Συνέντευξη: Άρτεμις Πιτσούλη - Χρυσή Γρηγοριάδου
Η πρώτη σκέψη ήταν να γίνει ένα αφιέρωμα στον θρυλικό «Μεγαλέξανδρο» του ΠΑΟΚ με αφορμή τα γενέθλια του, όμως κατέληξαμε σε μία απολαυστική συνέντευξη. Ο Γιώργος Κούδας με μεγάλη προθυμία ανέλυσε τη στάση ζωής του εντός και εκτός γηπέδου και δεν μας έκρυψε τις ξεχωριστές στιγμές που έζησε όλα αυτά τα χρόνια στον χώρο που μεγαλούργησε.
Μίλησε ακόμη για τα αγαπημένα του ποδοσφαιρικά πρόσωπα που γνώρισε και διατηρεί μέχρι και σήμερα στενές σχέσεις αλλά και τα πρότυπα του, μας είπε για το πως αισθάνεται ο ίδιος για τα ρεκόρ που με τον καιρό αλλάζουν, όπως και για τις διαφορές του ποδοσφαίρου του τότε και του σήμερα.
-Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να κάνετε στην καριέρα σας αλλά εν τέλει δεν το κάνατε;
«Από όσο θυμάμαι, δεν άφησα κάτι ανεκπλήρωτο. Έκανα όσα ήθελα, τόσο επαγγελματικά όσο και προσωπικά».
-Αν είχατε μπροστά σας τον 20χρονο Γιώργο Κούδα, τι θα τον συμβουλεύατε;
«Δεν θα του έδινα κάποια συμβουλή, όμως όλο αυτό που κατάφερα από 12 χρονών έως και σήμερα στα 77 μου, πηγαίνοντας στον ΠΑΟΚ ήταν να αποκτήσω τη δεύτερη μου οικογένεια. Ολοκλήρωσα σαν αθλητής τους στόχους μου, γιατί κάποιος μπορεί να πει «Έλα μωρέ ο Κούδας μόνο ποδόσφαιρο έπαιζε, σιγά». Δεν είναι έτσι μέσα από όλο αυτό έμαθα να είμαι άνθρωπος και αυτό που έκανα ήταν σαν μια συμβουλή».
Το σπασμένο ρεκόρ από τον Τζίμα και οι επόμενοι “Κούδες”
-Ποιες ήταν οι σκέψεις σας όταν ο Στέφανος Τζίμας έσπασε το ρεκόρ που είχατε ως ο νεότερος σκόρερ του ΠΑΟΚ;
«Ποτέ δεν είχα τέτοια κόμπλεξ, χαίρομαι! Επίσης σκέφτομαι το πόσο έχει αλλάξει το ποδόσφαιρο. Τώρα διάβαζα πως έχω 504 συμμετοχές και 133 γκολ στο πρωτάθλημα, ενώ Σαράφης σημείωσε 136 γκολ. Για κάθε ρεκόρ που σπάει εγώ χαίρομαι και θα είμαι ευτυχής για κάθε παιδί που θα φτάσει ακόμα και πιο ψηλά από εμένα… Το λέω με πολλή αγάπη όλο αυτό!».
-Κατά διαστήματα έχουν δώσει σε πολλούς νεαρούς παίκτες το προσωνύμιο «Ο νέος Κούδας», υπάρχει κάποιος με τον οποίο ταυτίζεστε;
«Δεν υπάρχει “καλούπι” ούτε Πελέ, ούτε Μαραντόνα, ούτε Κρόιφ ούτε Μέσι. Τα “καλούπια” σπάνε, δεν ξέρω γιατί τα έκανε έτσι ο Θεός, αλλά τα “καλούπια” σπάνε. Όμως στο σύγχρονο ποδόσφαιρο ακόμη και ένα ταλέντο, εάν δεν ακολουθήσει αυτά που του λένε οι προπονητές του και το staff και δεν τα φιλτράρει για να τα βγάλει στο γήπεδο, δεν θα τα καταφέρει.
Πολλά ταλέντα υπάρχουν, σκοπός είναι να μπορέσεις να το εκμεταλλευτείς ειδικά στην ηλικία των 20 ετών και μετά ώστε να ανεβάσεις το επίπεδο σου. Διότι δεν είμαι γιατρός αλλά ακούω, διαβάζω πως τα αγόρια ωριμάζουν από 20 χρονών μέχρι 25. Kατά την γνώμη μου σε αυτό το διάστημα θα πρέπει να εστιάσει σε αυτό που θέλει να κάνει είτε αθλητικά είτε στην ζωή του γενικά».
