Μέσα στο θόρυβο της μάχης στο γήπεδο, ένα μαργαριτάρι πετάγεται από τα κύματα. Με κάθε του κίνηση, η μπάλα γίνεται ποίηση που φανερώνει κάθε κρυφή πτυχή της ψυχή του. Δεν παίζει απλά ποδόσφαιρο αλλά χορεύει το τόπι με την καρδιά και την ψυχή του κερδίζοντας το κοινό και τον εαυτό του σε κάθε επαφή.
Ο Γιάννης Κωνσταντέλιας, ο οποίος γίνεται σήμερα (5/3) 21, μοιάζει σαν αστέρας που έπεσε από τον ουρανό του ποδοσφαίρου για να φωτίσει τις καρδιές των θαυμαστών και να χαράξει την πορεία του με λαμπρότητα. Ένας πολύτιμος λίθος που ηρεμεί και προκαλεί τον θαυμασμό της κερκίδας ανεξαρτήτου χρώματος και γίνεται μπελάς για κάθε αντίπαλη άμυνα.
Τα ματωμένα γόνατα και το «δεν ξαναπάω»
Έκανε τα πρώτα του βήματα στις αλάνες και στα στενά του Βόλου. Όταν τελείωνε τα μαθήματα του έπαιρνε μια μπάλα και έπαιζε με τους φίλους του σε κάθε τόπο. Γύριζε με ματωμένα γόνατα στο σπίτι αλλά με ένα πλατύ χαμόγελο που έμοιαζε λες και είχε μόλις βρει το δικό του θησαυρό. Σπάνια αποχωριζόταν τη στρογγυλή θεά, η οποία τον είχε μαγέψει τόσο που δεν σταματούσε να παίζει μαζί της ακόμη και μέσα στο σπίτι. Έκανε ποδαράκια σε κάθε ευκαιρία και προσπαθούσε απλά να μην πέσει η μπάλα κάτω.
Μοιραζόταν το κρεβάτι του μαζί της και όταν ξυπνούσε δοκίμαζε τις ικανότητες του ξαπλωμένος. Βλέποντας τον να κάνει τα μαγικά του στο παιχνίδι με την ΑΕΚ, αναρωτιέσαι πόσο μπορεί να το έχει δουλέψει αλλά η απάντηση σε αφήνει άφωνο. Δεν προσπάθησε να το πετύχει, του βγήκε αβίαστα με φυσικό τρόπο. Το είχε κάνει και ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, εξάλλου.
Βλέποντας την «τρέλα» του μικρού και τα ματωμένα γόνατα, ο μπαμπάς του αποφάσισε να τον γράψει σε μια τοπική ακαδημία. Ο Γιάννης πήγε, έπαιξε με τα άλλα παιδιά αλλά αυτή ήταν και η τελευταία φορά που βρέθηκε εκεί μαζί τους. Ο τρόπος που έπαιζαν, δεν ταίριαζε με αυτό που είχε στο μυαλό του. Έτσι, δεν ξαναπήγε ποτέ. Πήρε ξανά την μπάλα του και έτρεχε στις αλάνες δοκιμάζοντας νέα κόλπα.
Συστήθηκε στην Αγία Παρασκευή
Ο πατέρας του βλέποντας τον να συνεχίζει το ίδιο «βιολί», σκέφτηκε να κάνει μια ακόμη δοκιμή. Τα βήματα τους τούς έφεραν μπροστά στην πόρτα της ακαδημίας της Αγίας Παρασκευής. Εκεί, ο φίλος του και προπονητής, Αλέξης Μαλακασιώτης, θα αναλάμβανε τον μικρό. Ο Γιάννης ενθουσιάστηκε από την πρώτη ημέρα και πήγαινε ξανά και ξανά με το ίδιο πάθος και ενέργεια. Ακολουθώντας τις οδηγίες των ανθρώπων εκεί, έμαθε ακόμη περισσότερα και φρόντιζε να ενθουσιάζει όσους πήγαιναν στο γήπεδο.
Δεν είχαν περάσει παραμόνο δυο τρεις μήνες, όταν ο κ. Αλέξης τηλεφώνησε στον μπαμπά του Γιάννη και του είπε να αφήσει τη δουλειά του και να έρθει να καμαρώσει τον γιο του. Τον άκουσε και το επόμενο Σάββατο βρέθηκε στο γηπεδάκι και αυτό που αντίκρυσε τον έκανε να απορεί. Ο μπόμπιρας του τούς περνούσε όλους με ευκολία, ντρίμπλαρε, έβαζε γκολ και έδινε ασίστ.
Μα πώς και από πού είχε μάθει αυτά τα κόλπα; Αφού δεν παρακολουθούσε αγώνες ποδοσφαίρου στην τηλεόραση ή από κοντά. Μόλις λίγες ημέρες πριν τον είχε πάρει μαζί του για να δουν το ντέρμπι ανάμεσα σε Μπαρτσελόνα και Ρεάλ Μαδρίτης και ο μικρός απλά έπαιζε με το κινητό του. Τι έκανε αυτό το παιδί; Μπορεί να ήταν απλά η ημέρα του σκέφτηκε και πήγε και στο επόμενο παιχνίδι.
Ο Γιάννης συνέχιζε να εκπλήσσει τον προπονητή του αλλά και όσους τον έβλεπαν. Πρόσφερε θέαμα και ήταν ουσιαστικός. Κάτι που μαγνήτισε τα βλέμματα των ανθρώπων του ΠΑΟΚ σε ένα τουρνουά που είχε γίνει με την αντίστοιχη ακαδημία της Αγίας Παρασκευής και κάπως έτσι, άλλαξε σελίδα στο βιβλίο του.
Η επιμονή του Πουρλιοτόπουλου τον έφερε στην Τούμπα
Κοιτάζοντας τον ο Βαγγέλης Πουρλιοτόπουλος ήξερε ότι μπροστά του έχει ένα χρυσό και δεν θα το άφηνε να χαθεί. Μίλησε με τους ανθρώπους της ακαδημίας της Αγίας Παρασκευής, εκείνοι μετέφεραν το ενδιαφέρον στον μπαμπά του Γιάννη αλλά εκείνος δυσκολευόταν να πιστέψει ότι ο Δικέφαλος ήθελε το παιδί του. Οι δυο πλευρές ήρθαν σε επαφή και ο Γενικός Διευθυντής Τμημάτων Υποδομής και Ανάπτυξης των «ασπρόμαυρων» έδειξε τόσο ζήλο για τον Γιάννη και φρόντισε να κάμψει κάθε αντίσταση της οικογένειας.
Δεν ήταν εύκολη απόφαση να γίνει η μετακόμιση. Έπρεπε να αφήσουν πίσω τους κόπους μιας ζωής, το σπίτι τους, τη δουλειά τους, το νέο εργασιακό ξεκίνημα που είχαν στο μυαλό τους, φίλους και συγγενείς και να έρθουν σε μια άλλη πόλη χωρίς να γνωρίζουν κανέναν. Σίγουρα όπως και στον καθένα από εμάς θα φαινόταν βουνό. Τη λύση σε κάθε ερώτηση και δεύτερη σκέψη των γονιών του Γιάννη, έδινε ο κ. Πουρλιοτόπουλος. Είχε καταστρώσει τόσο καλά το πλάνο στο μυαλό του που επίλυσε κάθε σκέψη δισταγμού και απέσπασε το μεγάλο «ναι».
Μετά τα πήγαινε-έλα του πρώτου εξαμήνου, η οικογένεια μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη. Όλοι είχαν στεναχωρηθεί, όπως ήταν φυσικό άλλωστε, αλλά ο Γιάννης ήταν χαρούμενος για τη νέα αρχή στην πορεία του. Γνώριζε καλά ότι ο ΠΑΟΚ διαθέτει μια από τις καλύτερες ακαδημίες της Ελλάδας και είχε μια μεγάλη ευκαιρία να κάνει το μεγάλο άλμα και να αγωνισθεί σε υψηλό επίπεδο.
