Δεν είναι η μόνη, προφανώς ούτε είναι και η τελευταία περίπτωση, η οποία άφησε άφωνη την ποδοσφαιρική κοινότητα με την εντυπωσιακή διαδικασία «fast – track» της ολοκλήρωσης της. Ένας εξωφρενικός και καταναγκαστικός θα προσέθετα αλληλλοδανεισμός με αλλεπάλληλες στοχευμένες αλλά και πονηρές απελευθερώσεις και αιχμαλωσίες, έδωσε την ευκαιρία στην κοινή γνώμη να επιβεβαιώσει για μια ακόμη φορά τη σκοτεινή πλευρά του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Αυτή η περίπτωση η τόσο χοντροκομμένη και προκλητική μπορεί να μην είναι ούτε η πρώτη ούτε και η τελευταία, αλλά σίγουρα είναι η πλέον χαρακτηριστική για το πως δουλεύει το σύστημα των δανεισμών ή και των κατ εντολήν καταναγκαστικών μετακινήσεων. Ο εκφυλισμός βέβαια είναι γνωστός εδώ και αρκετό καιρό. Η πολιτεία απαθής ως συνήθως δεν έκανε καμία προσπάθεια για να αποτρέψει το θλιβερό κατήφορο.
Έτσι κάποιοι που θεωρούν τον εαυτό τους πολύ έξυπνο, με ισχυρές πλάτες συγχρόνως όμως και προκλητικό θράσος, απολαμβάνοντας την καθιερωμένη ασυλία μετέτρεψαν σε βάθος χρόνου έναν θεσμό ή μια διαδικασία αν θέλετε σε εργαλείο ελέγχου και επιβολής εξουσίας στον χώρο. Διακινώντας ένα μεγάλο αριθμό ποδοσφαιριστών (στοκ) δεν δυσκολεύονται συγχρόνως με την απαραίτητη αποσυμφόρηση του ρόστερ, να «εξυπηρετούν» και τους προφανείς πλέον για το σύνολο της κοινής γνώμης σκοπούς τους.
Οι οποίοι δεν είναι άλλοι από ένα είδος θλιβερής «επένδυσης» πάνω στην ψυχολογία των «ευεργετημένων» από τις μεταγραφικές γενναιοδωρίες τους. Οι «μικροί», οι άβουλοι και κάποιοι μειωμένης εσωτερικής αντίστασης δυστυχώς υποτάσσονται και συντάσσονται στο τάγμα των υποταγμένων. Το άθλιο αλισβερίσι εκ πρώτης όψεως είναι νομότυπο κι εντός των πλαισίων, των κανονισμών οι οποίοι εδώ και χρόνια έχουν χαρακτηριστεί «λαστέξ». Οι σχέσεις εξελίσσονται σε ένα είδος εξάρτησης που προς τα έξω δικαιολογείται πολλές φορές και σαν μια απλή υποχρέωση του ευεργετηθέντα προς αυτόν που τον βοήθησε.
Ωστόσο ο «μεγάλος» όλο αυτό το διαχειρίζεται σύμφωνα με τα δικά του συμφέροντα και μάλιστα και το τραγικότερο της υπόθεσης να υπεξαιρεί και να διαχειρίζεται θεσμικά δικαιώματα του δανειζόμενου. Άσχετα αν αυτό είναι κόντρα σε θέματα αρχής, κύρους και ιστορικών ηθικών αξιών του μικρού συλλόγου. Του οποίου οι οπαδοί αρκετές φορές δυσαρεστημένοι εκφράζουν με τον οποιοδήποτε τρόπο τη δυσαρέσκεια τους. Στο ίδιο θέμα και σε δεύτερο επίπεδο διαπιστώνουμε παρόμοιες περιπτώσεις με εξαρτήσεις και υποταγές που έχουν σχέση με τις κατ εντολήν καταναγκαστικές μετακινήσεις. Στις περιπτώσεις δηλαδή που ο μετακινούμενος εκφράζει την άρνηση του και καταθέτει τη δική του επιθυμία να καταλήξει σε έναν σύλλογο της δικής του επιλογής.
Τότε η εντολή του μεγάλου είναι μια: «Ή σε αυτόν ή κρεμάς τη φανέλα σου». Ευτυχώς στο χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου έχουμε μια πολύ καθαρή εικόνα πάνω σε αυτή τη σκοτεινή και νεφελώδη περίπτωση. Η κοινή γνώμη βλέπει κι έχει διαπιστώσει εδώ και καιρό ποιοι είναι εκείνοι οι οποίοι το θεσμό δανεισμού τον διαχειρίζονται ηθικά και νόμιμα, εξυπηρετώντας και τους δικούς τους σκοπούς (αποσυμφόρησης) αλλά και τις επιθυμίες και τα συμφέροντα των δανειζομένων.
Να καταλήξουν δηλαδή στις ομάδες που πιστεύουν ότι θα καλλιεργήσουν το ταλέντο τους. Και όλα αυτά χωρίς την υποχρέωση των μικρών συλλόγων να μετατραπούν σε τυφλά όργανα και σε δουλικά υποταγμένους σε εντολές αφεντικών. Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε ονόματα. Δυστυχώς υπάρχει ο κίνδυνος να περάσουμε κάποιες κόκκινες γραμμές και να μπλέξουμε. Όμως πιστεύουμε πως έχετε αντιληφθεί για τι πράγμα μιλάμε και ως εκ τούτου δεν χρειάζονται περισσότερες εξηγήσεις.
Κάνοντας συζήτηση με ένα φίλο μου για αυτό το θέμα μου ανέφερε επί λέξη τα εξής: «αυτές τις περιπτώσεις εγώ τις βλέπω και τις παρομοιάζω με ένα θλιβερό τράφικινγκ στο χώρο του ποδοσφαίρου που δεν διαφέρει από ένα είδος σύγχρονης δουλείας». ΥΓ: Ο Αυγενάκης συνεχίζει τις προκλήσεις εκτελώντας με θρησκευτική ευλάβεια τις εντολές του ερυθρόλευκου κυβερνητικού μπλοκ. Λέγεται ότι σε αυτό έχει προστεθεί και ο κ. Γεραπετρίτης (δηλωμένου Ολυμπιακού οπαδού) που βάζει πλάτη για να εξυπηρετήσουν τον Μαρινάκη, ώστε να μετατεθούν οι εκλογές της ΕΠΟ. Ο τελευταίος δηλαδή ο Γεραπετρίτης, προφανώς να νιώθει ισχυρός γιατί κατάφερε με μια ντρίπλα να εξασφαλίσει μια «400άρα» για να εκπληρώσει μια υποχρέωση που είχε αναλάβει επισήμως.