-Θεωρείτε πως το να παρομοιάζουν νεαρούς παίκτες με εσάς, τους δίνει ένα έξτρα βάρος;
«Όχι, δεν θεωρώ πως τους δίνει κάποιο βάρος. Εγώ όταν έβλεπα κάποιες κινήσεις του Πελέ για παράδειγμα και προσπαθούσα να τις κάνω και εγώ, δεν προσπαθούσα να τον μιμηθώ αλλά να βελτιωθώ για εμένα όχι για να με παρομοιάσουν με εκείνον».
Το ίνδαλμα, ο “φόβος” για το βήμα στο εξωτερικό και το… άχτι!
-Ποιον ποδοσφαιριστή είχε ως ίνδαλμα ο νεαρός Γιώργος Κούδας;
«Υπήρχαν πολλοί μεγάλοι ξένοι ποδοσφαιριστές που θαύμαζα εκείνη την εποχή. Εμένα ως Γιώργο με εντυπωσίαζαν σαν παίκτες εντός γηπέδου αλλά και σαν άνθρωποι εκτός γηπέδου. Εκείνα τα χρόνια είχα πρότυπο τον Πελέ και δεν τον σύγκρινα με κανέναν, έλεγα «Πρώτος ο Πελέ και μετά όλοι οι άλλοι». Υπήρχαν δύο στοιχεία τα οποία με έκαναν να τον αγαπώ και να τον σέβομαι. Το 1958 , όταν ήμουν 12 χρονών και υπέγραψα στον ΠΑΟΚ, ο Πελέ στα 17-18 του πήρε το Παγκόσμιο κύπελλο στην Σουηδία και τότε έγινε πρότυπο μου. Δεν ήταν μόνο σαν αθλητής έτσι όπως ήταν αλλά και σαν άνθρωπος, γιατί τα παρακολουθούσα αυτά. Όταν έβλεπα κάποιον που ήταν ναι μεν φίρμα αλλά δεν ήταν καλός άνθρωπος τον έκανα delete που λέτε και εσείς σήμερα».
-Είχατε σκεφτεί ποτέ να κάνετε το βήμα να πάτε να παίξετε στο εξωτερικό; Αν ναι γιατί δεν το κάνατε;
«Είχα έναν “φόβο” από αυτά τα οποία έβλεπα στο τότε ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, γιατί εδώ υπήρχαν άλλες συνθήκες. Όχι ότι τρόμαζα πως θα χαθεί το ταλέντο μου σε άλλη ομάδα ή κάτι τέτοιο. Επιτρέψτε μου να πως κάτι που ίσως φανεί λίγο υπερβολικό αλλά… Αγαπούσα τον ΠΑΟΚ, από 12 χρονών παιδί ήμουν στην δεύτερη μου οικογένεια, έτσι νιώθω για αυτόν τον σύλλογο. Νιώθω πολύ ευτυχισμένος για το γεγονός πως έχω γνωρίσει τόσους ανθρώπους. Είχα την πρώτη μου οικογένεια αλλά και είχα δεύτερους πατεράδες που πάντα άκουγα τι μου έλεγαν και το επεξεργαζόμουν και μπορούσα να κάνω αυτά που ήθελαν όλοι από εμένα».
-Υπάρχει κάποια φάση η οποία δεν μετουσιώθηκε σε γκολ και σας έχει μείνει άχτι;
«Ναι, Ναι! Στο δεύτερο κύπελλο στη Νέα Φιλαδέλφεια το 1974, που κερδίσαμε στα πέναλτι, εγώ δεν ήμουν σε καλή ψυχολογική κατάσταση. Ο Μιχάλης Μπέλλης ήταν βοηθός του Σάνον και όριζε την σειρά με την οποία θα εκτελέσουμε τα πέναλτι, έβαλε τρίτο στην σειρά εμένα. Γυρίζω και του λέω «Κυρ Μιχάλη αν είναι δυνατόν να το χτυπήσει κάποιος άλλος», αμέσως μου απάντησε με έντονο ύφος «Όχι! Αν δεν χτυπήσεις εσύ, ποιος θα χτυπήσει;», ε το εκτέλεσα και το έχασα. Σκεφτόμουν πως πηγαίναμε να πάρουμε έναν δεύτερο τίτλο και θα ήμουν εγώ υπεύθυνος ενώ στο πρώτο είχα βάλει δύο γκολ, «φαντάσου να χάσουμε το κύπελλο από τη δική μου αστοχία», έλεγα στον εαυτό μου».
Ο αγαπημένος προπονητής, ο συμπαίκτης με την μεγαλύτερη χημεία και το πιο εντυπωσιακό γήπεδο
-Στο επιτυχημένο πέρασμα σας από το ποδόσφαιρο είχατε συνεργαστεί με πολλούς προπονητές, ποιος ήταν ο αγαπημένος σας;
«Όλους τους αγαπούσα και όλους τους σεβόμουν. Ήμουν το παιδί και ο αθλητής που είχα το προσόν να επεξεργάζομαι όσα μου έλεγε και ήθελε ο εκάστοτε προπονητής και να κάνω αυτά που ταίριαζαν σε εμένα.
Όμως θέλω να πω πως ορισμένους τους αγαπούσα και τους εκτιμούσα περισσότερο γιατί αυτά που μου έλεγαν ήταν αυτά που δεν είχα και έπρεπε να βελτιώσω. Δυστυχώς στην Ελλάδα μετά από μία-δύο εβδομάδες ή μετά από έναν μήνα τους διώχνουμε. Ένας τέτοιος προπονητής ήταν ο Ιβάν Χόρβατ που ήρθε το 1969. Αυτός με έκανε δεκάρι, έπαιζα και το 67’-69’ αλλά αυτός με έβαλε σε αυτή τη θέση. Ήταν μεγάλος προπονητής, έστησε όλη αυτή την ομάδα, υπήρξαν πολλές ανακατατάξεις, ο Χρήστος Τερζανίδης έπαιζε δεξιά και τον έβαλε στα χαφ, ο Παύλος Παπαδόπουλος έπαιζε φορ και τον έκανε στόπερ και έφτιαξε μία ομάδα. Παίζαμε φανταστικό ποδόσφαιρο αλλά χάναμε και τον έδιωξαν σε τρεις μήνες. Μετά ήρθε ο Λες Σάνον με όλα τα προσόντα που είχε από το αγγλικό ποδόσφαιρο αλλά και ως προπονητής και πήρε τους καρπούς της ομάδας του Ιβάν Χόρβατ και τους αναβάθμισε, έτσι δημιουργήθηκε η μεγάλη ομάδα του 1970».
-Με ποιον συμπαίκτη σας είχατε περισσότερη χημεία εντός και εκτός γηπέδων;
«Υπήρχαν στιγμές που πέραν των προπονήσεων και οτιδήποτε άλλο που κάναμε, για παράδειγμα από εκείνα τα χρόνια πηγαίναμε στο ξενοδοχείο από το Σάββατο και λόγω των οικονομικών τότε μέναμε ακόμα και τρεις-τρεις στα δωμάτια.
Από τους πρώτους που δέθηκα ήταν ο Κούλης Αποστολίδης, είχαμε ξεκινήσει μαζί, αλλά και με τον Χαραλαμπίδη, αλλάζαμε κάθε φορά τα άτομα στα τρίκλινα δωμάτια. Αλλά κολλητοί ήμασταν με τον Κούλη Αποστολίδη, είμαστε σχεδόν συνομήλικοι, είναι μεγαλύτερος και τον σέβομαι βέβαια, αυτός γεννήθηκε μέσα στον Μάρτιο και εγώ Νοέμβριο».
-Ποιο από όλα τα γήπεδα που είχατε επισκεφτεί ήταν το πιο εντυπωσιακό;
«Έχω πάει σε γήπεδα σχεδόν σε όλο τον κόσμο, για παράδειγμα έχω παίξει ακόμα και στο Μαρακανά. Αλλά αυτό που μου έκανε πιο πολύ εντύπωση ήταν το Καμπ Νου στο δεύτερο παιχνίδι με την Μπαρτσελόνα. Μπήκαμε μέσα στο γήπεδο για να δούμε πως είναι ο αγωνιστικός χώρος, πως είναι η κερκίδες και είχε ελάχιστους φιλάθλους και μου έκανε τρομερή εντύπωση. Σκέφτηκα «Καλά Μπαρτσελόνα και δεν έχει κόσμο; Πρέπει να γεμίσει το γήπεδο», μετά πήγαμε μέσα στα αποδυτήρια για να αλλάξουμε και να ξεκινήσουμε το ζέσταμα. Όταν μπήκαμε ξανά στο γήπεδο ήταν λίγος περισσότερος κόσμος, μέχρι να ξεκινήσει ο αγώνας είχε γεμίσει το στάδιο με 80.000 κόσμου και σκεφτόμουν «Πως μπήκανε; Πότε μπήκανε και από πού; Σε εμάς για να μπεις στο γήπεδο…». Μου έκανε φοβερή εντύπωση, είναι ένα από τα πράγματα που μου έχουν μείνει».
Οι πιο ζόρικοι τερματοφύλακες
-Ποιος τερματοφύλακας ήταν ο πιο μεγάλος προσωπικός σας αντίπαλος;
«Είναι πολλοί… Εκείνη την εποχή μεγάλος τερματοφύλακας ήταν ο Τάκης Οικονομόπουλος, ο Βασίλης Κωνσταντίνου μετά στον Παναθηναϊκό, ήταν ο Παναγιώτης Κελεσίδης που πήγε από τις Σέρρες στον Ολυμπιακό. Ο Νίκος Χριστίδης του Άρη μπορεί να μην ήταν ψηλός, ήταν όμως μεγάλος τερματοφύλακας και πήρε μετά μεταγραφή στην ΑΕΚ. Υπήρχαν πολλά ταλέντα τότε, μερικοί έπαιξαν και σταμάτησαν μετά. Μπορεί να μην ήταν αντίπαλος αλλά και ο Μλάντεν Φορτούλα του ΠΑΟΚ ήταν εξαιρετικός τερματοφύλακας».
Το κεφάλαιο Ιβάν Σαββίδης
-Αν έπρεπε να περιγράψετε τον Ιβάν Σαββίδη σε κάποιον που δεν γνωρίζει τα τεκταινόμενα με το ποδόσφαιρο και τον ΠΑΟΚ, τι θα του λέγατε;
«Το 2012 που ο ΠΑΟΚ κινδύνευε να φτάσει ακόμη και στην Β εθνική, ένιωθα πληγωμένος και σκεφτόμουν, δεν θα έρθει κάποιος να σώσει αυτή την ομάδα; Και ήρθε ο Ιβάν Σαββίδης. Το 2015 χτύπησε το τηλέφωνό μου και ήθελε να με συναντήσει, η ερώτηση που μου έκανε ήταν γιατί δεν είμαι στον ΠΑΟΚ. Του εξήγησα πως από 12 ετών εκεί είμαι, στην δεύτερη μου οικογένεια. Ήθελε να με κάνει διοικητικό σύμβουλο και του είπα πως δεν έχω καμία σχέση με τα οικονομικά και δεν θέλησα. Έτσι από τότε μέχρι το 2019 πριν τον κορονοϊό βρισκόμασταν αρκετά συχνά και ζητούσε την γνώμη μου σε κάποια πράγματα. Είμαι πολύ χαρούμενος που υπάρχουν άνθρωποι σαν κι αυτόν που ανεβάζουν την δεύτερη μου οικογένεια τον ΠΑΟΚ».
Το ποδόσφαιρο του τότε και του σήμερα…
-Ποιους ποδοσφαιριστές θα επιλέγατε για την κορυφαία εντεκάδα όλων των εποχών για τον Δικέφαλο;
«Δεν μπορείς να διαλέξεις και εξαιτίας της διαφοράς των εποχών είναι άδικο. Το χειρότερο γήπεδο της σημερινής εποχής να συγκρίνεις με αυτά που αγωνιζόμασταν εμείς πάλι καλύτερο θα είναι. Λόγω των χωμάτινων γηπέδων πολλοί παίκτες, χαιρέτησαν νωρίς τον αθλητισμό γιατί τραυματιζόντουσαν. Άρα δεν μπορώ να τους βάλω σε ένα “τσουβάλι” όλους και να κάνω έστω και υποθετικά μια εντεκάδα».
-Στο OPAP Arena στους τέσσερις πυλώνες του γηπέδου υπάρχουν 4 ιστορικοί παίκτες της ΑΕΚ, αν στη Νέα Τούμπα γινόταν κάτι αντίστοιχο, ποιους ποδοσφαιριστές του ΠΑΟΚ θα βάζατε;
«Δεν μπορώ να το εκτιμήσω εγώ αυτό γιατί δεν θέλω να είμαι άδικος. Υπήρχαν παίκτες που μόλις τελείωσε ο πόλεμος, γύρισαν από αυτόν και έπαιζαν μπάλα κατευθείαν. Αυτοί γράψαν ιστορία, πραγματική, όχι μόνο ποδοσφαιρικά».
