Βροχή προσφυγών κατά του νέου ΕΝΦΙΑ καταθέτουν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και στα αρμόδια δικαστήρια χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων, αμφισβητώντας τη συνταγματικότητα του νόμου, και φυσικά τον πολλαπλάσιο φόρο κατοχής ακινήτων που καταλογίστηκε.
Η υπόθεση αφορά ιδιοκτήτες ακινήτων οι οποίοι έλαβαν «καυτά» εκκαθαριστικά ΕΝΦΙΑ, με πολλαπλάσιο φόρο σε σχέση με πέρυσι, επειδή κατείχαν ολόκληρο ή μέρος ακινήτου, αξίας τουλάχιστον 400.00 ευρώ. Η πρόσθετη επιβάρυνση ήταν αποτέλεσμα αφενός του νέου τρόπου υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ, αφετέρου της αύξησης των αντικειμενικών αξιών που ισχύουν από την 1-1-2022.
Ο επιπλέον φόρος υπολογίζεται με κλίμακα συντελεστών από 0,2% έως και 1% και επιβάλλεται στο 100% της συνολικής αξίας του ακινήτου. Στη συνέχεια επιμερίζεται ανάλογα με τα ποσοστά συνιδιοκτησίας εάν υπάρχουν. Σύμφωνα με τον νόμο, εάν ο Χ ιδιοκτήτης κατέχει ένα ακίνητο αξίας 410.000 ευρώ, επιβαρύνεται με τον κανονικό ΕΝΦΙΑ και τον «συμπληρωματικό φόρο».
Αντίθετα, ο Ψ ιδιοκτήτης που κατέχει 5 ακίνητα αλλά, η αξία του καθενός είναι κάτω από 400.000 ευρώ, δεν επιβαρύνεται με τον «συμπληρωματικό φόρο»!. Παράλληλα, εάν φορολογούμενος κατέχει ακίνητη περιουσία συνολικής αξίας άνω των 300.000 ευρώ, αλλά συγχρόνως κατέχει και ένα μικρό ποσοστό επί ακινήτου το οποίο έχει συνολική αντικειμενική αξία άνω των 400.000 ευρώ επιβαρύνεται και με «συμπληρωματικό φόρο», για το «ακριβό» ακίνητο.
Οι διατάξεις αυτές εκτόξευσαν στα ύψη τον ΕΝΦΙΑ του 2022, γεγονός που προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις των φορολογουμένων, οι οποίοι προσέφυγαν αρχικά στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, τονίζοντας την αντισυνταγματικότητα των διατάξεων.
Ωστόσο, η ΔΕΔ δήλωσε αναρμόδια και απέρριψε τις προσφυγές, κάτι που ήταν αναμενόμενο. Οι συγκεκριμένοι φορολογούμενοι προσφεύγουν τώρα στα αρμόδια δικαστήρια, με την προσδοκία να δικαιωθούν.
Σημειώνεται, ότι πριν την προσφυγή στα δικαστήρια για φορολογική υπόθεση, πρέπει υποχρεωτικά να προηγηθεί προσφυγή στη ΔΕΔ.
Τι ζητούν με τις προσφυγές
Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, οι προσφεύγοντες ζητούν να ακυρωθεί το εκκαθαριστικό του ΕΝΦΙΑ και να επανυπολογιστεί ο φόρος, χωρίς τον νέο συμπληρωματικό φόρο που επέβαλε το υπουργείο Οικονομικών. Οι λόγοι που επικαλούνται είναι οι ακόλουθοι:
- Ο νόμος του ΕΝ.Φ.Ι.Α. αντίκειται στο άρθρο 4 §5 του Συντάγματος, αντιβαίνοντας προς τις αρχές της αναλογικής ισότητας συνεισφοράς στα δημόσια βάρη και της δίκαιης φορολόγησης με βάση την πραγματική φοροδοτική ικανότητα των πολιτών ενώ επιπλέον συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση της ιδιοκτησίας κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος.
- Η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας με βάση την καθοριζόμενη με Υπουργική Απόφαση φορολογητέα (αντικειμενική) αξία της περιουσίας και όχι με βάση την πραγματική, αγοραία αξία της, είναι αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 §5 και 78 §1 του Συντάγματος, κατά
- την έννοια των οποίων η φορολογητέα ύλη δεν επιτρέπεται να είναι πλασματική, αλλά πραγματική (ΣτΕ Ολ.29/2014, 4003/2014, 2563/2015).
- Αντισυνταγματική η ενότητα Γ’ που προστέθηκε στις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4223/2013, σύμφωνα με την οποία, περιουσία ίσης αξίας φορολογείται με διαφορετικό τρόπο, γεγονός που αντίκειται στις προαναφερθείσες Συνταγματικές διατάξεις.
- Περαιτέρω, η παραπάνω αυξημένη φορολογική επιβάρυνση επαυξάνεται σημαντικά λόγω του ότι επ’ αυτής επιβάλλεται και συμπληρωματικός φόρος της ενότητας Ε, ο οποίος πολλαπλασιάζει την ούτως ή άλλως αντισυνταγματική επιβάρυνση του φόρου της ενότητας Γ.
- Έλλειψη φοροδοτικής ικανότητας.
Η απόρριψη
Η ΔΕΔ απορρίπτει τις προσφυγές, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων πως:
- Ο νομοθέτης με τη θέσπιση του ΕΝΦΙΑ, απέβλεψε, επιτρεπτώς κατά το άρθρο 78 παρ.1 του Συντάγματος, στη φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ακίνητης περιουσίας, ως φορολογητέας ύλης διαφορετικής από το εισόδημα, δοθέντος ότι, κατά τη συνταγματική αυτή διάταξη, αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνον το εισόδημα, αλλά, αυτοτελώς, και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές (ΣτΕ 1972/2012, ΣτΕ 3343/2013).
- Ως εκ τούτου, η ύπαρξη προσόδου από το ακίνητο δεν αποτελεί προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στον ΕΝ.Φ.Ι.Α. ούτε, άλλωστε, η μη συνεκτίμηση, κατά την επιβολή του επιδίκου φόρου, της υπάρξεως (ή μη) εισοδήματος από το βαρυνόμενο ακίνητο συνιστά, μόνη αυτή,
- παράβαση της συνταγματικής αρχής της ίσης, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητας εκάστου, επιβαρύνσεως.
- Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των διατάξεων του νόμου, ανήκει στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων και δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα των οργάνων της Διοίκησης, τα οποία οφείλουν να εφαρμόζουν το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο.