Koρυφαίοι επιδημιολόγοι ζητούν τον τερματισμό των πολιτικών του lockdown, συγκεντρώνοντας υπογραφές, μέσω της "Great Barrington Declaration".
Τονίζουν ότι οι πολιτικές του lockdown «προκάλεσαν ανεπανόρθωτη ζημιά», με καταστροφικές επιπτώσεις στη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη δημόσια υγεία και προτείνουν μια νέα προσέγγιση, με την ονομασία «Εστιασμένη Προστασία» (Focused Protection).
Συγκεκριμένα, τρεις κορυφαίοι επιδημιολόγοι, που διδάσκουν σε μερικά από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, αντιπροτείνουν μια στρατηγική αντιμετώπισης της πανδημίας, που βασίζεται στην προστασία των πλέον ευάλωτων.
Ποιοι την υπογράφουν
Η Ινδή Sunetra Gupta είναι Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, επιδημιολόγος, ειδικευμένη στην ανοσία, την ανάπτυξη εμβολίων, την ανάπτυξη μαθηματικών μοντέλων προσομοίωσης λοιμωδών νόσων και συγγραφέας.
Ο Σουηδός Martin Kulldorff είναι Καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, βιοστατιστικός και επιδημιολόγος, ειδικευμένος στον εντοπισμό και την παρακολούθηση επιδημιών λοιμωδών νόσων, καθώς και στην αξιολόγηση της ασφάλειας των εμβολίων.
Και ο Ινδός Jay Bhattacharya είναι καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στανφορντ, γιατρός, επιδημιολόγος, οικονομολόγος Υγείας και ειδικός στην ανάπτυξη στρατηγικών για την προστασία της δημόσιας Υγείας, κυρίως όσον αφορά τις λοιμώδεις νόσους και τους ευάλωτους πληθυσμούς.
«Κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου»
«Ως επιδημιολόγοι μεταδοτικών ασθενειών και επιστήμονες της δημόσιας υγείας εκφράζουμε τις σοβαρές μας ανησυχίες, σχετικά με τις καταστροφικές επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική υγεία από τις επικρατούσες πολιτικές, για την αντιμετώπιση της COVID-19 και προτείνουμε μια προσέγγιση που αποκαλούμε «Εστιασμένη Προστασία» (Focused Protection)», αναφέρουν στην Διακήρυξη.
Οι επιστήμονες τονίζουν ότι «οι τρέχουσες πολιτικές lockdown προκαλούν καταστροφικές επιπτώσεις στη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη δημόσια υγεία».
«Τα αποτελέσματα - για να αναφέρουμε μερικά μόνο - περιλαμβάνουν χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού στην παιδική ηλικία, λιγότερους διαγνωστικούς ελέγχους για καρκίνο, επιδείνωση των καρδιαγγειακών παθήσεων αλλά και της ψυχικής υγείας – οδηγώντας σε αύξηση της θνησιμότητας παραπάνω από το αναμενόμενο μέσα στα επόμενα χρόνια, με την εργατική τάξη και τα νεότερα μέλη της κοινωνίας να επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος. Η παραμονή των μαθητών εκτός σχολείου είναι επίσης μια σοβαρή κοινωνική αδικία», επισημαίνεται από τους επιστήμονες.
Προειδοποιούν μάλιστα ότι «η διατήρηση αυτών των μέτρων, έως ότου είναι διαθέσιμο ένα εμβόλιο, θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη, με τους μη προνομιούχους να πλήττονται δυσανάλογα».
Tι προτείνουν οι επιδημιολόγοι
Όπως εξηγούν στην Διακήρυξή τους, η κατανόησή μας για τον ιό αυξάνεται. «Γνωρίζουμε ότι η ευπάθεια στο θάνατο από την COVID-19 είναι περισσότερο από χίλιες φορές υψηλότερη στους ηλικιωμένους και σε ασθενείς σε σύγκριση με τους νέους. Επιπλέον, για τα παιδιά, ο COVID-19 είναι λιγότερο επικίνδυνος από πολλές άλλες νόσους ή επιβλαβείς καταστάσεις, ανάμεσα στις οποίες και η εποχιακή γρίπη», επισημαίνουν οι επιδημιολόγοι.
Σημειώνουν ότι «καθώς αυξάνεται η ανοσία στον γενικό πληθυσμό, ο κίνδυνος μόλυνσης σε όλους –συμπεριλαμβανομένων των ευάλωτων– μειώνεται. Γνωρίζουμε ότι όλοι οι πληθυσμοί θα φτάσουν τελικά στην «ανοσία αγέλης» –δηλαδή το σημείο εκείνο στο οποίο το ποσοστό των νέων λοιμώξεων θα είναι σταθερό– και ότι αυτό μπορεί να βοηθηθεί από (αλλά δεν εξαρτάται από) ένα εμβόλιο».
«Ο στόχος μας θα πρέπει επομένως να είναι η ελαχιστοποίηση της θνησιμότητας και της γενικότερης κοινωνικής βλάβης, έως ότου φτάσουμε σε ένα τέτοιο επίπεδο ανοσίας», αναφέρουν.
Υποστηρίζουν λοιπόν ότι η υιοθέτηση μέτρων για την προστασία των ευάλωτων θα πρέπει να είναι ο κεντρικός στόχος των πολιτικών προστασίας της δημόσιας υγείας από την COVID-19.
Αναφέρουν ότι «η πιο κοινωνικά ευαίσθητη προσέγγιση, που εξισορροπεί τους κινδύνους και τα οφέλη από την επίτευξη της «ανοσίας αγέλης», είναι να επιτραπεί σε εκείνους που διατρέχουν τον ελάχιστο κίνδυνο θανάτου να ζήσουν τη ζωή τους κανονικά, για να αποκτήσουν ανοσία στον ιό μέσω φυσικής λοίμωξης, προστατεύοντας καλύτερα όσους διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Αυτό ονομάζουμε «Εστιασμένη Προστασία (Focused Protection)».
Προτείνουν μάλιστα μια σειρά μέτρων, για την προστασία των πιο ευάλωτων ομάδων: «Για παράδειγμα, τα γηροκομεία πρέπει να χρησιμοποιούν προσωπικό με επίκτητη ανοσία και να εκτελούν συχνές δοκιμές PCR, για το υπόλοιπο προσωπικό και όλους τους επισκέπτες. Η εναλλαγή προσωπικού πρέπει να ελαχιστοποιηθεί. Οι συνταξιούχοι, που ζουν στο σπίτι, πρέπει να παραλαμβάνουν τα είδη παντοπωλείου και άλλα είδη πρώτης ανάγκης με παράδοση κατ’ οίκον. Όταν είναι δυνατό, θα πρέπει να μπορούν να συναντούν μέλη της οικογένειάς τους σε εξωτερικούς χώρους».
Σημειώνουν ότι «ένας ολοκληρωμένος και λεπτομερής κατάλογος τέτοιων μέτρων, που να περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και προσεγγίσεις για τα νοικοκυριά πολλαπλών γενεών, μπορεί να εφαρμοστεί και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής και στις δεξιότητες τεχνογνωσίας των επαγγελματιών της δημόσιας υγείας».
Όσο για τις μη ευάλωτες ομάδες αναφέρουν ότι «εκείνοι που δεν είναι ευάλωτοι, θα πρέπει αμέσως να έχουν τη δυνατότητα να ξαναρχίσουν τη ζωή τους, ως συνήθως. Απλά μέτρα υγιεινής, όπως το πλύσιμο των χεριών και η παραμονή στο σπίτι, όταν κανείς είναι άρρωστος, πρέπει να υιοθετούνται από όλους για τη μείωση του ορίου επίτευξης της «ανοσίας αγέλης» στον γενικό πληθυσμό. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι ανοιχτά για διά ζώσης διδασκαλία.
Οι εξωσχολικές δραστηριότητες, όπως τα αθλήματα, πρέπει να συνεχιστούν. Οι νεαροί ενήλικες χαμηλού κινδύνου πρέπει να εργάζονται κανονικά και όχι από το σπίτι. Τα εστιατόρια και οι άλλες επιχειρήσεις πρέπει να ανοίξουν. Οι τέχνες, η μουσική, ο αθλητισμός και άλλες πολιτιστικές δραστηριότητες πρέπει να ξαναρχίσουν. Άτομα που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο μπορούν να συμμετάσχουν εάν το επιθυμούν, ενώ η κοινωνία στο σύνολό της θα απολαμβάνει την προστασία που παρέχεται στους ευάλωτους από εκείνους».