέγιο στο πρώτο έτος πιστεύοντας ότι θα ηρεμούσε το μυαλό της και θα επιλυόταν κάθε της πρόβλημα.
Η ίδια διηγείται σε συνέντευξη της: «Η πρώτη μου χρονιά στο CU, το 2018, ήταν ένα από τα χειρότερα χρόνια της ζωής μου. Μόλις έφτασα στην πανεπιστημιούπολη, όλο το άλυτο τραύμα εμφανίστηκε ξανά. Έζησα μια σειρά από ψυχικές καταρρεύσεις και η κατάχρηση αλκοόλ και ουσιών άρχισαν να κυριεύουν τη ζωή μου. Έπινα ποτά σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, περίπου πέντε σφηνάκια και πολλά σέικερ βότκας White Claw μέσα σε μια ώρα περίπου.
Μόλις άρχισα να πίνω, δεν σταματούσα μέχρι το κεφάλι μου να βρεθώ στο κρεβάτι. Και κάθε φορά που μεθούσα, εμφανιζόταν ένα επεισόδιο PTSD. Ξαναζούσα παλιές αναμνήσεις, περασμένα τραύματα με ζωηρές λεπτομέρειες. Κάθε φορά. Γινόμουν το αβοήθητο, απελπισμένο, σπασμένο κοριτσάκι που προσπαθεί να βρει κάποιον να το σώσει. Τις περισσότερες φορές ξυπνούσα το επόμενο πρωί χωρίς να ξέρω τι διάολο είχε συμβεί».
Ο ψυχολόγος και το όνειρο της ακτιβίστριας
Οι γύρω της προσπαθούσαν να τη συνετίσουν και το πέτυχαν. Με τη βοήθεια μιας ψυχολόγου η Πέινατ βγήκε από τα σκοτάδια της, βρήκε τον τρόπο να συγχωρήσει τον εαυτό της και τον αγάπησε με κάθε καλό και κακό χαρακτηριστικό του. Κοιταζόταν στον καθρέφτη και ήταν περήφανη για το κορίτσι που έβλεπε. Ήξερε ότι είχε περάσει τόσες δυσκολίες και μπορεί να είχε λυγίσει αλλά βρήκε τον τρόπο να τα φέρνει όλα τούμπα στη ζωή της.
Έπιασε ξανά την πορτοκαλί θεά στα χέρια της και άρχισε να κυνηγά τα όνειρα της. Επέστρεψε στο πανεπιστήμιο, αποφοίτησε και τώρα κάνει το μεταπτυχιακό της πάνω στην εκπαίδευση και οραματίζεται να βοηθήσει ανθρώπους να κάνουν τα όνειρα τους πραγματικότητα. Θέλει να γίνει μια έγχρωμη ακτιβίστρια μέσω του coaching, που θα βοηθά στην ενθάρρυνση της κοινωνικής αλλαγής και θα καθοδηγεί τους ανθρώπους να βρουν ποιοι είναι πραγματικά, να απαλλαγούν από τα δεσμά του παρελθόντος και να ζήσουν τη ζωή που τους αξίζει.
Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news.
Κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook