Παρότι ο ανταγωνισμός στην κορυφή του πρωταθλήματος φαίνεται να ατονεί, η διαιτησία εξακολουθεί να απασχολεί την πλειονότητα τη ποδοσφαιρικής κοινής γνώμης.
Ο λόγος είναι απλός: Πέρασαν πάνω από τρία χρόνια που έχουμε ξένο αρχιδιαιτητή και τα βήματα προόδου περιορίζονται στα ζητήματα τεχνολογίας. Αν δεν ήταν το VAR, μάλλον θα μιλούσαμε για αποτυχημένη διεθνή επιτροπεία.
Ούτε ο Περέιρα ούτε ο Κλάτενμπεργκ άλλαξαν τα δεδομένα για την ελληνική διαιτησία. Περιορίστηκαν στην έλευση ξένων διαιτητών και κινήθηκαν με βάση τις εκάστοτε άναρθρες κραυγές των ποδοσφαιρικών παραγόντων.
Δεν επιτρέπεται οι διεθνείς διαιτητές να είναι ανεκπαίδευτοι είτε στο χορτάρι είτε στο VAR. Βιώσαμε ανεπανάληπτη άγνοια κανονισμών στις τελευταίες αγωνιστικές και η καχυποψία επανήλθε δριμύτερη.
Αν οι Ελληνες διαιτητές δεν είναι ανεκπαίδευτοι, τότε είναι φοβισμένοι. Ενδεχομένως να συμβαίνουν και τα δύο. Η δουλειά του Κλάτενμπεργκ ήταν να αλλάξει τον τρόπο σκέψης, τη φιλοσοφία, αλλά και τη νοοτροπία των διαιτητών μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.
Δυστυχώς ο Αγγλος αρχιδιαιτητής φαίνεται να αποτυγχάνει παταγωδώς. Η επίδειξη ανωτερότητας δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να διοικήσεις. Αν δεν προσεγγίσεις τον υφιστάμενό σου, αν δεν σε νιώσει δικό του άνθρωπο, αν δεν του εμφυσήσεις την εμπιστοσύνη, είναι αδύνατο να πετύχεις το στόχο σου.
Ο Μαρκ Κλάτενμπεργκ είναι έξυπνος άνθρωπος. Όμως έχει εμμονές. Θεωρεί ότι βρίσκεται σε μία υπανάπτυκτη ποδοσφαιρικά χώρα και αντιμετωπίζει ακόμη και τους συναδέλφους του ως ιθαγενείς. Αυτό είναι και το μεγάλο του λάθος.
Εχει μία μεγάλη ευκαιρία να ανακρούσει πρύμναν. Το καλοκαίρι να φτιάξει τους πίνακες με την καινούργια φουρνιά των διαιτητών και να πάρει αποκλειστικά την ευθύνη. Τα μισόλογα, τελείωσαν.