Ο κανόνας λέει ότι “ο προπονητής ξέρει καλύτερα”. Αποδεκτός και σεβαστός. Το λέει άλλωστε και η λογική. Αυτός δουλεύει καθημερινά με τους παίκτες του, αυτός ξέρει την κάθε λεπτομέρεια για την πνευματική, ψυχολογική και σωματική κατάσταση στην οποία ανά πάσα στιγμή βρίσκονται, αυτός ασχολείται μέρα-νύχτα με την ομάδα, αυτός προγραμματίζει, αυτός είναι αρμόδιος για τη διαχείριση του ρόστερ, αυτός έχει την πλήρη ευθύνη και για το κοουτσάρισμα στη διάρκεια των αγώνων.
Ολοι οι υπόλοποι κρίνουμε τον προπονητή με βάση μόνο την εικόνα που έχουμε από τους αγώνες. Μόνο από τους αγώνες μπορούμε να έχουμε άποψη για την ομάδα, για κάθε παίκτη ξεχωριστά, τελικά και για τον προπονητή. Κι αυτό που συμβαίνει συνήθως είναι να φορτώνουμε στον προπονητή τη μεγαλύτερη ευθύνη για μια αποτυχία και να του πιστώνουμε τη μικρότερη συμμετοχή σε κάθε επιτυχία. Οταν η ομάδα χάνει, φταίει κυρίως ο προπονητής γιατί δεν έβαλε τον τάδε ή τον δείνα, γιατί άργησε να κάνει αλλαγές, γιατί έπαιξε με λανθασμένη τακτική. Οταν η ομάδα κερδίζει, αποθεώνουμε τους σκόρερ, τους παίκτες που διακρίθηκαν και, αν θυμηθούμε, λέμε μια καλή κουβέντα και για τον προπονητή,
Πάγια θέση δική μου είναι ότι οι παίκτες παίζουν ποδόσφαιρο και ότι από αυτούς εξαρτάται περισσότερο το αποτέλεσμα κάθε αγώνα και λιγότερο από τον προπονητή. Κανείς προπονητής δεν κατέκτησε πολλούς τίτλους και δεν απέκτησε μεγάλη φήμη χωρίς να έχει ποιοτικούς παίκτες. Κανείς. Ωστόσο, η δουλειά του προπονητή δεν παύει να είναι πολύ σημαντική. Και, όπως όλοι και όλα στο ποδόσφαιρο, κρίνεται εκ του αποτελέσματος.
Σήμερα που ο ΠΑΟΚ πανηγυρίζει την κατάκτηση του ασύγκριτου Πρωταθλήματος, ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη συμβολή του Ραζβάν Λουτσέσκου; Ποιος μπορεί να προβάλει πειστικά επιχειρήματα στην άποψη ότι είναι ο πιο πετυχημένος προπονητής στην ιστορία του ΠΑΟΚ; Κανείς.
Ξεχνάμε όλοι τις εμμονές του, ξεχνάμε τις αμφιβολίες μας, ξεχνάμε τι του... σούραμε κυρίως την περσινή σεζόν, αλλά και τη φετινή και του βγάζουμε υποχρεωτικά το καπέλο, γιατί αυτός οδήγησε τον ΠΑΟΚ στην κατάκτηση του πιο μάγκικου Πρωταθλήματος στα χρονικά του ελληνικού ποδοσφαίρου, έχοντας ανταγωνιστές και τους τρεις “μεγάλους” της Αθήνας και όντας υποχρεωμένος να το “κλειδώσει” με αντίπαλο τον Αρη, στο Χαριλάου, κάτω από φοβερά αντίξοες συνθήκες. Αυτός ο άθλος δεν μοιάζει με κανέναν άλλο και η ιστορία γράφει οριστικά και αμετάκλητα ότι ο Λουτσέσκου είναι ο κορυφαίος προπονητής του ΠΑΟΚ από το 1926 έως το 2024...
Προσωπικά, θεωρώ πολύ κομβική την απόφασή του να αλλάξει το στιλ του παιχνιδιού του ΠΑΟΚ, όταν αντιλήφθηκε ότι το ποδόσφαιρο κατοχής με τις... άπειρες πάσες δεν αποτελεί μονόδρομο, ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά της αντίπαλης ομάδας. Πήρε τα μηνύματα, δεν έμεινε προσκολλημένος στη φιλοσοφία του, δεν επέμεινε σ' αυτήν εγωϊστικά και τελικά ανταμείφθηκε πανηγυρικά. Δεν θα πάψω να πιστεύω ότι οι αντίπαλοι που τον οδήγησαν σ' αυτή τη μεταστροφή δεν ήταν μόνο οι τρεις της Αθήνας, αλλά και ο Αρης και η Κλαμπ Μπριζ. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο και με τις τεράστιες δυσκολίες που βρήκε μπροστά του ο ΠΑΟΚ παίζοντας μαζί τους.
Σίγουρα ήταν μια σεζόν που θα κάνει τον Ρουμάνο κόουτς ακόμη πιο σοφό, ακόμη πιο ώριμο, ακόμη πιο κατασταλαγμένο. Και είμαι σίγουρος ότι κατάλαβε πόσο λανθασμένο ήταν εκείνο το προπερσινό δήθεν πρότζεκτ με το “χτίσιμο” ομάδας με νεαρούς. Ο ΠΑΟΚ έχασε μια ολόκληρη χρονιά, παλεύοντας μάταια με μια 100% λανθασμένη στρατηγική, που στηρίχτηκε μάλιστα σε αποτυχημένες επιλογές, τύπου Κουαλιάτα, Ντάντας και όχι μόνο. Πέρσι πήρε παίκτες έτοιμους, ικανούς να πρωταγωνιστήσουν, υποστήριξε και τα δικά του χρυσά παιδιά και ο ΠΑΟΚ έγινε πάλι πρωταθλητής. Και τι πρωταθλητής...
Αρα, η συνταγή φέτος το καλοκαίρι πρέπει να είναι η ίδια. Καμία “έκπτωση” δεν πρέπει να κάνει ή να δεχτεί ο Λουτσέσκου. Οχι πειράματα, ακόμη περισσότερη ποιότητα στο ρόστερ, ουσιαστική ενίσχυση με μόνο πετυχημένες επιλογές. Το Τσάμπιονς Λιγκ περιμένει. Οπως περιμένει και το νταμπλ του 2025...
YΓ. Μετά το ΑΗΤΤΗΤΟ Πρωτάθλημα του 2019, μόνο δύο επίθετα μπορούν να χαρακτηρίσουν το φετινό: Το ΑΣΥΓΚΡΙΤΟ Πρωτάθλημα του 2024, ή το ΠΙΟ ΜΑΓΚΙΚΟ. Το “αδιαμφισβήτητο” που βιάστηκαν να χρησιμοποιήσουν ορισμένοι, δεν λέει απολύτως τίποτε. Δηλαδή του 2019, του 1985 και του 1976 δεν ήταν αδιαμφισβήτητα;
Στέλιος Απ. Γρηγοριάδης