Το ενδιαφέρον εκατομμυρίων τηλεθεατών σε όλο τον κόσμο έχει προκαλέσει το ντοκιμαντέρ του ESPN «Last Dance» που προβάλλεται μέσω της πλατφόρμας του Netflix και επικεντρώνεται στα κατορθώματα του Μάικλ Τζόρνταν στο ΝΒΑ με τη φανέλα των Σικάγο Μπουλς.
Έξι δημοσιογράφοι του Metrosport.gr μπλογκάρουν για τα συναισθήματα που τους γέννησαν τα πρώτα επεισόδια, εκφράζοντας παράλληλα την άποψή τους για όσα τους άρεσαν και όσα όχι. Εσείς μπορείτε να τα διαβάσετε και παράλληλα να ψηφίσετε στο gallop για ποιον αθλητή από την Ελλάδα θα θέλατε να δείτε κάτι αντίστοιχο.
Γιώργος Καραγιάννης: Η χρονοκάψουλα του Τζόρνταν και των παιδικών μας αναμνήσεων
Το «Last Dance» δεν θα μπορούσε να μην αρέσει στη γενιά μου. Μια γενιά που μεγάλωσε με τον Μάικλ Τζόρνταν ως αφίσα στο δωμάτιο της και τα πρώτα... Air παπούτσια ως το μεγαλύτερο απωθημένο μας. Μέχρι να τα πάρουμε... Τη διαφορά, όμως με όσα αθλητικά ντοκιμαντέρ έχουμε δει, κάνουν οι... προφητικές επιλογές του Τζόρνταν και του οργανισμού του NBA. Βάζοντας τις κάμερες μέσα στα αποδυτήρια στην πιο σημαντική της καριέρας του μεγαλύτερου αστεριού που γέννησε το άθλημα και η... υπομονή να παρουσιάσουν αυτό το υλικό τόσα χρόνια μετά, ανέτρεψαν τους κανόνες. Δεν παρουσίασαν μια συρραφή των χιλιάδων μαγικών στιγμών του μέσα στο παρκέ, έναν ύμνο στον υπεραθλητή αλλά μας έδωσαν τη δυνατότητα να ζήσουμε την ιστορία εκ των έσω. Να δούμε ανθρώπινες αντιδράσεις, λανθασμένες και σωστές, να συγκινηθούμε και να οργιστούμε συνάμα...
Έτσι γεννήθηκε ένα υπέροχο σενάριο με ξεκάθαρο πρωταγωνιστή, υπέροχους δευτεραγωνιστές όπως ο Πίπεν και ο Ρόντμαν, καλούς και κακούς αλλά και υπέροχες λεπτομέρειες. Από το 122ο συμβόλαιο στο NBA βάσει χρημάτων για τον δεύτερο καλύτερο παίκτη του πρωταθλήματος (Πίπεν) μέχρι τις πιο σύγχρονες που λάτρεψαν και έσπευσαν να αποκαλύψουν οι Αμερικάνοι. Όπως το ότι πίνει την τεκίλα Cincoro, παραγωγής του και κόστους 1600 δολάρια το μπουκάλι σε ποτήρι αξίας 400 δολαρίων και πως σήμερα τόσα χρόνια μετά το τέλος της καριέρας του έχει συμβόλαιο 130 εκατομμυρίων δολαρίων ετησίσως με τη Nike (ο Τζέιμς ακολουθεί με... περίπου 32.000.000). Και όπως προστάζουν οι κανόνες του αρχαίου θεάτρου, στο τέλος θα έρθει η λύτρωση. Ένα ακόμα δαχτυλίδι για τον μεγαλύτερων όλων...
Χάρης Δημαράς: Οταν ο Αir γίνεται γήινος και απομυθοποιείται αρέσει πιο πολύ
Παρακολουθώντας το «Last Dance» και βγαίνοντας λίγο μέσα από την «μαγεία» που σε συνεπαίρνει, σκέφτηκα αστραπιαία πως κάποτε περιμέναμε σχεδόν… δύο μέρες για να μάθουμε μέσω των εφημερίδων ποια ομάδα νίκησε στον πρώτο τελικό ή πήρε το δαχτυλίδι του ΝΒΑ. Και τώρα, σχεδόν 30 χρόνια μετά, μπαίνει μέσα στο σπίτι σου σαν... άνεμος και με κάθε λεπτομέρεια η ιστορία που στα παιδικά μας μάτια ήταν ένας μύθος. Ναι, αυτό μου άρεσε τελικά στα τέσσερα επεισόδια του Last Dance, ότι ο μύθος του Μάικλ Τζόρνταν ισχυροποιείται όσο χρειάζεται μέσω των σπουδαίων επιτευγμάτων του, αλλά και παράλληλα αποδυναμώνεται. Ο Air γίνεται και πάλι άνθρωπος, με τις αδυναμίες του, αλλά και την ανάγκη των συμπαικτών του δίπλα του, επιβεβαιώνοντας πως χωρίς Πίπεν, Ρόντμαν αλλά και… Πάξον, δε θα ήταν πρωταθλητής. Ο τελευταίος χορός δε μοιάζει με αγιογραφία, όπως ίσως θα την κάναμε εδώ στην Ελλάδα, αλλά είναι η παρουσίαση των γεγονότων, μια μια δόση ίντριγκας, λίγη ίσως παραπάνω απ’ ότι θα έπρεπε. Γι’ αυτό άλλωστε και δεν άρεσε τόσο στον – διοικητικό -Τόνι Κούκοτς.
Μετά την παρακολούθηση των τεσσάρων πρώτων επεισοδίων έχεις κυρίως εντυπωσιακά πράγματα να καταθέσεις: Η άρτια τεχνική κάλυψη, τα βίντεο που χρησιμοποιούνται από τη δεκαετία του ΄60 μέχρι και το σήμερα, η εκπληκτική αφήγηση, τα flash backs που θυμίζουν κανονικό φιλμ (ναι, τα αγαπώ τα πισωγυρίσματα), το ότι μιλούν όλοι όσοι έπρεπε να μιλήσουν (δύο πρώην πρόεδροι των ΗΠΑ, οι θρύλοι Λάρι Μπερντ, Μάτζικ Τζόνσον, μέχρι και ο γυμναστής που του έκανε προπόνηση για να βάλει μυικό όγκο), η εστίαση στους χαρακτήρες και των υπολοίπων συμπρωταγωνιστών (Πίπεν, Ρόντμαν, Τζάκσον), ακόμη και το ότι ο Τζόρνταν σχολιάζει τι είπαν στο ίδιο το ντικομαντέρ άλλοι γι΄αυτόν! Μέχρι στιγμής αυτό που με έχει εντυπωσιάσει περισσότερο από το στόρι δεν είναι το πόσο δουλευταράς ήταν ο Mike. Αυτό το ξέραμε. Είναι η επιβεβαίωση του ρόλου του προπονητή σε μια ομάδα. Όσο αστέρια κι αν είναι οι παίκτες, ο καθοδηγητής «βούδας» Φιλ βάζει τη σφραγίδα του. Ακόμη κι όταν αυτή είναι απλά να παίξουν μπάσκετ αυτοί οι παικταράδες (αποδεικνύεται πως και το απλό πολλές φορές είναι σύνθετο). Για το ρόλο του μακαρίτη Κράουζε, δεν ξέρω. Αντιπαθής, αλλά όχι και πάντα. Θα περιμένω λίγο ακόμη...
Γιώργος Πετρίδης: Το «Last Dance» μεγαλώνει τον μύθο
Όταν
η κουβέντα φεύγει από τους τίτλους, τα
highlights, τα
στατιστικά, τι άλλο θα μπορούσε όχι απλά
να συντηρήσει αλλά να μεγεθύνει τον
μύθο που έχτισε ο Μάικλ Τζόρνταν όσο
βρισκόταν μέσα στις γραμμές του παρκέ;
Το
«Last Dance»
είναι κάτι σαν μάννα εξ
ουρανού για πολλούς λόγους. Από μόνη
της η επιλογή της περιόδου της προβολής
του από το ESPN σε
μία περίοδο πλήρους αδράνειας, είναι
απόλυτα επιτυχημένη αφού ο κόσμος -όχι
μόνο ο μπασκετικός- αναζητούσε εναγωνίως
για κάτι διαφορετικό, κάτι καινούργιο.
Το ντοκιμαντέρ που κατά βάση εξιστορεί
τον τελευταίο χορό του Μάικλ Τζόρνταν
με τους Μπουλς, την περίοδο 1997-98 δηλαδή,
έχει καταφέρει να δικαιώσει ή και να
ξεπεράσει τις προσδοκίες. Προσπερνώντας
τα τεχνικά-τηλεοπτικά μέρη -πρόκειται
για μία υποδειγματική, από κάθε άποψη,
δουλειά που κάνει όλους όσοι δουλεύουν
σε αυτό το αντικείμενο να... ζηλεύουν με
την καλή ή και με την κακή έννοια- και
με βάση όσα μας προσέφεραν τα πρώτα
τέσσερα επεισόδια, μπορούμε να πούμε
με βεβαιότητα ότι το «Last
Dance» θα κάνει ακόμη πιο
στέρεο και μεγάλο τον μύθο του Τζόρνταν.
Όχι τόσο για εμάς που προλάβαμε τις
«πτήσεις» του, όσο για τις μετέπειτα
γενιές που ακούν, διαβάζουν αλλά μάλλον
δεν μπορούν να αντιληφθούν το μέγεθος
του.
Ο Τζόρνταν πάντως παρουσιάζεται ως ένας μάλλον αμφιλεγόμενος αθλητής, ένας σούπερ σταρ που ήταν τόσο προσηλωμένος στον στόχο του, που ήταν αμείλικτος ακόμη και απέναντι στους συμπαίκτες του. Η σειρά, με βάση τα όσα παρουσίασε ως τώρα, δεν είναι σίγουρα «αγιογραφία» κι αυτό την κάνει βέβαια ενδιαφέρουσα. Το υλικό από το παρασκήνιο της ζωής του και της καθημερινότητας των Μπουλς το κάνει ακόμη πιο «πικάντικο».
ΥΓ. Είναι ίσως λεπτομέρεια, όμως η απεριόριστη πρόσβαση ενός τηλεοπτικού συνεργείου σε όλους τους χώρους από τη διοίκηση των Μπουλς εκείνης της σεζόν προσέφερε και το υλικό που πολλές φορές ξεφεύγει από τα συνηθισμένα των αντίστοιχων ντοκιμαντέρ. Ποιος δεν θα ήθελε να δει κάτι ανάλογο για τον Γκάλη και τον Πρέλεβιτς, τον Διαμαντίδη και τον Σπανούλη; Για τον ευρωπαϊκό και πολύ περισσότερο τον ελληνικό τρόπο προσέγγισης των πραγμάτων, κάτι τέτοιο θα ήταν αφύσικο σε επίπεδο φιλοσοφίας και νοοτροπίας και βέβαια πολύ δαπανηρό -ποιος μπορεί να πληρώνει ένα συνεργείο για έναν χρόνο, γι' αυτήν τη δουλειά;- άρα και αδύνατο να πραγματοποιηθεί.
Βασίλης Βλαχόπουλος: Ποιος να συγκριθεί μαζί σου;
Είναι διαφορετικό να διαβάζεις την ιστορία από το να (σου) την εξιστορούν αυτοί που την έγραψαν. Γι’ αυτό προκαλεί δέος το ντοκιμαντέρ του ESPN το οποίο προφανώς δεν στέκεται αποκλειστικά στον «τελευταίο χορό» των Μπουλς, αλλά αποτυπώνει όλη την ιστορία της τελευταίας αυτοκρατορίας του ΝΒΑ. Στα δύο πρώτα επεισόδια υπήρξε ξεκάθαρη στοχοποίηση του υπεύθυνου της διάλυσης της αυτοκρατορίας. Μάικλ Τζόρνταν και Σκότι Πίπεν, με τις ευλογίες του Φιλ Τζάκσον, βούτηξαν τον μακαρίτη Τζέρι Κράουζ στην κολυμπήθρα και τον βάφτισαν ως τον κακό της όλης ιστορίας.
