Ο Χερμάν Μπούργος ποτέ δε φοβήθηκε να… πετάξει μόνος του. Αντιθέτως. Έφυγε από την Ατλέτικο, αφήνοντας τον Ντιέγκο Σιμεόνε, πριν από δύο χρόνια. Βρήκε τελικά το «μέρος» του ως πρώτος προπονητής, από τον περασμένο Φεβρουάριο. Έπειτα από μία δύσκολη εμπειρία στη Νιούελς, βρήκε το «σπίτι» του ως επικεφαλής του Άρη από τη Θεσσαλονίκη και τον έβαλε στην Ευρώπη με ένα χρονόμετρο κι ένα σημειωματάριο.
Αυτές τις μέρες ξεκουράζεται στο σπίτι του στη Μαδρίτη, αλλά το κεφάλι του δεν σταματά να γυρίζει. Να περιφέρεται γύρω από το ποδόσφαιρο, όπως κάνει από μικρός στο τσιμέντο της Μαρ ντελ Πλάτα. «Έχω δύο παρατσούκλια: στο ποδόσφαιρο είμαι ο Mono, αλλά στη γειτονιά με λένε κεφάλι», είπε με χιούμορ. Ο Χερμάν δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Ούτε τώρα».
Ο Αργεντινός τεχνικός μίλησε στην El Mundo για την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής, τη μετάβαση στην προπονητική, το μότο ζωής που ακολουθεί, τον Άρη, τον αγαπημένο του, Ντιέγκο Σιμεόνε και τη σχέση που δημιούργησε μαζί του.
Γιατί έγινες τερματοφύλακας;
«Έπαιζα στο Μαρ ντελ Πλάτα, στο σπίτι, στη γενέτειρά μου. Εκεί συνηθίζεις να παίζεις πολύ στο δρόμο. Θα ήμουν επτά χρονών και εκείνη τη μέρα ήμουν ο μόνος που δεν βρισκόταν στο τσιμέντο, που έπαιζαν τότε. Σταματούσα μπάλες μπροστά από ένα στύλο φωτισμού και ένα ατσάλινο καλώδιο που ήταν υπό γωνία. Βλέπω ότι με κοιτάει ένας άντρας και λέει: «Ψάχνουμε τερματοφύλακα». Ήταν Παρασκευή και μου λέει: «Παίζουμε Κυριακή». Γυρνάω σπίτι, μιλάω με τους γονείς μου και την Κυριακή έπαιζα ένα παιχνίδι όπου βγήκαμε πρωταθλητές. Το πρώτο πρωτάθλημα που έπαιξα, το κέρδισα».
Είχες ένα περίεργο στιλ κάτω από τα δοκάρια. Το κληρονόμησες ή το βγήκε μέσω προπόνησης;
« Στην εποχή μου δεν είχαμε τις δυνατότητες που έχουν τώρα τα παιδιά να αναζητήσουν εικόνες στα κινητά ή τους υπολογιστές τους. Ήμασταν μακριά από την τεχνολογική εποχή που υπάρχει τώρα. Και μετά μου άρεσε ο Χούγκο Γκάτι (σ.σ. παλιός τερματοφύλακας της εθνικής Αργεντινής). Είπα στον εαυτό μου: «Αυτό είναι». Μια μέρα πήγαμε με το τρένο στην Φέρο για να παίξουμε ένα παιχνίδι μικρότερης κατηγορίας εναντίον της Μπόκα και τον βλέπω να προπονείται με την πρώτη ομάδα. Γονατισμένος και η υπόλοιπη ομάδα με την μπάλα. Και μετά τον είδα να πιάνει ένα σουτ με το στήθος, άλλο με το κεφάλι, άλλο με τον αγκώνα… Δεν έκανα ζέσταμα με την ομάδα μου γιατί έπαθα σοκ βλέποντάς τον να ζεσταίνεται. Η ομάδα μου με προειδοποίησε: «Χερμάν, ζεσταινόμαστε». Απάντησα: «Σταμάτα, σταμάτα». Πέρασα 15 ή 20 λεπτά της προθέρμανσης κοιτάζοντάς τον και εκεί είπα, «Αυτός ο τύπος είναι». Ήμουν περίπου 15 ή 16 ετών».
Πες μου για τα παιδικά χρόνια σου στην Μαρ ντελ Πλάτα
«Ήμουν ευτυχισμένος. Δεν έχω αδέρφια και πάντα έπρεπε να παίζω μόνος μου. Ήμουν χαρούμενος που βγήκα και έπαιζα με τα παιδιά. Ήταν σαν απόγνωση που είχε τη δύναμη να βγει και να παίξει μαζί τους. Το θυμάμαι με χαρά».
