Βλέπετε ο Ντιέγκο δεν... περίμενε τον θάνατό του για να γίνει μύθος. Είχε γίνει πολύ πριν από αυτόν και το εκπληκτικό είναι ότι έγινε, όχι επειδή ήταν ο θεός της μπάλας, όπως εύστοχα τον χαρακτήρισαν οι θαυμαστές του, αλλά παράλληλα ήταν και τόσο γήινος, τόσο εκρηκτικός, αθυρόστομος, παρορμητικός. Εβριζε σαν... αλήτης, δεν πρόσεχε την εικόνα του, είχε τα πάθη του.
Ισορρόπησε πάνω σε μια λεπτή γραμμή, μεταξύ θανάτου και ζωής και πολύ απλά δεν πέθανε νωρίτερα, όπως έχει πει και ο ίδιος, επειδή ο Θεός δεν ήθελε να τον πάρει κοντά του. Η ίδια η αντίφαση σε σώμα ανθρώπου. Σαν το αργεντίνικο τάνγκο, το οποίο «γεννήθηκε» μέσα σε οίκο ανοχής, αλλά συνεχίζει να εκφράζει τον ερωτισμό. Μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο ρομαντισμό και την ορμέφυτη επιθυμία.
Αυτό ήταν και ο Ντιέγκο. Ο άνθρωπος που κατάφερε με τον απόλυτο τρόπο να εκφράσει το ρομαντισμό του ποδοσφαίρου, την μαγική κίνηση και το μπρίο με τα πιο ακραία συναισθήματα. Οργή, πάθος, «ποδοσφαιρική αλητεία», υβρεολόγιο, μπουνιές, πολιτική θέση. Ηταν από μόνος του ένα φαινόμενο. Όχι μόνο για την μπάλα που έπαιξε. Αλλωστε η καριέρα του θα μπορούσε να είναι και μεγαλύτερη. Αλλά για το ότι είχε το χάρισμα να αγαπιέται. Να κυλιέται στη λάσπη. Να μιλάει στην ψυχή. Να σκοράρει και να το ζει. Να πεθαίνει και να ανασταίνεται κάθε μέρα με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ.
Ενα παιδί που μεγάλωσε στη φτωχογειτονιά του Μπουένος Άιρες, Φιορίτο και που ο πατέρας του μαζί με τα έξι αδέλφια του και τη μητέρα του προσπαθούσε κάθε μέρα κουβαλώντας σακιά να εξασφαλίσει τα προς το ζην και προκάλεσε ανθρώπους στην Αργεντινή να φτιάξουν εκκλησία προς τιμή του για να προσκυνούν την εικόνα του. Δε μιλάμε βέβαια για τις σκηνές παραφροσύνης με το θάνατό του σε Αργεντινή και Νάπολη...
Δεν ήταν το «παιδί του ποδοσφαιρικού σωλήνα». Από την αλάνα, στα γήπεδα, εκεί που «σκοτείνιαζε αλλά όσο περνούσε η ώρα, τόσο περισσότερο ήθελες να παίζεις, δεν κουραζόσουν».
«Ημουν ένας ηθοποιός. Ηξερα το σενάριο της ζωής μου», είπε στο πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ του Εμίρ Κουστουρίτσα, το οποίο και ξαναπαρακολουθήσαμε για να γράψουμε το κείμενό μας. Με τη μόνη διαφορά ότι «το σενάριο δεν μου το έδωσαν έτοιμο. Το δημιούργησα. Το μόνο που δεν ήξερα ότι θα συμβεί ήταν η ιστορία με την κόκα», είχε πει.
Ο Αλέξανδρος Τεκτονίδης, ο Έλληνας φίλος του, ρωτήθηκε πρόσφατα στο Metropolis για την ιστορία με τα ναρκωτικά. «Από τον τραυματισμό του και έπειτα ξεκίνησε, δυστυχώς», είπε. Τον τραυματισμό με την Μπιλμπάο, το 1983. Από τότε και ο εθισμός, γινόταν ακόμη μεγαλύτερος, όπως βέβαια και οι κλοτσιές που έτρωγε από τους αντιπάλους του, σε μια ποδοσφαιρική εποχή που οι μπαλαδόροι δεν προστατεύονταν όπως τώρα.