Καθημερινά πήγαινε στο σχολείο, διάβαζε και έτρεχε στις προπονήσεις. Έκανε κάτι που τον γέμιζε και μάθαινε πως να γίνει καλύτερος. Μπορεί τα μαθηματικά να ήταν η μεγάλη του αγάπη στις σχολικές αίθουσες και ο δάσκαλος του να πίστευε ότι θα βρεθεί στα σκαλιά του πανεπιστημίου αλλά εκείνος είχε ένα πράγμα στο μυαλό του, την μπάλα. Αποχαιρέτησε με ένα πλατύ χαμόγελο τα δεκάδες βιβλία που ήταν στο γραφείο του και στρώθηκε στη δουλειά. Έκανε προπονήσεις με την υπόλοιπη ομάδα, προσπαθούσε μόνος του, δοκίμαζε πράγματα με το τόπι και έκανε τους πάντες να μιλούν για εκείνον όχι μόνο εντός αλλά και εκτός συνόρων.
Η La Masia που έμεινε παραπονεμένη και το «σπίτι» της Μπάγερν
Δεν ήταν λίγες οι προσκλήσεις που ήρθαν από ευρωπαϊκές ομάδες και ήθελαν να τον κάνουν δικό τους. Η πρώτη δοκιμή έγινε στη Βαρκελώνη. Ο Ραμόν Πλάνες τον είχε εντοπίσει και τον έφερε να δοκιμασθεί στις ακαδημίες της Μπαρτσελόνα και ο Αμπιντάλ, που ήταν ένας από τους υπεύθυνους εκεί, βλέποντας τον στο παιχνίδι με την Κ19 (από μικρός έπαιζε με τους μεγαλύτερους ο Γιάννης λόγω των ικανοτήτων του) είχε τρελαθεί με αυτόν τον «μικρό ξανθό» που τους περνούσε όλους.
Ένα νέο ταλέντο μόλις είχε φτάσει στην πόρτα της La Masia και τα συμβόλαια ετοιμάστηκαν άμεσα αλλά οι υπογραφές δεν μπήκαν ποτέ. Φέγενορντ, Άγιαξ, Αϊντχόφεν τον είχαν καλέσει, εξίσου, ενώ η Μπάγερν είχε προχωρήσει και ένα βήμα παραπάνω καθώς του είχε ετοιμάσει και το δωμάτιο του.
Κάπου εκεί, όμως, ο ΠΑΟΚ έκοψε το δρόμο όσων τον ονειρευόταν και συνέχισε να επενδύσει πάνω του. Το ακατέργαστο διαμάντι άρχισε σιγά σιγά να το επεξεργάζεται και η ανταμοιβή ήταν και συνεχίζει να είναι μεγάλη. Ο Γιάννης έκανε τα πάντα να μοιάζουν φυσικά και η πόρτα της πρώτης ομάδας δεν άργησε να ανοίξει.
«Το έχει στο dna του να δίνει πρώτα την ασίστ και μετά το γκολ»
Έκανε το ντεμπούτο του με την «ασπρόμαυρη» φανέλα απέναντι στον ΟΦΗ τον Ιανουάριο του 2021 και έκτοτε, δεν έχει σταματήσει να απασχολεί την αθλητική επικαιρότητα. Έχει αγωνισθεί συνολικά 5.307 λεπτά, έχει σημειώσει 15 γκολ και έχει μοιράσει 12 ασίστ. Τη φετινή χρονιά μετρά 41 συμμετοχές (2.510), 12 γκολ και έξι ασίστ.
Οι αριθμοί αποδεικνύουν την προσφορά του στην ομάδα αλλά το «κλειδί» που έκανε τον Κωνσταντέλια τόσο αγαπητό όχι μόνο στους φιλάθλους του ΠΑΟΚ αλλά και υπολοίπων ομάδων είναι η παρουσία του. Οι κλειστές του ντρίμπλες με ταχύτητα, οι τοποθετήσεις του και ο τρόπος που η μπάλα κολλάει στο πόδι του είναι κάτι το διαφορετικό. Περιμένεις με αγωνία να δεις τι θα κάνει. Είναι απρόβλεπτος.
Το ταλέντο του είναι κάτι που δεν κρύβεται και όπως υποστήριξε και ο άλλοτε προπονητής του, Αλέξης Μαλακασιώτης, «είναι ένα όμορφο ακατέργαστο πετράδι που βρίσκεται σε διαδικασία επεξεργασίας και θα λάμψει» ενώ πρόσθεσε ότι: «Ο Γιάννης, πλέον, αφήνει το παιδί και γίνεται άνδρας. Το σώμα του αναπτύσσεται και δυναμώνει. Αποκτά μύες, κάτι που του δίνει μεγαλύτερη ταχύτητα και ευελιξία και τον κάνει απρόβλεπτο για τον αντίπαλο».
Και όσον αφορά τις δυσκολίες; Του αρέσουν. Όπως τόνισε ο υπεύθυνος της ακαδημίας της Αγίας Παρασκευής: «Τα δύσκολα του αρέσουν, στα εύκολα βαριέται. Όταν καίει η μπάλα, θα πάει να την πάρει και θα την οδηγήσει εκεί που πρέπει. Ποτέ δεν ήταν εγωιστής. Έμπαινε μέσα στην περιοχή και μπορεί να ήταν μόνος του με τον τερματοφύλακα αλλά έδινε δίπλα την μπάλα για να σιγουρευτεί ότι θα μπει το γκολ. Δεν το νοιάζει να γίνει σκόρερ, δεν είχε ποτέ τέτοιο το θέμα. Τα παιδιά ψάχνουν το γκολ, εκείνος το έχει στο dna του να δίνει πρώτα την ασίστ και μετά το γκολ».
Πώς είναι ο Γιάννης, όμως, εκτός γηπέδων;
Ήρεμος, απλός και μακριά από τα φώτα. Είναι αγαπητός και ο κόσμος και οι συμπαίκτες του τον έχουν αγκαλιάσει. Δεν του αρέσει να δείχνεται και να φορά ακριβά ρούχα. Κυκλοφορεί με φόρμες και προτιμά να κουβαλήσει τα παπούτσια του σε μια σακούλα από το σούπερ μάρκετ παρά σε μια ακριβή τσάντα.
Είναι ένα παιδί που πάντα χαμογελά, δεν κρατά κακία σε κανέναν και δεν έχει μίσος μέσα του. Δεν θα προσπαθήσει να εκδικηθεί κάποιον, αντίθετα θα προσπαθήσει να βελτιωθεί. Κάτι που είναι φανερό και στο χορτάρι αφού μετά από κάθε σκληρό μαρκάρισμα, επιστρέφει δριμύτερος και παίζει ακόμη καλύτερα.
Δεν είναι καθόλου εγωιστής και πάντα είναι πρόθυμος να βοηθήσει και να συμβουλέψει τους φίλους τους. Με τις δυο αδερφές του και με τη μαμά του είναι ιδιαίτερα προστατευτικός και τις δίνει συμβουλές για το πώς θα τρέφονται σωστά και τι γυμναστική να κάνουν. Δεν έχει δημιουργήσει ποτέ πρόβλημα στην οικογένεια, ούτε καν στο φαγητό. Τρώει ό,τι βρεθεί στο πιάτο του αλλά τρελαίνεται για το κοτόπουλο με πατάτες της μαμάς και την ιδιαίτερη τηγανιά κοτόπουλο του μπαμπά.
Στο αυτοκίνητο του μπορείς να ακούσεις από το πιο λαϊκό τραγούδι μέχρι και το πιο πρόσφατο hit των ξένων καλλιτεχνών. Δεν έχει γούρια καθώς δεν πιστεύει σε αυτά και του αρέσει να παίζει πινκ πονγκ. Είναι πολύ καλός καθώς όταν ήταν στο Βόλο έκαναν τουρνουά με τους φίλους του και τον μπαμπά του στο τραπέζι που διέθεταν στο σπίτι. Τον ελεύθερο του χρόνο προτιμά να τον περνά είτε πηγαίνοντας για φαγητό με τους φίλους του είτε παίζοντας παιχνίδια στον υπολογιστή. Δε δίνει ιδιαίτερη σημασία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και, κυρίως, στα σχόλια που υπάρχουν εκεί ενώ κάνει παρατήρηση και στον μπαμπά του αν τους δίνει παραπάνω σημασία από ό,τι πρέπει.