Ο ομότιμος καθηγητής ποινικού δικαίου, Χρήστος Μυλωνόπουλος, μίλησε στη «Δίκη στο OPEN» για την υπόθεση του παράνομου στοιχηματισμού.
«Δεν μου επιτρέπεται να αναφερθώ στη συγκεκριμένη περίπτωση, την οποία χειρίζονται δύο εξαιρετικοί εισαγγελείς, ο κ. Σπυρόπουλος και ο κ. Οικονόμου, αντιεισαγγελέας Αρείου Πάγου, ο οποίος είναι γνωστός και από άλλες θέσεις που υπηρέτησε. θα ήθελα μόνο να δώσω το γενικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί αυτή η δραστηριότητα.
Υπάρχουν πολλά προβλήματα. Αν ο παράνομος στοιχηματισμός έχει γίνει από την Ελλάδα υπάρχει ποινική δικαιοδοσία. Αν ο παράνομος στοιχηματισμός ή οι πράξεις που αφορούν Έλληνες, έχει γίνει στην αλλοδαπή, τότε βεβαίως υπάρχει ελληνική ποινική δικαιοδοσία, αλλά υπό προϋποθέσεις. Αν πρόκειται για πλημμελήματα, θα πρέπει να υπάρχει η προϋπόθεση του διπλού αξιόποινου και στην χώρα που τελέστηκε η χειραγώγηση του αγώνα» είπε αρχικά και συνέχισε:
«Αν πρόκειται για κακούργημα, τότε θα πρέπει να υπάρχει πάλι το διπλό αξιόποινο, χωρίς αίτηση της ξένης κυβέρνησης ή έγκληση του παθόντος. Υπάρχουν κι άλλα ζητήματα. Πρώτα απ' όλα, αν έχουμε απλώς και μόνο χειραγώγηση, που είναι η προσπάθεια ή με συμφωνία ή με άλλους τρόπους επηρεασμού του αποτελέσματος του αγώνα, τότε μπορεί να υπάρξει ποινική δικαιοδοσία χωρίς παραπάνω προϋποθέσεις από αυτές που προανέφερα. Ο παράνομος στοιχηματισμός είναι μία προϋπόθεση η οποία καθιστά κακούργημα την χειραγώγηση. Όταν η επέμβαση για την επίδραση πάνω στο αποτέλεσμα του αγώνα γίνεται στο πλαίσιο στοιχηματισμού, σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, τότε βεβαίως οι πράξεις καθίστανται κακούργημα.
Όμως εδώ δεν υπάρχει ακόμη το στοιχείο του κέρδους. Αν παρεμβάλλεται το στοιχείο του κέρδους, δηλαδή αν κάποιος έχει παραστήσει σε άλλον ότι η έκβαση του αγώνα είναι αβέβαιη, ενώ αυτή είναι βέβαια, τότε έχουμε το έγκλημα της απάτης, το οποίο μπορεί να είναι σε βαθμό κακουργήματος αν ξεπερνάει ορισμένο ποσό. Ίσως υπάρχει λόγος που οι εισαγγελείς ακόμη δεν το έχουν εντοπίσει. Ο εξής: Ότι μέχρι την 1η Μαΐου η απάτη διωκόταν κατ' έγκληση. Μετά από μήνυση του παθόντος.
Από τον Μάιο και μετά διώκεται αυτεπαγγέλτως. Οι πράξεις, όμως, έχουν γίνει παλαιότερα, οπότε απαιτείται έγκληση. Υπάρχουν κι άλλα θέματα. Αν στην πράξη εμπλέκονται άτομα που έχουν δραστηριοποιηθεί σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε τίθεται ένα θέμα συντρεχουσών δικαιοδοσιών και θα πρέπει να συνεννοηθούν οι εισαγγελείς μεταξύ τους ποια χώρα θα ασχοληθεί με την εκάστοτε πράξη. Οι ποινές είναι πλημμεληματικές κατ' αρχήν. Δηλαδή η χειραγώγηση του αγώνα έχει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, δηλαδή από ένα έως πέντε χρόνια.
Αν όμως η χειραγώγηση πετύχει τον στόχο της και αλλοιωθεί ο αγώνας ή γίνεται στο πλαίσιο στοιχηματισμού, τότε η πράξη καθίσταται κακούργημα και επιβάλλεται ποινή καθείρξεως. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι δυνατόν να χαρακτηριστούν οι πράξεις ως εγκληματικής οργάνωσης, ώστε να γίνεται και επισύνδεση των τηλεφωνικών συνδέσεων. Αν έχουν απλώς επιχειρήσουν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα οι ποινές είναι πλημμεληματικές, τουλάχιστον ενός έτους. Από ένα έως πέντε χρόνια.
Αν το αποτέλεσμα επετεύχθη, αν πράγματι επηρεάστηκε ο αγώνας, τότε καθίσταται κακούργημα και είναι μέχρι δέκα χρόνια. Όπως επίσης και εάν η πράξη έγινε στο πλαίσιο στοιχηματισμού. Είναι από έξω και στις δύο περιπτώσεις η απάτη, που θεωρητικά μπορεί να μπει, αλλά χρειάζεται έγκληση. Εχει μείνει από έξω η δωροδοκία. Αν κάποιος τελέσει δωροδοκία, για να επηρεάσει αγώνα, η ποινή είναι δύο έως πέντε χρόνια. Με νεότερο νόμο, τον ποινικό κώδικα του 2019, έχει εισαχθεί η δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, η οποία επισύρει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους. Από ένα έως πέντε χρόνια. Με τον νέο νόμο θα μπαίνανε φυλακή, αλλά θα ισχύσει ο παλιός».