Θλίψη επικρατεί στην Ιταλία για τον 20χρονο Σεΐντ Βισίν, ο οποίος αυτοκτόνησε την Παρασκευή έχοντας πέσει κατ' εξακολούθηση θύμα ρατσισμού. Ο γεννημένος στην Αιθιοπία αλλά υιοθετημένος από ιταλική οικογένεια της Νοτσέρα Ινφεριόρε άφησε ένα γράμμα στο οποίο εξηγεί τους λόγους της πράξης του και έφερε στο φως της δημοσιότητας πτυχές της καθημερινότητάς του που περιγράφουν τις ρατσιστικές συμπεριφορές που βίωνε.
Ο Βισίν, πρώην μέλος των ακαδημιών της Μίλαν και στη συνέχεια της Μπενεβέντο, ο οποίος σταμάτησε για να σπουδάσει και να δουλέψει, ενώ παράλληλα έπαιζε ποδόσφαιρο σάλας στην Ατλέτικο Βιτάλικα της Serie D, εξηγεί στο γράμμα του πώς έχασε μία δουλειά ως σερβιτόρος, επειδή οι πελάτες έφευγαν όταν τους σέρβιρε.
Το γράμμα που άφησε
«Όπου και να πάω, όπου κι αν βρίσκομαι, αισθάνομαι το βάρος των σκεπτικών, προκατειλημμένων, αηδιασμένων και φοβισμένων βλεμμάτων από ανθρώπους. Δεν είμαι μετανάστης. Υιοθετήθηκα όταν ήμουν παιδί και θυμάμαι όλοι με αγαπούσαν. Όπου κι αν πήγαινα, όλοι μου μιλούσαν με χαρά, σεβασμό και περιέργεια. Τώρα, φαίνεται πως όλα αναποδογύρισαν. Κατάφερα να βρω δουλειά απ' την οποία έπρεπε να φύγω επειδή πολλοί άνθρωποι, ειδικά μεγαλύτερης ηλικίας, αρνούνταν εξυπηρέτηση από μένα.
Σαν να μην έφτανε αυτή η δυσκολία, με κατηγορούσαν ότι είμαι υπεύθυνος επειδή αρκετοί νεαροί (και λευκοί) Ιταλοί δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά. Κάτι άλλαξε μέσα μου. Σαν να ντρέπομαι που είμαι μαύρος, σαν να φοβάμαι να με θεωρούν μετανάστη. Σαν να έπρεπε να αποδείξω στον κόσμο που δεν με γνώρισε ότι ήμουν σαν κι αυτόν. Ιταλός και λευκός. Συνήθιζα να κάνω άσχημα αστεία για τους μαύρους, για να τους δείξω (σ.σ. στους λευκούς) ότι είμαι σαν κι αυτούς, αλλά ήταν φόβος.
Φόβος για το μίσος που έβλεπα στα μάτια των ανθρώπων που κοιτάζουν μετανάστες. Δεν θέλω ο κόσμος να με λυπάται, θέλω απλά να θυμίσω στον εαυτό μου ότι οι δυσκολίες και ο πόνος που βιώνω είναι μία σταγόνα στο νερό σε σύγκριση με τον ωκεανό που βιώνουν αυτοί που προτιμούν να πεθάνουν αντί να ζουν στη μιζέρια και στην κόλαση. Αυτοί οι άνθρωποι ρισκάρουν τις ζωές τους, μερικές τις έχουν χάσει ήδη, απλά και μόνο για να γευτούν αυτό που απλά αποκαλούμε ζωή».