Ντεμπίνια: Ο μέθυσος πατέρας, η μητρική κατάθλιψη και η όαση του ποδοσφαίρου

Παναγιώτα Χαλκιά27 Ιανουαρίου 2023

Το να είσαι κορίτσι και να θέλεις να παίξεις ποδόσφαιρο δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση, ακόμη και αν έχεις γεννηθεί στη Βραζιλία. Τα εμπόδια είναι αρκετά, οι συνθήκες δεν είναι πάντα ευνοϊκές αλλά η θέληση και το πάθος βοηθούν να βγεις νικήτρια. 

Η Ντεμπίνια διανύει το 31ο έτος της ηλικίας της και κοιτώντας πίσω μπορεί να νιώθει περήφανη για όσα πέτυχε. Ο δρόμος της δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Πέρασε αρκετές κακουχίες, έχασε πολλές φορές την πίστη στον εαυτό της αλλά έβρισκε πάντα παρηγοριά στα αγαπημένα της πρόσωπα και το ποδόσφαιρο. Αυτό ήταν που της χάραξε πορεία και μετρά συνολικά 94 εμφανίσεις με τη φανέλα της Εθνικής Βραζιλίας και 45 γκολ ενώ έχει ξεχωρίσει και σε συλλογικό επίπεδο πετυχαίνοντας 68 τέρματα σε 150 αγώνες.

 Η έμπειρη αθλήτρια φρόντισε να έχει σχεδιάσει πάνω της κάθε σημαντικό κομμάτι της ζωής της. Το σώμα της κοσμείται από πέντε τατουάζ. Έχει γράψει τις λέξεις «οικογένεια» και «αντίσταση», ζωγράφισε τους ολυμπιακούς κύκλους αλλά το καλύτερο είναι η φράση που βρίσκεται στην αριστερή της γάμπα και αποτελεί πυξίδα στη ζωή της: «Όταν νομίζω ότι έφτασα στα όρια μου, διαπιστώνω ότι έχω τη δύναμη να ξεχωρίσω».


Τα παιχνίδια στη γειτονιά, τα πειράγματα και ο «φόβος» της μαμάς

Βρήκε την έμπνευση για το ποδόσφαιρο νωρίς. Από μικρή ηλικία, οι αδερφές της, Κάτια και Ρουμπιάνα, την ξυπνούσαν νωρίς για να παρακολουθήσουν τα παιχνίδια της εθνικής ομάδας της Βραζιλίας. Τα παιδιά στο δρόμο κρεμούσαν σημαίες έξω από τα σπίτια, έβαφαν το πεζοδρόμιο και πανηγύριζαν στο δρόμο όταν έμπαινε γκολ. Όλη η κοινότητα ήταν στο πόδι και γιόρταζε.

Πήρε την πρώτη της μπάλα από τον Ροτζέριο, έναν δάσκαλο της που έμεινε απέναντι, και δεν έχανε ευκαιρία να παίξει με τα αδέρφια και τα ξαδέρφια της στο δρόμο. Ξεχώριζε και οι άνθρωποι το είχαν παρατηρήσει και της έπλεκαν το εγκώμιο γεμίζοντας το μυαλό της με το όνειρο του επαγγελματία.

Τα αγόρια έκαναν αστεία όταν ζητούσε να παίξει μαζί τους και τα κορίτσια την κορόιδευαν όταν την έβλεπαν να ντύνεται με αθλητικά ρούχα. Κάτι που φόβισε τη μαμά της, η οποία δεν ήθελε η κόρη της να ακούει άσχημα σχόλια και την προέτρεψε να ντύνεται πιο κομψά και να μαζεύει τα μαλλιά της ψηλά και πιο σφιχτά. 

Ο μέθυσος πατέρας και η κατάθλιψη της μαμάς

Ο μπαμπάς της είχε σωσίβιο του το ποτό. Περπατούσε πάντα με ένα μπουκάλι στο χέρι και τις περισσότερες φορές δεν ήταν νηφάλιος. Δε δημιουργούσε φασαρίες και δεν γινόταν βίαιος απέναντι στη γυναίκα και στα παιδιά του, αντίθετα ήταν ευγενικός, ήσυχος και στοργικός. Όταν δεν είχε πιει, περνούσε χρόνο με τα κορίτσια του μαθαίνοντας τους να κάνουν ποδήλατο και να ψαρεύουν. Στήριξε σε απόλυτο βαθμό τη Ντεμπίνια και την επιλογή της να παίζει ποδόσφαιρο, ίσως γιατί όπως λέει και η ίδια «είχε τρεις κόρες και ίσως θα ήθελε να έχει ένα γιο που θα έπαιζε. Δεν είχε και του προέκυψα εγώ».