-Αν παίζατε σήμερα ποδόσφαιρο, πόσο θα κοστολογούσατε τον εαυτό σας; Τι συμβόλαιο θα ζητούσατε από μία ομάδα;
«Αρχικά την αξιολόγηση δεν την κάνεις εσύ, την κάνουν οι managers. Δεν ξέρω εάν μπορώ να απαντήσω αυτήν την ερώτηση γιατί αγωνιζόμουν μια άλλη εποχή, διαφορετική, πιο δύσκολη. Δεν αγάπησα ποτέ το χρήμα με την σημερινή έννοια, δηλαδή όσο ανέβαινε ο μισθός μου, δεν άλλαξε κάτι, το μόνο που κοιτούσα ήταν το να περνάω καλά, ξόδευα, δεν λογάριαζα τα χρήματα.
Αυτό που λέω σήμερα, ειδικά σήμερα που τα τηλέφωνα χτυπάνε από το πρωί (λόγω γενεθλίων) είναι πως η μεγαλύτερη αποταμίευση στην ζωή μου είναι η αγάπη αυτού του κόσμου, που με αγαπάνε και με σέβονται. Όχι μόνο σαν αθλητή αλλά και σαν άνθρωπο».
Η ιστορική φωτογραφία με τον Καψάλη, ο Νουρέγιεφ και το μικρό πέρασμα από τους πάγκους
-Όσο ήσασταν εν ενεργεία είχατε πολύ ωραίες και εμβληματικές φωτογραφίες, ποια είναι η αγαπημένη σας και γιατί;
«Κάποιες φωτογραφίες από το πρώτο κύπελλο το 1972, που το σηκώνουμε ψηλά. Φυσικά είναι αυτή η πολύ γνωστή που με τραβάει ο Καψής από το σορτσάκι, υπάρχει και η συνέχεια όμως, δεύτερη φωτογραφία της ίδιας φάσης όπου έρχεται με σηκώνει και μου λέει «προτίμησα την υποτίμηση παρά να σου δώσω μια να σε στείλω στα κάγκελα».
Άλλη μια αγαπημένη φωτογραφία είναι αυτή εκείνη που τότε οι παράγοντες, Γιώργος Παντελάκης και Βασίλης Σεργιαννίδης, που το έχω παράπονο συζητώντας το και με άλλους συμπαίκτες μου. Απαγόρευσαν σε αυτούς που έπαιρναν τα στιγμιότυπα τότε, να καταγράψουν τον αγώνα, ακόμη και την ΕΡΤ. Όμως όταν κάπου το εξηγούσα αυτό και ο Βασίλης Ραφτόπουλος το άκουσε, μου είπε εγώ έχω φωτογραφία που βάζεις εκείνο το γκολ στις Σέρρες, οπότε και αυτή είναι μια από τις αγαπημένες μου».
-Αν δεν ήσασταν ποδοσφαιριστής με τι πιστεύατε πως θα ασχολούσασταν επαγγελματικά;
«Δεν ξέρω γιατί εκείνα τα χρόνια, δες πως γίνεται καμία φορά… Όταν ήρθε η τηλεόραση παρακολουθούσα την επικαιρότητα και θαύμαζα τον Νουρέγιεφ (χορευτής μπαλέτου). Μου άρεσαν τα άλματα που έκανε, έλεγα «Μακάρι να μπορούσα να γίνω σαν και αυτόν»».
-Είχατε ένα μικρό πέρασμα από την προπονητική, γιατί δεν το συνεχίσατε;
«Δεν μπορούσα να γίνω προπονητής, έκανα μια προσπάθεια να γίνω team manager σε δύο ομάδες, όμως δεν συμφωνούσα με την λογική των προπονητών. Το 86’ έκανα μια ακαδημία όπου δίδασκα τα παιδιά αυτά που έζησα εγώ. Προπονητής δεν ήθελα ποτέ να γίνω. Επίσης όλο αυτό που γίνεται με τα συμβόλαια των τεχνικών, που πηγαίνουν από την μια ομάδα στην άλλη με απωθεί δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Στην ζωή μου έχω μάθει να κάνω ότι αγαπώ και η προπονητική δεν ήταν ένα από αυτά».
Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news
Μπείτε στην παρέα μας στο instagram
Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του metrosport.gr και του Metropolis 95.5 στο youtube