Ως πράξη στερούταν εντιμότητας, διότι ο άλλοτε τζένεραλ μάνατζερ των Μπουλς έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο το 2017. Ακόμη και οι άριστοι γνώστες της ιστορίας δεν θα μπορούσαν να σταθούν απέναντί στους θρύλους του παγκόσμιου μπάσκετ αναλαμβάνοντας ρόλο αυτόκλητων υπερασπιστών του «κοντού, χοντρού και κομπλεξικού παιδιού», όπως ειπώθηκε στα πρώτα δύο λεπτά του πρώτου επεισοδίου. Ανεξαρτήτως της αστοχίας των δηλώσεών του, της υπερεκτίμησης δυνάμεων αλλά και της αλαζονείας που αναδείκνυαν όλες οι δηλώσεις του στην τελευταία χρονιά της αυτοκρατορίας, ο Κράουζ ήταν ο δημιουργός αυτής της υπερομάδας και το 80% των αποφάσεών του ήταν σωστές. Ωστόσο, ο κόσμος θέλει κουτσομπολιό, είναι τα αλατοπίπερο της καθημερινότητάς του κι αυτό του πρόσφεραν τα πρώτα (περίπου) 110 λεπτά του ντοκιμαντέρ.
Τα δύο επόμενα επεισόδια είχαν δικαιοσύνη γιατί ο καθένας πήρε το μερίδιο που του άξιζε. Επιβεβαιώθηκε ότι οι Σικάγο Μπουλς λειτουργούσαν ως οργανισμός όπου το κοινό συμφέρον ήταν υπεράνω όλων. Τούτο αποτυπώθηκε από την απόλυση του Νταγκ Κόλινς (αγαπημένου προπονητή του Μάικλ Τζόρνταν) το 1989, καθώς ο Air διαφώνησε κι ένιωσε ότι του πήραν την μπάλα από τα χέρια. Κι όμως, εκεί αποτίναξε τον μανδύα του superstar κι άπλωσε στους ώμους του αυτόν του πρωταθλητή. Πιστοποιήθηκε ότι ο πραγματικός technical director της ομάδας ήταν ο Τεξ Ουίντερ και ότι ο Φιλ Τζάκσον ήταν άριστος διαχειριστής χαρακτήρων, προσωπικοτήτων και με τον πληθωρικό χαρακτήρα του κατάφερνε με δύο-τρεις λέξεις να ελέγχει τα μυαλά όλων.
Πιο τρανό παράδειγμα από την περίπτωση του Ρόντμαν δεν υφίσταται. Τρελός από κούνια δεν ήταν, ίσα-ίσα που πιτσιρικάς υπήρξε συνεσταλμένος. Τον έδιωξε η μάνα του από το σπίτι, τον πατέρα του τον είδε για πρώτη φορά το 2012, δύο χρόνια κοιμόταν σε σπιτάκια αυλών των φίλων του και μετά, τα έβαλε με την κοινωνία κι έφτασε στο σημείο να κατευθύνεται από περισσότερο από τον ψυχισμό του και λιγότερο από την επαγγελματική συνείδησή του. Υπήρχαν όμως και κανόνες. Ο Φιλ Τζάκσον υπέγραψε τη 48ώρη άδεια για το Λας Βέγκας, αλλά ο Μάικλ Τζόρνταν την ενέκρινε. Ο Τζόρνταν δεν ήθελε επίσης την τριγωνική επίθεση, αλλά ο οργανισμός του την επέβαλε. Έτσι είναι τα σοβαρά franchise στο ΝΒΑ. Το (λεγόμενο) front office αποφασίζει, επιδεικνύοντας σεβασμό στον αθλητή.
Τα δύο τελευταία επεισόδια έδειξαν γιατί ο MJ ήταν, είναι και θα είναι ο καλύτερος όλων των εποχών. Κάποτε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ είχε πει ότι «επιτυχία είναι να προχωράς από αποτυχία σε αποτυχία και να μη χάνεις τον ενθουσιασμό σου». Όχι μόνο δεν τον έχασε αλλά μετά τον αποκλεισμό από τους Πίστονς το 1990 πέρασε ένα ολόκληρο καλοκαίρι στο γυμναστήριο προς ενίσχυση της μυϊκής μάζας, για να αντέξει στους κραδασμούς και στο ξύλο των Ντιτρόιτ Πίστονς. Τότε το παιχνίδι ήταν… για άνδρες, το ξύλο ήταν αρκετό και πράγματι οι Πίστονς χάλασαν τη μαγιά του τότε κομισάριου Ντέιβιντ Στερν. Ενός μοναδικού ιδεολόγου και πανέξυπνου ανθρώπου ο οποίος προέβλεψε ότι το παιχνίδι θα εστιάσει στα πρόσωπα.
Σωστά τα είπε ο Τζον Σάλεϊ των Πίστονς. Στόχος ήταν τα πρόσωπα. Μάτζικ Τζόνσον, Λάρι Μπερντ και Μάικλ Τζόρνταν. Τα «κακά παιδιά» από το Ντιτρόιτ ήταν σαν τη μύγα στην καλοκαιρινή ραστώνη, χάλασαν τα σχέδια. Μόνο που ο Στερν δεν ήταν επιπόλαιος, ούτε πίεσε καταστάσεις. Άφησε τον χρόνο να κυλήσει και ήξερε ότι ακόμη και από την αποτυχία του καλύτερου, το άθλημα θα έβγαινε ωφελημένο σε επίπεδο δημοτικότητας. Πριν προσγειωθεί ο Τζόρνταν στην «πόλη των ανέμων» οι σταθεροί θεατές των Μπουλς ήταν 6.300. Έναν χρόνο μετά την άφιξη του Τζόρνταν, το 1985, ένας ανεμοστρόβιλος παρέσυρε τους πάντες και το γήπεδο των 18.300 θέσεων ήταν συνεχώς γεμάτο.
Αποτυπώθηκε και το μίσος δύο γειτονικών πόλεων. Η χιλιομετρική απόσταση μεταξύ Σικάγο και Ντιτρόιτ είναι μόλις 450χλμ. Για τους Αμερικάνους, ένα τσιγάρο δρόμος. Τίποτε απ’ όσα ειπώθηκαν για τις σχέσεις των δύο ομάδων αλλά και των προσώπων που ηγούνταν στην εκπροσώπησή τους, δεν είναι ψέμα. Απίστευτο μίσος, φάνηκε εξάλλου στα λόγια αλλά και στην έκφραση του προσώπου του Μάικλ Τζόρνταν. Οι περιβόητοι Jordan Rules αποφασίστηκαν ένα ξημέρωμα από τους ίδιους τους παίκτες των Πίστονς και πιο συγκεκριμένα από τους φυσικούς ηγέτες αυτής της ομάδας. Αυτό λέει ο αστικός μύθος.
Αϊζάια Τόμας και Τζο Ντούμαρς άρπαξαν μια πέτρα, χάραξαν τους κανόνες και στη συνέχεια επικοινώνησαν με τον βοηθό του προπονητή Τσακ Ντέιλι. «Πρέπει να τρέξει αίμα», προφανώς, είπαν κι αυτό έρεε σαν ποτάμι στο παρκέ. Οι Πίστονς κέρδισαν στα λεγόμενα mind games και οι Μπουλς (έως το 1991) έπαιζαν σαν φοβισμένα παιδιά. Όταν κατάλαβαν ότι χρειάζεται δύναμη, επιβεβαίωσαν τον Τσόρτσιλ γιατί ο ενθουσιασμός (όχι μόνο) δεν μειώθηκε, αλλά έγινε εντονότερος. Κι έτσι ήρθε ο πρώτος χορός γιατί ο πραγματικός τελικός για τους Μπουλς δεν ήταν απέναντι στους Λέικερς.
Θα μπορούσαν να ειπωθούν κι άλλες αλήθειες. Για παράδειγμα, ο αποκλεισμός του Αϊζάια Τόμας από την Dream Team ήταν απόφαση (και) του Μάικλ Τζόρνταν. Έχοντας το μαχαίρι στον λαιμό, τα μέλη της επιτροπής της αμερικανικής ομοσπονδίας δεν είχαν άλλη επιλογή. Ήταν θέμα marketing, χορηγών. Απλώς, έψαξαν να βρουν κι άλλους υποστηρικτές και δεν δυσκολεύτηκαν.
Η ιστορία θα συνεχιστεί, προφανώς θα δούμε κι άλλες αποκαλύψεις σαν αυτή του Φιλ Τζάκσον για τον οποίον αφέθηκε να εννοηθεί ότι είχε κάνει χρήση LSD. Είναι γνωστό ότι υπήρξε χίπης, ένας αντιρρησίας συνείδησης με λατρεία στην εκμάθηση άλλων πολιτισμών. Σίγουρα θα παρακολουθήσουμε κι άλλα πλάνα με ασκήσεις γιόγκα. Εδώ είναι το ζουμί. Αυτό που κάνουν, πώς το κάνουν και γιατί το κάνουν. Ο τρόπος επικοινωνίας περιστατικών προ 30ετίας είναι πιο γοητευτικός ακόμη και από το περιεχόμενο. Τηλεοπτικές κάμερες ακολουθούσαν κάθε βήμα της ομάδας την περίοδο 1997-98. Οι αφηγητές της ιστορίας παρείχαν στο ESPN προσωπικές φωτογραφίες και βίντεο για να συμβάλλουν στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Ο φακός κατέγραφε ακόμη και σε στιγμές πλήρους αποτυχίας, την κάθε λεπτομέρεια, την κάθε στιγμή. Μέχρι στιγμής, ο Τζόρνταν έχει εμφανιστεί σε πέντε διαφορετικά σημεία του σπιτιού του, με τουλάχιστον τέσσερα διαφορετικά t-shirts και οι ερωτήσεις που δέχεται είναι «to the point». Κι έτσι το ESPN πουλάει και ξαναπουλάει κι ενδεχομένως θα πουλήσει και πάλι στο μέλλον μια ιστορία για την οποία όλοι έχουμε διαβάζει κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες λέξεων. Ας ρίξουν μια ματιά σύλλογοι και επικοινωνιολόγοι στο χωριό μας.
Καταλήγοντας, όσοι διάβασαν ή παρακολούθησαν την ιστορία, σήμερα νιώθουν ότι διανύουν τη δεύτερη νιότη τους. Οι παράγραφοι της «Chicago Tribune» ή του «ESPN» ή της «USA TODAY» κι άλλων σπουδαίων Media δεν συγκρίνονται με την εικόνα. Ήταν τρομερό αυτό που είπε (θαρρώ) ο Χόρας Γκραντ. Ο ίδιος και οι συμπαίκτες του είδαν για πρώτη φορά τον Μάικλ Τζόρνταν να κλαίει, στα αποδυτήρια του Forum, μετά το 4-2 επί των Λέικερς. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, το βασικό συναίσθημα που έβλεπαν στο πρόσωπό του ήταν θυμός και οργή από τις διαδοχικές μετωπικές συγκρούσεις του με την αποτυχία, γεγονός που ενίσχυσε την αμφισβήτηση. Μπορεί να θυμήθηκε και τις εβδομάδες που δούλεψε ως σερβιτόρος για να πληρώσει τα έξοδα διαμονής σ’ ένα καμπ, την εποχή που ήταν μαθητής του λυκείου. Ποιος ξέρει; Μόνο ο ίδιος. Δεν ξέχασε ποτέ. Το απέδειξε και στην ομιλία του την ημέρα που πέρασε το κατώφλι του Σπίνγκφιλντ, όταν εντάχθηκε στο Hall of Fame. Δεν το περίμενε κανείς, αλλά αυτός θυμήθηκε ένα καψόνι που του έκαναν το 1985, το περιβόητο freeze out.
Το συναίσθημα που βγάζει ο Τζόρνταν στο ντοκιμαντέρ και το αχαλίνωτο πάθος του για την επιτυχία, σε σημείο να γίνει έμμονη ιδέα, αποτελεί το τέλειο παράδειγμα. Κάποτε ο Κόμπι Μπράιαντ είχε πει ότι «δεν ξέρω αν είμαι ο καλύτερος, αλλά κανείς δεν έχει δουλέψει περισσότερο από εμένα». Εκείνη η δήλωση ήταν copy paste καθώς την είχε πει και ο MJ κι αυτό το μήνυμα θα πρέπει να αφομοιώσουν οι αθλητές του αύριο…
Κώστας Πετρωτός: Ενα ντοκιμαντέρ που πρέπει να διδάσκεται παντού
Εφτασα 46 χρονών γάιδαρος που θα 'λεγε και η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, πατέρας ενός αγοριού σχεδόν 11 ετών κι όμως με το που τελειώνω την παρακολούθηση τους ζεύγους επεισοδίων του «Last dance» που μας προσφέρονται εβδομαδιαίως, αρχίζω να μετρώ αντίστροφα, να ανυπομονώ, για το πότε θα έρθει η επόμενη δυάδα.