Ο πατέρας σου ήταν κουρέας, οπότε μάλλον θα εκνευριζόταν βλέποντάς σε με μακριά μαλλιά…
«Ήταν και κουρέας και θυρωρός. Συνέβη κάτι πολύ αστείο, την εποχή της δεκαετίας του ’80 βγήκαν εκείνες οι μπάντες όπως οι Duran Duran, The Cure,… όλοι με αυτές τις τρίχες. Και επειδή ο γέρος μου ήταν κουρέας, του είπα: «Ραμόν, πρέπει να μου κάνεις τα μαλλιά έτσι». Και μου απάντησε: «Δεν έχεις κεφάλι, παιδί μου. Για αυτό το κούρεμα δεν έχεις κεφάλι».
Οι πρώτοι φίλοι μου από τη Μαρ ντελ Πλάτα, πριν πάνε στο Μπουένος Άιρες, με έλεγαν όλοι μεγαλοκέφαλο. Έχω δύο παρατσούκλια: στο ποδόσφαιρο είμαι ο Mono, αλλά στη γειτονιά με λένε Κεφάλι. Γι’ αυτό κατάλαβα ότι ο γέρος μου είχε δίκιο».
Έχεις τρία παιδιά, αλλά κανένα από αυτά δεν ασχολείται με το ποδόσφαιρο όπως εσύ..
« Όχι, η μεγάλη κόρη μου είναι δικηγόρος. Άλλος σπουδάζει μετάφραση και ο νεότερος πληροφορική. Δεν με έβλεπαν. Όταν αφοσιώνεσαι στο ποδόσφαιρο και παίζεις κάθε τρεις μέρες δεν σε βλέπουν. Έχεις μια μέρα ξεκούρασης και συγκεντρώνεσαι, ταξιδεύεις, παίζεις ένα παιχνίδι, σε επιλέγουν στην εθνική ομάδα… σπάνια βρίσκεσαι στο σπίτι».
Υπήρξες ποδοσφαιριστής, τραγουδιστής και τώρα προπονητής. Με τι παθιάζεσαι περισσότερο;
«Με το ποδόσφαιρο. Η μουσική είναι τόσο διασκεδαστική και πάντα ήθελα να μπορώ να διασκεδάζω. Το ποδόσφαιρο είναι επίσης πολύ διασκεδαστικό και σου επιτρέπει να κάνεις πολλά πράγματα όπως η προπόνηση τώρα. Είμαι παθιασμένος με ό,τι κάνω, αλλά είναι το ποδόσφαιρο που με οδηγεί».
Είχες αρκετούς προπονητές στην καριέρα σου. Πώς είναι ο Χερμάν ως προπονητής;
«Προσπαθώ πάντα να δείχνω ειλικρίνεια, να δουλεύω και να εξηγώ στους παίκτες πώς να κερδίζουν. Προσπαθώ πάντα να το προχωρώ. Είναι ό,τι μου έχει μείνει από τους προπονητές που είχα».
Το ντεμπούτο σου ως πρώτος προπονητής στη Νιύλες δεν πήγε καλά. Τι έλειπε;
«Στα περισσότερα κλαμπ απαιτούν πάντα άμεσα αποτελέσματα. Δεν έχουν την υπομονή να περιμένουν να συγκεντρωθούν καλύτερα οι ομάδες. Αυτό ήταν που έλειπε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο».
Ωστόσο, τώρα στην Ελλάδα, ως προπονητής του ΑΡΗ Θεσσαλονίκης, βρήκες το κλειδί…
«Γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους. Είπα στους παίκτες: «Ήρθα εδώ για εσάς, γιατί πιστεύω ότι είστε πολύ καλοί ατομικά και διορθώνοντας κάποια πράγματα μπορούμε να φτιάξουμε μια καλή ομάδα». Και ήταν έτσι. Αρχίσαμε να δουλεύουμε και να διορθώνουμε κάποιες ελλείψεις που είχαν ως ομάδα. Ήρθαν και αποτελέσματα, τα οποία ήταν πολύ σημαντικά».
Πώς τα πηγαίνεις με τους Έλληνες;
«Λοιπόν, όταν παίζω ή προπονούμαι ζω σε τέτοια κατάσταση συγκέντρωσης που δεν βγαίνω καν έξω. Σπάνια πηγαίνω κάπου γιατί περνάω όλη μέρα σκεπτόμενος, αναλύοντας και δουλεύοντας πράγματα που πρέπει να δώσω στους παίκτες. Καθώς ξέρω γλώσσες, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Μιλάμε αγγλικά και μιας και μου αρέσει η γλώσσα, έμαθα κάποια ελληνικά. Μιλάω ιταλικά, αγγλικά και ισπανικά. Έχω παίκτες που μιλούν έως και πέντε γλώσσες. Άρα και ο προπονητής πρέπει να προσαρμοστεί στην τρέχουσα εποχή και στο περιβάλλον που βρίσκεται».
Κρατάς πάντα ένα στυλό. Πόσα σημειωματάρια ξοδεύεις το χρόνο;
«Ουφ, πολλά φύλλα. Είμαι ανυπόφορος με τα φύλλα. Μου αρέσει να γράφω. Το κάνω και με τον υπολογιστή, αλλά μου αρέσει να γράφω. Σπούδασα έτσι, γράφοντας. Γράφοντας, όλα όσα έπρεπε να σπουδάσω ήταν πολύ πιο εύκολο για μένα. Είναι αυτό που έκανε ο δημοσιογράφος πριν έχει την ευκολία του μαγνητοφώνου. Πριν ήταν στυλό και χαρτί. Μου αρέσει να γράφω γιατί μου ταιριάζει περισσότερο. Ελέγχω την κατάσταση πολύ περισσότερο».
Είσαι από τους ανθρώπους που σηκώνονται τα ξημερώματα για να γράψουν πράγματα που έρχονται στο μυαλό;
«Δεν κοιμάμαι πολύ. Αν έπρεπε να κάνω κάτι ή να προετοιμάσω κάτι καλύτερα ή μια προπόνηση που πρόκειται να κάνω ή που είχα κάνει δεν ήταν απολύτως ξεκάθαρο γιατί είδα κάτι που δεν μου άρεσε σε ένα πέρασμα, ένα γύρισμα, σηκώνομαι και διορθώνω. Ή αν είμαι όρθιος, όπως είναι φυσιολογικό, το ξανακάνω και το επαναλαμβάνω μέχρι να είμαι ικανοποιημένος. Ως προπονητής, δεν μπορείς να παρουσιάσεις μια άσκηση ή μια κατάσταση χωρίς να είσαι σίγουρος για το τι πρόκειται να δείξεις και να πεις στον παίκτη. Διότι δεν του προετοιμάζεις μια προπόνηση έτσι απλά. Τον βάζεις να κερδίσεις τον αγώνα. Τον προετοιμάζουμε για να εξηγήσουμε στον παίκτη πώς να κερδίσει. Αυτό είναι το δύσκολο με την προπονητική. Εξηγείς πώς να το κάνεις και στη συνέχεια γίνεται μέσα στο παιχνίδι».
Το ποδόσφαιρο ή η ζωή σου κλέβει περισσότερο ύπνο;
«Απλώς δεν κοιμάμαι. Δεν έχω κοιμηθεί για πολύ καιρό. Πέντε ώρες το βράδυ το πολύ. Νομίζω ότι είναι θέμα γενετικής. Είμαι ακριβώς σαν τη γιαγιά μου και ήταν Κριός σαν εμένα».
Ακόμη θυμούνται ακόμα στο Carabanchel (σ.σ. Μαδρίτη) εκείνες τις πρώτες μέρες που μετρούσες προσωπικά τον αγωνιστικό κάθε αντιπάλου. Είσαι ακόμα τόσο μεθοδικός;
«Κοιτάζω τα γήπεδα, κοιτάζω τα φώτα να δω αν είναι χαμηλά για να μην με ενοχλούν. Πάντα κοιτάζω τα πράγματα. Η κατάσταση του αγωνιστικού χώρου αν έχει βρέξει. Επιδιώκω να δώσω πράγματα στον παίκτη. Τον προειδοποιώ για τομείς του γηπέδου και λεπτομέρειες, γι’ αυτό με ενδιαφέρει τόσο πολύ η προπόνηση. Είναι σπάνιο να συμβεί σε επαγγελματικό επίπεδο, αλλά μπορεί να συμβεί. Γι’ αυτό πέρασα από τα γήπεδα να δω τι θα βρω, γνωρίζοντας ότι ήταν μικρότερων διαστάσεων».
Έχεις βάλει τον ΑΡΗ στη Conference League, τη διοργάνωση που κέρδισε ο Μουρίνιο με τη Ρόμα. Μαζί του είχες ένα άλλο επεισόδιο. Έχεις νοσταλγία με αυτές τις αναμνήσεις του παρελθόντος;
«Τίποτα, ζω το παρόν. Το μόνο που θυμάμαι είναι να παίρνω ένα σωρό πρωταθλήματα ως παίκτης, ένα σωρό σαν προπονητής και χρειάζομαι περισσότερα. Πρέπει να πάρω περισσότερα. Αυτό είναι το μόνο που θυμάμαι. Είναι σαν μια βάση για να πιέσεις τον εαυτό σου και πρέπει να συνεχίσεις. Ζω σκεπτόμενος αυτό. Γι’ αυτό θυμάμαι ότι το πρώτο πρωτάθλημα το πήρα όταν ήμουν επτά χρονών και στα 10 ήμουν πρωταθλητής Αργεντινής. Κάθε τόσο ένα πρωτάθλημα. Κι άλλο, κι άλλο. Αυτό είναι που με συγκινεί. Ζω στο παρόν, το παρελθόν με ωθεί μόνο».
Η αγάπη εξαντλείται και στο ποδόσφαιρο;
«Χωρίς αγάπη δεν μπορείς να ζήσεις. Πάντα πρέπει να αφοσιωθείς σε κάποιον καλύτερο. Το έμαθα από πολύ μικρός».
Υπάρχουν ακόμα πολλοί άνθρωποι που αναρωτιούνται γιατί διαλύθηκε η σχέση σου με τον Σιμεόνε.
«Τίποτα δεν είχε σπάσει. Είναι κάτι που συμβαίνει συχνά. Συμβαίνει συνεχώς. Τώρα που με ξέρεις λίγο περισσότερο, γνωρίζοντας το συναισθηματικό φορτίο που έχω να επιδιώξω τη νίκη, να επιδιώκω, να επιδιώκω, επιδιώκοντας πάντα να κερδίζω, μπορείς να καταλάβεις λίγο περισσότερα. Τώρα ο κόσμος καταλαβαίνει. Είναι τόσο απλό καθώς αυτός ο άνθρωπος είναι εδώ πολύ καιρό και πρέπει να βρει τη θέση του ως προπονητής».
Ήθελες να πετάξεις μόνος σου;
«Φυσικά, όπως θα σου συμβεί στη δουλειά σου. Μια μέρα θα θελήσεις να γίνεις συγγραφέας (Γέλια)».
Ήταν περίεργο που δεν σε είδα στο ντοκιμαντέρ για τον Τσόλο.
«Με κάλεσαν και δεν μπορούσα να το κάνω γιατί έκανα προπόνηση στη Νιούελς όταν έγινε».
Έχεις σχέση με τον Σιμεόνε;
«Όχι, πλέον είμαστε ο καθένας στην ομάδα του και όταν συμβαίνει κάτι σημαντικό, έχω πάντα τη λεπτομέρεια να πλησιάζω».
Η σεζόν της Ατλέτικο;
«Τους τελευταίους μήνες είχα αφοσιωθεί στον ΑΡΗ. Δεν είδα τίποτα. Είναι ένα άλλο πράγμα που έχω, όταν είμαι επικεφαλής μιας ομάδας κοιτάζω μόνο τους αντιπάλους και την ομάδα μου. Δεν μπορώ να δω κάτι άλλο».
Υπάρχουν εκείνοι που πιστεύουν ότι 10 χρόνια με τον Σιμεόνε στον πάγκο είναι πολλά.
«Για μένα ένας προπονητής μπορεί να μείνει τόσα χρόνια. Πιστεύω πολύ στις ενέργειες. Στις ενέργειες των παικτών, στο σύλλογο, στη διατήρηση μιας ιδέας, στη διατήρηση μιας δουλειάς. Μπορεί να γίνει αθόρυβα. Να το βρίσκεις αυτό, και όλες οι ενέργειες να πηγαίνουν προς τον ίδιο στόχο, αυτό είναι το δύσκολο. Μακάρι η ιδέα να συνεχίσει να διατηρείται με τα χρόνια. Από μάνατζερ, προπονητές, παίκτες και κόσμο».
Η Ρεάλ Μαδρίτης έχει χάσει μόνο τρεις από τους τελευταίους 20 τελικούς της. Και οι τρεις κόντρα στην Ατλέτικο και στα τρία ήσουν στον πάγκο.
«Δεν πιστεύω στις συμπτώσεις, αν και αυτός που κερδίζει είναι ομάδα. Σε αυτή την περίπτωση ένα τεχνικό τιμ. Αλλά είναι στο χέρι μου. Όταν ήρθε η σειρά μου, ήξερα ότι θα κερδίσω. Το ήξερα. Μπήκα στο γήπεδο και ήξερα ότι θα νικούσαμε. Δεν ξέρω για αυτή τη δύναμη που σε οδηγεί. Ήξερα ότι θα το έπαιρνα».
Υπάρχουν πολλοί νέοι που δεν ξέρουν ότι απέκρουσες πέναλτι με τη μύτη στο Σαντιάγο Μπερναμπέου. Αυτό πρέπει να πόνεσε.
«Είναι σα να δέχεσαι μπουνιά, αλλά ήταν τρομερή ευτυχία».
Σου έχουν μείνει όνειρα;
«Πολλά. Όσο υπάρχει κάτι στο ποδόσφαιρο για να παλέψω, κάτι για να κατακτήσω, θα με βλέπουν εκεί να παλεύω».