Γράφει ο Θάνος Μπούζας
Πλέον έχουμε αρχίσει να αντιμετωπίζουμε με ελαφρώς χιουμοριστική διάθεση τα όσα δεινά καταγράφονται στην ροή της ιστορίας του Ελληνικού ποδοσφαίρου.
Όταν έχεις εξαντλήσει τον γραπτό και προφορικό σου λόγο, όταν έχεις εκθέσει χωρίς το παραμικρό αντίκρισμα τα επιχειρήματά σου και διαπιστώνεις ότι σ’ αυτή τη χώρα δε γίνονται ούτε τα αυτονόητα, τότε μόνο ο σαρκασμός ή και ο αυτοσαρκασμός έχουν θέσει στα κείμενά σου. Το πρωτάθλημα από την 4η αγωνιστική μετατράπηκε σ’ ένα πεδίο μάχης.
Όχι όμως μάχης ομάδων που διεκδικούν το δίκαιό τους και προσπαθούν να το βρουν αλλά παραγόντων που επιθυμούν να δημιουργήσουν δίκιο και «δίκαιο» και να το εφαρμόσουν λες σημείο αναφοράς τους είναι ο κανονισμός της πολυκατοικίας τους.
Όσοι διαβάσανε και ακούσανε τις διαμαρτυρίες αυτές βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα πλήθος αντιφάσεων και ερωτηματικών που η μόνη απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί είναι ότι με κάποιο μαγικό τρόπο μεταφερθήκαμε στο παρελθόν 60 χρόνια πίσω.
Τότε που κουμάντο κάνανε οι παράγοντες, τα μέσα και τα έξω, τότε που δεν υπήρχε τηλεόραση και το ραδιόφωνο με τις εφημερίδες βρισκόταν υπό ασφυκτικό έλεγχο. Μόνο σε αυτές τις χρονικές περιόδους υπήρχε η δυνατότητα να αποκρύψεις την αλήθεια και με την προπαγάνδα να πείσεις τους εκατοντάδες χιλιάδες φιλάθλους, που ήταν μονομερώς και λανθασμένα ενημερωμένοι, ότι το άσπρο είναι μαύρο. Γιατί αυτό στην προκειμένη περίπτωση με Μαρινάκη – Μελισανίδη- Αλαφούζο, γίνεται. Λες και παίζουν με τα παιχνίδια τους και ο μπόμπος επειδή θεωρεί πως είναι πιο δυνατός θέλει να κερδίζει.
Ο Τοτός όμως που έχει περισσότερα παιχνίδια πιστεύει πως πρέπει να κερδίζει αυτός. Τέλος ο Σοκολάτας προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το ότι μαλώνουν οι δυο και χώνεται υπογείως για να κλέψει αυτός τη νίκη. Τα άλλα παιδάκια κάθονται και παρακολουθούν παίρνοντας όπως πάντα το μέρος του πιο δυνατού ή αυτού που στο διάλλειμα του σχολείου τους δίνει και από κανένα κομματάκι σοκολάτα. Στη συμβατική πραγματικότητα τώρα, παρατηρούμε ότι η κοινωνία μας είναι κυριολεκτικά άδεια από θεσμούς.
Στα χαρτιά υπάρχουν. Στελεχωμένοι είναι. Αλλά δεν λειτουργούν ή καλύτερα λειτουργούν όταν θέλουν, όπου θέλουν και για όποιον θέλουν. Ο πολίτης αλλά και κάθε συλλογικό όργανο ή κοινωνική ομάδα, ως τελευταίο αποκούμπι, ως ύστατη ελπίδα έχει τη δικαιοσύνη. Εκεί στηρίζεται στο να μη αλλοτριωθούν τα πάντα , μη χαθεί ο έλεγχος και ο θύτης αρχίσει να κάνει, ανεξέλεγκτος, συλλογή από θύματα. Δυστυχώς πιστεύουμε ακράδαντα ότι πλέον ο θύτης είναι πολύ πιο ισχυρός από τη δικαιοσύνη στην Ελλάδα.
Με τη μη επέμβασή – παρέμβασή της, η δικαιοσύνη, του έχει δώσει την εντύπωση ότι μπορεί να κάνει τα πάντα χωρίς να τιμωρηθεί. Μπορεί να αμβλύνει ή και να παραβαίνει τους νόμους και τους κανόνες, μπορεί να υβρίζει δημοσίως ακόμη και ανώτερα θεσμικά όργανα δίχως να συγκινείται κανείς.
Σε μια μέρα μέσω των ΜΕΣΩΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ που διαθέτει δύναται να σπείρει σωρεία ψευδών ειδήσεων που όχι μόνο θα προκαλούν διχόνοια αλλά και θα δημιουργούν μίσος μέσα στα κοινωνικά στρώματα υποδαυλίζοντας την ίδια τη βία. Η
δικαιοσύνη στην προκειμένη περίπτωση το μαντήλι το έχει δεμένο στα μάτια της γιατί δε θέλει να βλέπει τίποτε και όχι για να μη διακρίνει ποιος είναι ο ισχυρός και ο ανίσχυρος. Η Ελληνική δικαιοσύνη ίσως έχει προχωρήσει παραπάνω: φοράει και ωτοασπίδες, γιατί δεν θέλει να ακούει τίποτε. Φοβάται και υποτάσσεται.
Κατά συνέπεια δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Εκτός κι αν ο κόσμος όχι βέβαια λόγω των ποδοσφαιρικών αλλά λόγω των κοινωνικών -οικονομικών φαινομένων που τον διαλύουν νυχθημερόν , λειτουργήσει σαν το φαινόμενο του ελατηρίου. Πιέζεται προς τα κάτω συνέχεια και στο τέλος ξεσπάσει!