Σάλο και έντονες αντιδράσεις μεταξύ των συγγενών της 17χρονης κοπέλας από την Κρήτη, η οποία πριν από λίγες ημέρες σκοτώθηκε πέφτοντας από γέφυρα προκάλεσε η στάση της επίσημης Εκκλησίας στην κηδεία της.
Όπως μεταδίδουν τοπικά μέσα ενημέρωσης, ο ιερέας της εκκλησίας εφαρμόζοντας σχετική απόφαση της οικείας Μητρόπολης αποφάσισε να μη διαβάσει το Ευαγγέλιο κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας.
Αν και οι συνθήκες του θανάτου της άτυχης κοπέλας ακόμη διερευνώνται και δεν έχει ξεκαθαρίσει πως η 17χρονη αυτοκτόνησε, η Εκκλησία, όπως φαίνεται, αποφάσισε να υιοθετήσει τη συγκεκριμένη εκδοχή και έτσι ο ιερέας δεν «διάβασε» την 17χρονη.
Γιατί όμως η Εκκλησία δεν κηδεύει αυτούς που αυτοκτονούν;
Την απάντηση δίνει θεολογικό κείμενο που αντλήσαμε από την ιστοσελίδα enromiosini.gr.
Αυτό αναφέρει τα εξής:
Ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα, που κινεί πολλούς ενάντια στην Εκκλησία (ακόμη και πιστούς ορθόδοξους χριστιανούς), είναι η ιδέα της Εκκλησίας ότι οι αδελφοί μας που αυτοκτονούν (αυτόχειρες) δεν πρέπει να κηδεύονται, αλλά να θάβονται χωρίς κηδεία.
Δυστυχώς, δεν ξέρω ούτε μία περίπτωση, που οι εξοργισμένοι κατά της Εκκλησίας άνθρωποι να σκέφτονται πως η ψυχή του αυτόχειρα αδελφού τους χρειάζεται την τελετή της κηδείας (που είναι μια τελετή προσευχής) για την ανάπαυσή της, πως η κηδεία θα την ωφελήσει στο ταξίδι της προς τον άλλο κόσμο.
Αυτό δε φαίνεται να τους απασχολεί καθόλου – ίσως να μην πιστεύουν καν ότι υπάρχει αιώνια ζωή ή να ισχυρίζονται πως «δεν ξέρουμε» τι υπάρχει μετά το θάνατο, αγνοώντας πως και ο Χριστός έχει πει πολλά γι’ αυτό το θέμα, αλλά και οι άγιοι έχουν καταθέσει τις δικές τους γνώσεις και εμπειρίες, ως ενωμένοι που είναι με τον Τριαδικό Θεό και με όλα τα πλάσματα [βλ. τα άρθρα: α) Η Αγία Γραφή για τη μετά θάνατον ζωή των ψυχών, β) Τα πνεύματα των νεκρών και εμείς].
Πάντα η επίθεση ενάντια στους «παπάδες» έχει ως αιτία ότι πληγώνονται οι συγγενείς ή «προσβάλλεται η μνήμη του νεκρού» μπροστά στην κοινωνία – καμιά ανησυχία για τη μεταθανάτια ωφέλειά του. Αυτό όμως φανερώνει επιπολαιότητα και εγωισμό, που μαζί με την επιθετικότητα (που μερικές φορές φτάνει τα όρια της βαρβαρότητας), τους κάνει να χάνουν το δίκιο τους, ακόμη κι αν πιστέψουμε πως έχουν δίκιο.
Ποια είναι όμως η αιτία που η Εκκλησία δεν επιθυμεί να κηδεύονται οι αυτόχειρες;
Είναι αστείο να υποθέτει κάποιος (ακόμη κι αν είναι «άθεος» – και τότε είναι διπλά αστείο) πως ο ένας ή ο άλλος ιδιώτης αγαπάει περισσότερο το νεκρό φίλο ή συγγενή του απ’ ό,τι τον αγαπούν οι ορθόδοξοι άγιοι Πατέρες, που έδωσαν τα πάντα για το συνάνθρωπο και που θέσπισαν το τι κάνει η Εκκλησία σε κάθε περίπτωση.
Ό,τι κάνει η Εκκλησία είναι για το συμφέρον της ψυχής του ανθρώπου (όχι για να ωφεληθεί οικονομικά ο ιερέας – άλλωστε αν αρνηθεί μια κηδεία… χάνει λεφτά, οπότε κάτι άλλο συμβαίνει) και καλό είναι ο άνθρωπος να το ψάχνει και να ρωτάει, αλλά όχι να παριστάνει πως «επαναστατεί» και «καταγγέλλει» τη δήθεν «σκληρότητα» και «υποκρισία» των παπάδων, νομίζοντας πως τα ξέρει όλα, ενώ στην πραγματικότητα έχει μεσάνυχτα για τα πιο πολλά πνευματικά («θρησκευτικά») θέματα.
Συνήθως προβάλλεται ως αιτία που, αν αυτοκτονήσω (μη γένοιτο), δε θα με κηδέψουν, ότι αρνήθηκα το χριστιανισμό και συνεπώς δε μπορώ να συμμετάσχω σε μια χριστιανική τελετή. Η ίδια η πράξη της αυτοκτονίας είναι άρνηση του Θεού, αφού είναι πράξη απελπισίας, ενώ ο χριστιανός πάντα ελπίζει. Γι’ αυτό και ο Ιούδας (το λέω παρεμπιπτόντως) δε σώθηκε, γιατί αυτοκτόνησε από απελπισία (βλέποντας το σκοτάδι που τον είχε κυριεύσει), όχι από μετάνοια. Αν μετανοούσε, σίγουρα θα είχε σωθεί (ότι ο Ιούδας δεν σώθηκε, το έχει προφητέψει ο ίδιος ο Χριστός στο Ματθ. 26, 24).
Η παραπάνω σκέψη (ότι αυτόχειρας = μη χριστιανός) είναι εύλογη. Το ίδιο και ότι αυτό συμβαίνει ως παράδειγμα προς αποφυγήν, για να το βλέπουν οι ζωντανοί και έστω κάποιοι να αποφεύγουν την αυτοκτονία!… Όμως υπάρχει κάτι πολύ πιο σοβαρό, που τον αυτόχειρα τον αγκαλιάζει ως αδελφό χριστιανό, δεν τον «πετάει έξω» ως αρνησίθρησκο.
Η τελετή της κηδείας, εκτός από προσευχή, είναι μια απόδοση τιμής στο νεκρό. Στερώντας η Εκκλησία απ’ αυτή την τιμή τον άνθρωπο που αυτοκτόνησε, προσπαθεί να του δώσει ένα πλεονέκτημα στο ταξίδι της ψυχής του: εμείς εδώ δεν τον τιμάμε, για να τον τιμήσει ο Θεός – Του τον στέλνουμε όπως είναι, για να είναι η ψυχή του άδεια από τιμές και να μπορέσει ίσως Εκείνος να του ελαφρώσει το φορτίο του σκοταδιού, που έχει μαζέψει μέσα του με την πράξη του.
Ελπίζουμε έτσι ότι τουλάχιστον η κόλαση, που θα ζήσει, θα είναι κάπως ελαφρύτερη από ό,τι θα ήταν κανονικά [η κόλαση, όπως ξέρουμε από τους αγίους διδασκάλους της Ορθοδοξίας, είναι το ίδιο το Φως του Θεού, που το βιώνουν ως πυρ εκείνοι που το βλέπουν μέσα από την παραμόρφωση του εγωισμού – βλ. και το άρθρο του π. Γ. Μεταλληνού «Παράδεισος και κόλαση στην Ορθόδοξη Παράδοση» ].
Ας σημειώσουμε εδώ ότι ο αυτόχειρας, γενικά μιλώντας, φοβόμαστε πως πάει για την κόλαση, γιατί πράγματι έχει κλωτσήσει το Θεό από την καρδιά του. Αν δεν Τον κλωτσούσε, δε θα είχε απελπιστεί. Αυτή είναι η αιτία της κόλασης του (ότι ο ίδιος έδιωξε το Θεό και η κόλαση είναι η χωρίς Θεό αιωνιότητα, όπου το θείο Φως το βλέπει κάποιος ως πυρ) και όχι «νομικές αιτίες», όπως ότι «αρνήθηκε το θείο δώρο της ζωής» ή ότι «διέπραξε φόνο» (το δικό του) «και δεν πρόλαβε να μετανοήσει» κ.τ.λ. Ο άνθρωπος μπαίνει στην κόλαση μόνος του, με αυτά που έχει στην καρδιά του, ενώ η πόρτα του παραδείσου είναι ανοιχτή για όλους.
(Αλλάζει το πράγμα όταν ο άνθρωπος πάσχει από ψυχικά προβλήματα τόσο, ώστε να μην έχει τη συναίσθηση των πράξεών του).
Σημειωτέον, ότι δε δίνουμε το όνομά του για μνημόνευση στη λειτουργία ή σε σαρανταλείτουργο, δεδομένου ότι ο άγιος Γεώργιος Καρσλίδης έφαγε χαστούκι από άγγελο μέσα στο Ιερό, όταν μνημόνευε το όνομα ενός αυτόχειρα στην πρόθεση (αναφέρεται στη βιογραφία του, που έχει συντάξει ο π. Μωυσής ο Αγιορείτης).