Δεν έψαξε για δικαιολογίες, όμως. Ηταν η μελανή του ιστορία, η αμαρτία του, που είχε για να... μετανιώνει, όπως λέει και το άσμα. «Εξαιτίας αυτής της ιστορίας δεν μπορούσα να πάω να δω τα παιδιά μου, ειδικά τη μεγάλη. Φοβόμουν ότι θα με πει ναρκομανή», είπε συγκινημένος. «Όλοι ρωτάνε τον Ντιέγκο πώς άντεξε. Εμένα με ρώτησε κανείς πώς άντεξα;», απάντησε δικαιολογημένα η γυναίκα του Κλαούντια.
«Η κόκα με έκανε μοναχικό και κλειστό. Όταν έπαθα το πρώτο επεισόδιο, αισθάνθηκα μαύρες βελόνες μέσα στα μάτια μου. Δεν μπορούσα να τα ανοίξω», είπε με ειλικρίνεια, αλλά στη συνέχεια άσκησε και κριτική: «Εκανα χρήση κοκαΐνης. Αλλά αναρωτιέμαι σε όλο το Καμπιονάτο μόνο εγώ και ο Κανίγκια παίρναμε ουσίες;».
Ό,τι κι αν έκανε, λατρευόταν
Ενας Θεός... ίσως θα ήλεγχε το πάθος του. Ο Μαραντόνα όμως ήταν αγαπητός όχι επειδή ήταν Θεός, αλλά επειδή ήταν κάτι... ενδιάμεσο. Παραδέχτηκε την αδυναμία του και το ότι δεν μπορούσε να τιθασεύσει τα πάθη του. Hταν η θεϊκή εκδοχή στο ποδόσφαιρο, αλλά «ένας από εμάς» στα υπόλοιπα. Λατρευόταν ό,τι κι αν έκανε. Δεν μπορούσε να κρυφτεί από τον αυθορμητισμό του. Ηθελε να ζήσει τη ζωή του στα άκρα. Ηθελε να λέει τη γνώμη του για όλα.
Και το έκανε πολλές φορές.
«Έχω δύο όνειρα: το πρώτο είναι να παίξω σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, το δεύτερο είναι να το κατακτήσω». Δεν το λες και εύκολα στα 18 σου ως παίκτης της Αρχεντίνος Τζούνιορς, άσχετα αν ήδη διαφαινόταν το πλούσιο ταλέντο του.
Θέλετε κι άλλες; Σαφώς πιο τρανταχτές:
«Με σκοτώνουν, δεν μπορούν να με κρατούν σε αυτή την αβεβαιότητα, πρέπει να με δώσουν στη Νάπολι», λέει το 1984 μετά από δύο μέτριες χρονιές στην Μπάρτσα, στην οποία είχε μεγάλα διαστήματα απουσίας λόγω ηπατίτιδας την πρώτη σεζόν και του σοβαρού τραυματισμού του από τον Γκοϊκοετσέα την επόμενη. Τον δίνουν όντως έναντι
Αλλά και στη Νάπολη και όχι βέβαια για μόνο ποδοσφαιρικά θέματα.
«Θέλω να γίνω το είδωλο των φτωχών παιδιών της Νάπολης, επειδή αυτοί είναι όπως ήμουν εγώ στο Μπουένος Άιρες», λέει και ο κόσμος παραληρεί.
Στη Ρώμη επιβεβαιώνει ότι είχε αντιδικία με τον Πάπα:
«Ναι, τσακώθηκα με τον Πάπα. Τσακώθηκα με τον Πάπα επειδή ήμουν στο Βατικανό και είδα χρυσές στέγες, και μετά άκουσα τον Πάπα να λέει ότι η Εκκλησία ανησυχούσε για τα φτωχά παιδιά. Τότε πούλα τις στέγες φίλε, κάνε κάτι!».
Για το περιβόητο «χέρι του θεού» τι να πρωτοαναφέρουμε. Παραδέχθηκε βέβαια ότι ήταν χέρι και όχι μόνο αυτό... Είπε ουσιαστικά ότι ήταν η εκδίκηση της Αργεντινής για την επίθεση των Αγγλων στις νήσους Φόκλαντ. Αργότερα αποκάλυψε ότι δεν ήθελε με τίποτα να συναντήσει τον πρίγκιπα της Αγγλίας Κάρολο, παρ΄ότι ο ίδιος του το ζήτησε. «Δικαίωμά του να θέλει να με συναντήσει, δικαίωμά μου να μη θέλω να τον δω», είπε γελώντας.