Οι ήρωες των νεανικών μου χρόνων ζωντανεύουν ξανά μπροστά μου με ένα μαεστρικό τρόπο που δεν μου γεννά απλώς συναισθήματα. Μου επιβεβαιώνει απαντήσεις σε πολλά «γιατί» που πάντα υποπτευόμουν ότι αυτές ήταν και τώρα τις βλέπω να ξετυλίγονται μπροστά μου.
Ο ηγέτης Τζόρνταν, ο τέλειος υπαρχηγός Πίπεν, ο τρελάρας Ρόντμαν και ένας προπονητής, ο Φιλ Τζάκσον, άριστος γνώστης της ψυχολογίας και της διαχείρισης προσωπικοτήτων, που ήξερε να πατά τα σωστά κουμπιά για να ενεργοποιεί το καλύτερο κομμάτι τους. Αφήνω τα σχόλια για τον Τζέρι Κράουζ και τον ιδιοκτήτη των Μπουλς στους εξειδικευμένους ρεπόρτερ μπάσκετ και εστιάζω σε κάποια ακόμη στοιχεία που καθιστούν τον αμερικανικό επαγγελματικό αθλητισμό και ειδικά το ΝΒΑ το ιδανικό μοντέλο που όλοι οφείλουν να ακολουθήσουν.
Παρατηρήστε μόνο πόσο εύστοχες και γεμάτες ουσία είναι οι ερωτήσεις των δημοσιογράφων, δείτε πόσο ακομπλεξάριστα μιλούν οι πρωταγωνιστές για όσα τους άρεσαν αλλά και όσα τους ενόχλησαν, ρουφήξτε το ψυχογράφημα που υπάρχει πίσω από κάθε μύθο. Για μένα, η αναφορά στα παιδικά βιώματα του Τζόρνταν, του Πίπεν, του Ρόντμαν και του Φιλ Τζάκσον μου γεννούν την ανάγκη να «υποκλιθώ» στους δημιουργούς του ντοκιμαντέρ. Αλήθεια, μία παρόμοια παραγωγή γύρω από τον Νίκο Γκάλη και όλους όσοι συμπρωταγωνίστησαν εκείνη την εποχή μαζί του δεν θα ήταν απλά καθηλωτική;
Γιώργος Στράντζαλης: Χόρεψα μαζί με τον Μάικλ
Η
αλήθεια είναι ότι δεν ήμουν από εκείνους
που αδημονούσαν για το πρωινό της
περασμένης Δευτέρας (20/4),
οπότε η πλατφόρμα του Νέτφλιξ “ανέβασε”
τα πρώτα δύο επεισόδια (από τα 10 στο
σύνολο) της πολυαναμενόμενης
σειράς-ντοκιμαντέρ για
τον
Μάικλ Τζόρνταν. Η σελίδα μου στο instagram
εκείνο το πρωινό θυμάμαι γέμισε με
stories φίλων και ακολούθων, οι οποίοι
παρακολουθούσαν εκστασιασμένοι το εν
λόγω ντοκιμαντέρ. Προσωπικά δεν πήγα
με τη μάζα. Όχι από άποψη προφανώς, αλλά
γιατί είμαι από εκείνους που περιμένουν
να βγει ολοκληρωμένη μία σεζόν για να
την παρακολουθήσω δίχως την προσμονή
πότε θα έρθει η μέρα του επόμενου
επεισοδίου.
Μόλις όμως διάβασα το e-mail τού εκ των αρχισυντακτών του metrosport.gr, του Χάρη Δημαρά, ο οποίος προέτρεψε τους συναδέλφους να γράψουμε λίγα λόγια για το “The Last Dance”, δεν σας κρύβω ότι το εξέλαβα και σαν κίνητρο να δω έστω τα πρώτα δύο επεισόδια προκειμένου να σχηματίσω μια άποψη. Οχι για το ποιος ήταν ο Μάικλ Τζόρνταν φυσικά. Ιεροσυλία να συμβεί κάτι τέτοιο, πόσω μάλλον από ένα ποσοδφαιρόφιλο! Αλλά για το πως φάνηκε στα μάτια μου το πρωτοποριακό αυτό ντοκιμαντέρ της δημοφιλέστερης παγκοσμίως διαδικτυακής πλατφόρμας τηλεοπτικών ταινιών.