Ήταν αρκετά μικρή και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν σταματούσε να πίνει. Τον έβλεπε μεθυσμένος και τα δάκρυα έφευγαν από τα μάτια της. Κλεινόταν στο δωμάτιο της μαζί με τις άλλες δυο αδερφές της και έκλαιγαν για τον πατέρα της. Το πάθος της για το ποδόσφαιρο της έδωσε ελπίδα. Ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά, έπαιζε καθημερινά και προσπαθούσε να βελτιωθεί.

Μόλις στα 14 της χρόνια, η Σάντος χτύπησε την πόρτα της και την κάλεσε για δοκιμή. Η απόσταση ήταν μεγάλη και αποφάσισε να μη ρισκάρει. Παράλληλα, φοβόταν να αφήσει πίσω την οικογένεια και τους φίλους της. Πώς θα τα κατάφερνε; Όταν έμαθαν στη γειτονιά ότι αρνήθηκε την πρόταση, τρελάθηκαν και άρχισαν να ρωτούν γιατί, κάνοντας και την ίδια να αναρωτιέται αν έκανε λάθος και κλώτσησε την ευκαιρία της ζωής της.

Ευτυχώς, την επόμενη χρονιά μια νέα πρόταση από τη Σάαντ έφτασε στα χέρια της. Έκανε μεγάλη προσπάθεια για να πείσει τη μαμά της να την αφήσει να φύγει. Η μητέρα της δεν ήθελε το μικρό της κοριτσάκι να απομακρυνθεί από τη «φωλιά» της και χρειάστηκε χρόνος και προσπάθεια και από τους δασκάλους της, Μαρίσα και Ζουνίνιο, για να πει το «ναι».

Ο αποχωρισμός ήταν δύσκολος και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την ψυχολογία της μαμάς της. Για μέρες έκλαιγε συνέχεια, άρχισε να μην προσέχει τον εαυτό της και δεν έβρισκε νόημα στη ζωή της. Οι γιατροί έκαναν λόγο για κατάθλιψη. Οι αδερφές της τής έκρυβαν την αλήθεια γιατί γνώριζαν καλά ότι μόλις το άκουγε, θα έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής.

Δύσκολο το πρώτο βήμα

Ούτε για την ίδια ήταν εύκολο να ζήσει μακριά από το σπίτι της: «Το να φύγω από την οικογένειά μου ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι στο να κυνηγήσω τα όνειρά μου. Χρειάστηκαν όλα όσα είχα για να αφήσω τη μαμά μου να κλαίει στην πύλη του εργοστασίου και αυτή η εικόνα έκαιγε στο μυαλό μου για μήνες όσο έλειπα. Αλλά το έκανα γιατί έπρεπε».

Συμφώνησε με τη Σάαντ αλλά δεν έπαιρνε ακόμη μισθό. Πάλευε να συντηρήσει τον εαυτό της. Μερικές φορές παρακαλούσε το μπαμπά της να της στείλει λίγα χρήματα για να μπορέσει να πάρει πράγματα, όπως σαπούνι και σαμπουάν. Δεν μπορούσε πάντα. Η οικογένεια της δεν είχε καλή οικονομική κατάσταση και κάποιες φορές το φαγητό ερχόταν δύσκολα στο τραπέζι. Η κατάσταση αυτή πείσμωσε τη Ντεμπίνια που υποσχέθηκε στον εαυτό της να παίξει ποδόσφαιρο και να καταφέρει να τους ανταμείψει για όλα όσα είχαν κάνει για εκείνη.

Το μόνο της στήριγμα ήταν η συμπαίκτρια της η Μαριλέια ντος Σάντος. Της φερόταν σα μεγάλη αδερφή, ήταν μόνιμα μαζί της και τη στήριξε εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου. Τα Σαββατοκύριακα μετά τους αγώνες κοιμόταν στο σπίτι της καθώς δεν μπορούσε να πάει στο δικό της λόγω της απόστασης. Έκαναν πολλά πράγματα μαζί, μαγείρευαν και έπαιζαν μπόουλινγκ. Τη βοήθησε να βγει από το καβούκι της, να πιστέψει στον εαυτό της και να αρχίσει να ξεδιπλώνει το ταλέντο της στο χορτάρι.

Η Κορέα έμοιαζε μίζερη – Η Νορβηγία ήταν ευκαιρία

Μετά από ένα χρόνο στη Σάαντ, ήρθε μια συμφωνία στην Κορέα. Στις πρώτες 10 ημέρες ήθελε να μπει στο αεροπλάνο και να φύγει. Το έκανε τελικά καθώς δεν ήθελε να παλεύει για ένα μεροκάματο και να μην απολαμβάνει αυτό που κάνει. Αγαπούσε τρελά το ποδόσφαιρο και στην πατρίδα της έμαθε ότι το να παίζεις μοιάζει με πάρτι. Πρέπει να χαίρεσαι και να ζεις με πάθος κάθε λεπτό ενός παιχνιδιού. Στην Κορέα όλα κυλούσαν μίζερα.

Επέστρεψε στη Βραζιλία και έκανε προπονήσεις μέχρι που ήρθε η πρόταση από τη Νορβηγία. Εκεί δεν ήταν μόνη της, υπήρχαν συμπαίκτριες από τη Βραζιλία και την έκαναν να νιώσει σαν το σπίτι της.

Παίζοντας με το εθνόσημο

«Η μέρα που μου έγινε η πρόταση να παίξω για την πρώτη ομάδα της Βραζιλίας ήταν η καλύτερη μέρα της ζωής μου. Ένας από τους συντονιστές της βραζιλιάνικης συνομοσπονδίας με πήρε τηλέφωνο για να μου πει ότι με καλούσαν και έτρεξα στην κρεβατοκάμαρά μου και έκλαψα.

Κάλεσα αμέσως την οικογένειά μου και όλοι άρχισαν να κλαίνε επίσης. Αυτά δεν ήταν τα ίδια δάκρυα που είχαμε μοιραστεί με τη μαμά μου όλα αυτά τα χρόνια στο εργοστάσιο… αυτά ήταν δάκρυα χαράς, περηφάνιας. Αυτά ήταν δάκρυα που έλεγαν, Όλα πλήρωσαν . Αυτά ήταν δάκρυα που έκαναν τα πάντα - κάθε θυσία - να αξίζει τον κόπο», περιέγραφε η Ντεμπίνια.

Η Ντεμπίνια έκανε το ντεμπούτο τους δίπλα στις Μαριλέια ντος Σάντος ή αλλιώς Μίκαελ Τζάκσον, Μάρτα και Φορμίγκα και όπως έχει παραδεχθεί και η ίδια ήταν μια κατάσταση άβολη και παράλληλα, την έκανε να νιώθει τόσο περήφανη. «Ξαφνικά κυνηγάω μια μπάλα και κοιτάζω στο πλάι, ήμουν σαν υπνωτισμένη. Πω πω ρε φίλε, είναι η Φορμίγκα. Αυτή είναι και παίζω μαζί της. Παίζοντας με παίκτριες σαν αυτές σε κάνει να νιώθεις μια διαφορετική ενέργεια. Είναι σα να σου φωνάζουν, προχώρα, πίστεψε και ζήσε αυτή τη στιγμή. Είμαστε μαζί τώρα».

Οι γυναίκες αυτές ονειρεύτηκαν ένα καλύτερο γυναίκειο ποδόσφαιρο, πάλεψαν με όλη τους τη δύναμη για το δικαίωμα των κοριτσιών να κλωτσούν τη μπάλα και έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης στην προβολή που έχει το άθλημα σήμερα. Η Ντεμπίνια το γνώριζε και πιστεύει ότι οφείλει να συνεχίσει το δρόμος τους: «Μπαίνοντας στο γήπεδο αντιπροσωπεύουμε το όνειρό μας και το δικό τους . Παίζουμε για εμάς και για αυτούς. Ο καθένας έχει ένα όνειρο που αξίζει να γίνει σεβαστό. Αν έχω εκπληρώσει το δικό μου, είναι γιατί ο αγώνας όσων ήρθαν πριν από εμένα άξιζε τον κόπο. Και τώρα είναι η σειρά μου να βοηθήσω τους επόμενους να πολεμήσουν και για το δικό τους».

Έμοιαζε με όνειρο αλλά ήταν αλήθεια. Βρισκόταν στην αποστολή και έπαιζε με τα χρώματα της εθνικής της ομάδας. Σιγά Σιγά έπαιρνε περισσότερες ευκαιρίες και πλέον, είναι βασικό μέλος του αντιπροσωπευτικού της συγκροτήματος. Χαραγμένο στη μνήμη της έχει μείνει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2019, ήταν κάτι απίστευτο. Μετά από το πρώτο της παιχνίδι, η πίεση εξαφανίστηκε και τα πόδια της άρχισαν να λύνονται. Ένιωθε τόση χαρά, όπως τότε που ήταν ξυπόλητη και έπαιζε στη γειτονιά της. Της θύμισε ότι η ζωή είναι το τώρα και πρέπει να μάθεις να το απολαμβάνει. Πέτυχε το σκοπό της καθώς αγαπά αυτό που κάνει και η κατάσταση στην οικογένεια της έχει βελτιωθεί. Ο μπαμπάς της έκοψε το ποτό, η μαμά της ξεπερνά την κατάθλιψη και οι συνθήκες επιβίωσης είναι πιο κατάλληλες. Ο μόνος της στόχος πια είναι να κερδίσει το Κόπα Αμέρικα για δεύτερη φορά.

Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news.

Κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook

Προτείνουμε
This page might use cookies if your analytics vendor requires them.