Οι πολιτικές του θέσεις είναι γνωστές. Τα έβαλε πολλές φορέςμε τις ΗΠΑ, με την πολιτική Μπους τον οποίο χαρακτήρισε «δολοφόνο» και έπλεξε το εγκώμιο του Φιντέλ Κάστρο, τον οποίο και συνάντησε για πρώτη φορά το 1987 στην Κούβα, που έγινε η δεύτερη πατρίδα του. «Αν δεν ήταν ο Φιντέλ, όλη η Λατινική Αμερική θα ήταν προτεκτοράτο των Αμερικανών», είχε πει.
Εξαιρετικές σχέσεις διατηρούσε και με τον Ούγκο Τσάβες, πρώην πρόεδρο της Βενεζουέλας. Σε προεκλογική συγκέντρωση τον κάλεσε, ο λαός παραληρούσε μέσα στη βροχή...
Ηταν ασυγκράτητος παντού... Ο λόγος του δίχασε μια ολόκληρη χώρα το 1990, στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας. Οι διοργανωτές έκαναν το λάθος να ορίσουν τον ημιτελικό Αργεντινή-Ιταλία στη Σαν Πάολο της Νάπολης και το μισό γήπεδο δεν ήταν με τη «σκουάντρα ατζούρα», αλλά με την Αργεντινή του Μαραντόνα. «Γιατί να υποστηρίξετε τη χώρα που σας έχει γραμμένους τις υπόλοιπες 364 μέρες του χρόνου;», δηλώνει και προκαλεί... θυμό στους πατριώτες Ιταλούς.
Γι' αυτό και αποδοκιμάζεται στο Ολίμπικο, μερικές μέρες μετά, στον τελικό με την Δ. Γερμανία, την ώρα του εθνικού ύμνου των «αλμπιτσελέστε». Ο ίδιος τους απαντά εκείνη την ώρα και η κάμερα το πιάνει: «Ιχο ντε πουτα...». πριν το Μουντιάλ μάλιστα είχε πει ότι το πρόγραμμα ήταν φτιαγμένο έτσι ώστε να βλάψει τους Αργεντίνους και να ευνοήσει τους Ιταλούς!
Για πολλούς το επεισόδιο αυτό ήταν και η αρχή του τέλους της καριέρας του Ντιέγκο στην Ιταλία καθώς τα ΜΜΕ του επιτίθενται και έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση... Μετά την ποινή για τον ντοπάρισμα έμεινε εκτός για μεγάλο διάστημα, συνέχισε στη Σεβίλη και την Νιουελς και έκλεισε στην αγαπημένη του Μπόκα, η οποία τον τίμησε με μια σπουδαία κίνηση τη μέρα της αναγγελίας του θανάτου του.
Tα νοσταλγικά τραγούδια
Για να αισθανθεί νοσταλγία πάντως για την οικογένειά του και τα παιδιά του δε χρειάστηκε η κόκα, αλλά το εκπληκτικό ντοκιμαντέρ του Εμίρ Κουστουρίτσα «Μαραντόνα», που γυρίστηκε μέσα σε 2 χρόνια από το 2005 μέχρι και το 2007. Ο Ντιέγκο τραγούδησε το φοβερό «El mano de Dios» των Ροντρίγκο και Ρομέρο, με την οικογένειά του και φίλους, αλλά και το «La bvida tombola» του Manu Chao.
Δεν ξέρουμε αν τώρα, στην αγκαλιά της μάνας Γης, κάνει ντρίπλες με το μαγικό αριστερό, κάνει χρήση ναρκωτικών ή πίνει ουίσκι. Ούτε αν καπνίζει πούρα με τον Φιντέλ ή τραγουδάει το «El mano de Dios». Αλλωστε ουδείς ξέρει πού πάμε και τι μας περιμένει στη «μετά θάνατον ζωή». Είμαστε βέβαιοι όμως ότι ΠΟΤΕ ΑΛΛΟΤΕ δε θα περάσει αθλητής από αυτή τη Γη που το φαινόμενο που δημιούργησε να έχει ασκήσει τόσο μεγάλη επιρροή στην κοινωνία, όσο ο μεγάλος ΝΤΙΕΓΚΟ.