Ο ΠΑΟΚ έχει τη δυνατότητα σχετικά εύκολα να εξασφαλίσει την πρόκρισή του σε όμιλο του Κόνφερενς Λιγκ, αμέσως μετά την πρόκρισή του σε όμιλο του Γιουρόπα Λιγκ κι αν περάσει και από τα πλέι οφ του Τσάμπιονς Λιγκ να μπει σe league stage του Τσάμπιονς Λιγκ, να βρεθεί δηλαδή στους 36 της κορυφαίας ευρωπαικής διοργάνωσης.
Λογικά, θα τα καταφέρει. Ο γνωστός κανονικός περσινός ΠΑΟΚ δεν θα έχει κανένα πρόβλημα με τους δύο πρώτους αντιπάλους και, για να πετύχει τον στόχο του, αρκεί να ξεπεράσει το εμπόδιο μιας αξιόλογης ομάδας που σίγουρα θα βρεθεί στον δρόμο του στα πλέι οφ. Αξιόλογης ομάδας, αλλά, βέβαια, που δεν θα είναι κάποιο από τα μεγαθήρια.
Είτε, όμως, δεν κατορθώσει να μπει στους 36, είτε δεν καταφέρει να προχωρήσει παρακάτω, θα τον περιμένει το Γιουρόπα Λιγκ και, στη χειρότερη περίπτωση, το Κόνφερενς Λιγκ. Ο δρόμος θα είναι μακρύς και οι προοπτικές μιας ευρωπαικής διάκρισης πολλές, αρκεί να πετύχει τις δύο πρώτες προκρίσεις στα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ.
Από οικονομική άποψη, θα είναι, όπως πάντα, πολύ σημαντικό. Θα είναι, όμως, εξίσου σημαντικό και από άποψη πρεστίζ, διότι η κατάκτηση του Κόνφερενς Λιγκ από τον Ολυμπιακό έδειξε ότι μια καλή ελληνική ομάδα δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τους τριτο-τεταρτο-πέμπτους ακόμη και των κορυφαίων ευρωπαικών Πρωταθλημάτων. Το ίδιο έδειξε και η πορεία του ΠΑΟΚ που έφτασε μέχρι τους 8, αλλά αποκλείστηκε άδοξα από την Κλαμπ Μπριζ, αφού σε κανένα από τα δύο ματς μαζί της δεν… κατέβηκε να παίξει ο κανονικός ΠΑΟΚ. Σ’ εκείνα τα ματς ήταν σα να είδαμε τον ΠΑΟΚ που είχε χάσει από τον ΟΦΗ, που είχε δύο ήττες και μία ισοπαλία με τον Αρη και μετά έφερε ισοπαλία με τη Λαμία στα πλέι οφ. Αν δεν είχε γίνει εκείνη η “κοιλιά” στο Κόνφερενς Λιγκ, κάλλιστα στη θέση του Ολυμπιακού θα μπορούσε να είναι ο ΠΑΟΚ, γιατί, αν έφτανε στον τελικό, θα ήξερε πολύ καλά πώς να κερδίσει τον Ολυμπιακό στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Ετσι ή αλλιώς, το μήνυμα το εισπράξαμε όλοι: Μπορούν οι κορυφαίες ελληνικές ομάδες να διεκδικήσουν και να κατακτήσουν ένα ευρωπαικό τρόπαιο. Προφανώς, για το Τσάμπιονς Λιγκ, πρέπει να… φάμε πολλά ψωμιά ακόμη και ίσως δεν φτάσουμε ποτέ σε ένα τέτοιο επίπεδο. Σίγουρα όμως μπορούμε στο Κόνφερενς Λιγκ. Ισως και στο Γιουρόπα Λιγκ.
Πεδίον δόξης λαμπρόν, λοιπόν, για τον ΠΑΟΚ φέτος, αλλά και για τις άλλες ελληνικές ομάδες. Και όσο πιο πολύ προχωρήσουν όλες, τόσο θα βελτιωθεί ακόμη περισσότερο η θέση της Ελλάδας στο ranking της ΟΥΕΦΑ. Ηδη προέκυψε όφελος χάρη κυρίως στην περσινή πορεία του Ολυμπιακού και του ΠΑΟΚ και θα προκύψει ακόμη μεγαλύτερο αν η ελληνική εκπροσώπηση είναι πετυχημένη και στις επόμενες ευρωπαικές διοργανώσεις. Πρέπει να “στέλνουμε” τουλάχιστον δύο ομάδες στο Τσάμπιονς Λιγκ και τον πρωταθλητή κατ’ ευθείαν στους 36, πρέπει να “στέλνουμε” δύο ομάδες στο Γιουρόπα Λιγκ και τη μία κατ’ ευθείαν σε όμιλο, πρέπει να “στέλνουμε” και μία στο Κόνφερενς Λιγκ. Σύνολο, πέντε. Γιατί όχι; Μπορούμε. (Για έξι, ας μη το συζητάμε, γιατί έκτη ομάδα, πολύ απλά, δεν διαθέτουμε...)
ΥΓ. Με ικανοποίησε η απόφαση του ΠΑΟΚ να αποσύρει το ενδιαφέρον του για τον Μεϊτέ. Εκλεισε μεθοδικά και στα γρήγορα τη συμφωνία με την Μπενφίκα, έκανε τάχιστα την πρότασή του στον ίδιο και περίμενε την απάντησή του. Εκείνος το “τρέναρε” περιμένοντας καλύτερη προσφορά από αλλού και έχοντας στρέψει την προσοχή του προς... Αραβία μεριά. Δικαίωμά του. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι, μετά από όσα όμορφα πέρασε με τον ΠΑΟΚ την προηγούμενη σεζόν, δεν είπε αμέσως “ναι”, φανέρωσε ότι δεν δέθηκε συναισθηματικά με την ομάδα και ότι δεν τον “άγγιξαν” ιδιαίτερα οι θριαμβευτικές στιγμές στο Πρωτάθλημα και στο Κόνφερενς Λιγκ. Και ο ΠΑΟΚ έκρινε ότι δεν έχει λόγους να τον περιμένει κι άλλο, επειδή... δεν νιώθει ΠΑΟΚ. Πολύ καλά έκανε. Γιατί το πιο βασικό συστατικό για την επιτυχία είναι να νιώθεις ΠΑΟΚ και όχι μόνο να σκέφτεσαι πώς από χρόνο σε χρόνο θα αυξήσεις τις αποδοχές σου. Ας περάσει, λοιπόν, ο επόμενος που θα παθιάζεται όχι μόνο για τον εαυτό του και για τα δικά του συμφέροντα, αλλά και για τη φανέλα της ομάδας που τον εμπιστεύτηκε και θέλησε να τον κάνει δικό της για να πάρει κι άλλους τίτλους και για να διακριθεί περισσότερο στην Ευρώπη. Στις ποδοσφαιρικές (και όχι μόνο) οικογένειες “μετράει” πάρα πολύ αυτό που ονομάζουμε “αφοσίωση”.