Η ένσταση είναι εύλογη και εν πολλοίς δίκαιη. Όμως η κυβέρνηση μπήκε στο παιχνίδι με το «σκριν» των θεσμικών ποδοσφαιρικών οργάνων και μάλιστα των υπερεθνικών. Όταν -τον Φεβρουάριο του 2020- ο πρωθυπουργός της χώρας συναντήθηκε με τον πρόεδρο της UEFA και τον αντιπρόεδρο της FIFA.
Αυτή η πρώτη κυβερνητική ανάμειξη δεν αφορούσε θέματα δικαιοδοσίας του ελληνικού κράτους, όπως η δημόσια τάξη και η καταπολέμηση των χειραγωγημένων αγώνων, αλλά μία προσπάθεια να βγει το ελληνικό ποδόσφαιρο από το διαρκές αδιέξοδο.
Από την άλλη πλευρά, αν διαβάσει κανείς προσεκτικά την ολιστική μελέτη που συνέταξαν οι υπερεθνικές ομοσπονδίες για λογαριασμό του ελληνικού ποδοσφαίρου, θα διαπιστώσει ότι η ανεξαρτησία του αθλήματος διαφυλάσσεται ως «κόρη οφθαλμού». Δεν αφήνει κανένα περιθώριο ώστε να παρέμβει η ελληνική κυβέρνηση στο αυτοδιοίκητο του ποδοσφαίρου.
Αυτή η αντίφαση προσομοιάζει με το ίδιον της φυλής: Όλα στην Ελλάδα είναι ή γάμος ή κηδεία.
Οποιον δρόμο και να ακολουθήσει κανείς, το πρόβλημα δεν θα λυθεί είτε από έναν εκλεγμένο πρόεδρο Ενωσης (Ψαρρόπουλος) είτε από έναν επιλεγμένο πρόεδρο κοινής αποδοχής (Ζαγοράκης). Απαιτείται η συναίνεση του συνόλου των παραγόντων του ποδοσφαίρου μας, όλων εκείνων που μπορούν να παράξουν πολιτική.
Η κυβερνητική ανάμειξη μπορεί να μοιάζει θεμιτή, αλλά θα δημιουργήσει άλλους κινδύνους. Αν μάλιστα διατυπωθεί ως επιθυμία του ίδιου του πρωθυπουργού, μπορεί εύκολα να φέρει τη FIFA και την UEFA σε κατάσταση άμυνας. Μόνο και μόνο για να διαφυλάξει το περίφημο αυτοδιοίκητο του ποδοσφαίρου.
Ο Θοδωρής Ζαγοράκης θα ήταν μία πολύ καλή λύση εφόσον είχε τη συναίνεση τόσο των «μεγάλων» του ποδοσφαίρου, όσο και των προέδρων των ΕΠΣ. Στις εκλογές δεν μπορείς να αγνοήσεις τους εκλέκτορες.