Πράγματι
άξιζε και με το παραπάνω το δίωρο και
αισθάνθηκα πιστεύω όπως οι περισσότεροι
παρακολουθώντας ξανά, μετά από χρόνια,
τον Μάικλ Τζόρνταν! Πολλές φορές έπιασα
τον εαυτό μου να μονολογεί “Ω Θεέ μου,
τι έκανε ο τύπος;”, σαν να τον έβλεπα
να… ύπταται για πρώτη φορά στη ζωή μου.
Μέσα
από το “The
Last Dance” αντιλαμβάνεται
κανείς με τον πλέον χαρακτηριστικό
τρόπο το πώς χτίστηκε αυτή η δυναστεία
των Σικάγο Μπουλς. Μίας ομάδας που πριν
την ηγηθεί ο Τζόρνταν ήταν ανυπόληπτη
και δεν είχε να επιδείξει κάτι στον
μαγικό κόσμο του NBA.
Η
άφιξη του σούπερ «rookie» στο Πανεπιστήμιο
της Βόρειας Καρολίνας έμελλε να αλλάξει
μια για πάντα το ρου της ιστορίας του
συλλόγου και των απανταχού φιλάθλων
του αθλητισμού (όχι μόνο του μπάσκετ)
καθοδηγώντας τον στην απόλυτη παντοδυναμία.
Συγχρόνως,
από τα πρώτα δύο επεισόδια αντιλαμβάνεσαι
την αδιαπραγμάτευτη νοοτροπία νικητή
με κάθε κόστος που χαρακτήριζε πάντα
τον Τζόρνταν. Τα δείγματα αυτής της
αντίληψης είναι φανερά. Από τον πρώτο
του τραυματισμό, ο οποίος θα μπορούσε
να του κοστίσει την καριέρα, και την
επιμονή που έδειξε να αγωνιστεί άμεσα
παρά τη δυσοίωνη πρόβλεψη των γιατρών.
Μέχρι το κίνητρο που του έδωσε ένας
χαμένος αγώνας γκολφ (!) την προηγούμενη
του δεύτερου αγώνα με τους πανίσχυρους
τότε Celtics.
Έχασε
στο γκολφ από τον γκαρντ των Κελτών
Danny
Ainge και
την επομένη πήγε στο γήπεδο και έβαλε
63 πόντους. Ηταν ουσιαστικά το παιχνίδι
(1986) το οποίο τον μετέτρεψε σε
θρύλο. “Αυτός δεν ήταν ο Μάικλ Τζόρνταν,
ήταν ο Θεός μεταμφιεσμένος σε Μάικλ
Τζόρνταν”, ατάκα του αντιπάλου του Λάρι
Μπερντ. Επιπλέον, βλέποντας τα πρώτα
δύο επεισόδια δεν μπορείς να παραβλέψεις
τον όρο “ομαδικότητα” και την επίδραση
του ομαδικού πνεύματος στο σύνολο.
Διότι, μπορεί ο Τζόρνταν να έκανε τα
πάντα στο γήπεδο, αλλά πάντοτε -ακόμα
κι αυτός - χρειαζόταν καλούς συμπαίκτες.
“Αν δεν ήταν ο Σκότι (σσ Πίπεν) δεν θα
είχα καταφέρει τίποτα” λέει με νόημα
για τον καλύτερο συμπαίκτη που είχε
στην καριέρα του.
Παρακολουθώντας
το “The
Last Dance” είμαι
σίγουρος ότι θα “χορέψεις” και εσύ.
Είναι ένα συναρπαστικό από κάθε
ντοκιμαντέρ, με παρασκήνιο, αποκαλύψεις
από μεγάλες προσωπικότητες, το οποίο
ακολουθεί από κοντά τις τελευταίες
μέρες της αυτοκρατορίας των Μπουλς,
συνθέτοντας παράλληλα ένα πορτρέτο του
φαινομένου Μάικλ Τζόρνταν, που με τη
μοναδική αθλητική του ευφυΐα και
ανταγωνιστικότητα κατάφερε να ακόμα
και σήμερα να καθηλώσει εκατομμύρια
κόσμου να παρακολουθεί την ιστορία του.
Από το ξεκίνημά του, μέχρι το τέλος του.
Αυτά. Πρέπει να πάω να δω τα επόμενα δύο επεισόδια….