Η 19η Μαΐου είναι ημέρα μνήμης για τον Ελληνισμό. Ο ξεριζωμός του ποντιακού λαού από το οθωμανικό καθεστώς δεν θα ξεχαστεί ποτέ και όλοι οι απόγονοι των θυμάτων της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου ενώνουν τις φωνές τους με στόχο την διεθνή αναγνώριση, ως φόρο τιμής στις 353.000 χαμένες ψυχές που ζητούν δικαίωση.
Εκείνη την αποφράδα μέρα, το 1919, ο στρατιωτικός και πολιτικός Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα, προκειμένου να συνεχίσει με πιο φρικιαστικό τρόπο τη συστηματική Γενοκτονία του Ελληνισμού του Πόντου. Αναγκάζει τους Έλληνες σε απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης, με στόχο την αλλοίωση της ταυτότητάς τους και την διάσπαση της ενότητάς τους, οδηγώντας τους σε φυγή από τον Πόντο και στον σχηματισμό των ποντιακών κοινοτήτων στη Δυτική Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Ρωσία.
Η μεγάλη, όμως, φυγή των προς τον ελλαδικό χώρο, την πρώην Σοβιετική Ένωση, την Ευρώπη και την Αμερική και ο μετασχηματισμός τελικά των Ποντίων σε έναν λαό προσφύγων και διασποράς, είχε ως αιτία τα γεγονότα της δραματικής περιόδου των διωγμών, της γενοκτονίας και του ξεριζωμού από το 1916 έως το 1923.
Οι ανατριχιαστικές αναφορές
Οι ελληνικές πρεσβείες σε Πετρούπολη και Κωνσταντινούπολη με αναφορές τους παρουσιάζουν τις πράξεις των τουρκικών ορδών στην Τραπεζούντα κατά την περίοδο 1916-1917.
Μέσα Απριλίου του 1916, εισβάλλουν στην Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνος, την αρχαιότερη του Πόντου, που σύμφωνα με την παράδοση χτίστηκε το 270 μ.Χ., και διαπράττει τερατουργήματα αντικρίζοντας τους πρόσφυγες που είχαν συγκεντρωθεί στον ιερό τόπο για προστασία. Η Κυριακή, μια εικοσάχρονη κοπέλα με καταγωγή από το χωριό Θέρσα, τρέχει τρομοκρατημένη να κρυφτεί σε ένα από τα δωμάτια του μοναστηριού, ωστόσο δεν καταφέρνει να γλιτώσει. Οταν αποχωρούν οι ορδές, θα τη βρουν ολόγυμνη σε ύπτια θέση, σε στάση που μαρτυρούσε την ατίμωση που είχε υποστεί, με μια διαμπερή πληγή στο στήθος από ξιφολόγχη και αποκεφαλισμένη.
Όποιος διαβάσει το κείμενο πραγματικά ανατριχιάζει: «Την 15η Απριλίου (σ.σ.: 1916) οι κάτοικοι των 16 χωρίων της περιοχής Βαζελώνος, περιφέρειας της Τραπεζούντος, άπαντες Eλληνες, λαβόντες διαταγήν των τουρκικών στρατιωτικών αρχών να φύγωσιν εις το εσωτερικόν της Αργυρουπόλεως και φοβηθέντες μη έμελλον καθ’ οδόν να σφαγώσιν, καθ’ ον τρόπον είδον σφαγέντας τους Αρμενίους, εγκατέλειπον τα κατοικίας των και εισήλθον εις τα δάση, ελπίζοντες να σωθώσι εκ ταχείας προελάσεως του ρωσικού στρατού» επισημαίνεται.
Και συνεχίζει ο αποστολέας: «Εκ τούτων, εις 6.000 ανερχομένων, 650 κατέφυγον εις την μονής Βαζελώνος, εις ην προϋπήρχον και άλλοι 1.500 εκ Τραπεζούντος πρόσφυγες. Χίλιοι διακόσιοι (1.200) εισήλθον ειν εν μέγα σπήλαιον του χωρίου Κουνάκα και οι λοιποί διεσκορπίσθησαν εις τα ανά δάση σπήλαια και τα διαφόρους κρύπτας. Απασαι αι οικίαι των χωρίων τούτων ελεηλατήθησαν και αι περιουσίαι διηρπάγησαν υπό του τουρκικού στρατού. Οι εν τω σπηλαίω της Κουνάκας κρυβέντες, αναγκασθέντες εκ της πείνης, μετά συνθηκολόγησιν, παρεδόθησαν.
Εκ τούτων 26 γυναίκες και νεάνιδες ίνα αποφύγωσιν την ατίμωσιν έρριψαν εαυτάς εις τινα ποταμόν κείμενον παρά το χωρίον Γέφυρα και παρά τας προσπαθείας των άλλων, προς σωτηρίαν των, επνίγησαν… Μετά την προς Αργυρούπολιν προέλασιν του ρωσικού στρατού μετέβην πρώτος εις την μονήν Βαζελώνος συνοδευόμενος υπό του ιατρού Κ. Φωτιάδη. Ομολογώ ότι αδυνατώ να περιγράψω όσα είδον. Το παν ήτο κατεστραμμένον τόσον εν τοις χωρίοις όσον και εν τη Μονή…
Εν τω προαυλίω της Μονής έκειντο άταφα εν διαλύσει 5 σώματα Ελλήνων… εντός δε της Μονής εν τη αυτή καταστάσει άλλα 5. Εντός ενός εκ των δωματίων της Μονής, έκειτο ύπτιον, γυμνόν, αποκεφαλισμένον, με πληγήν επί του στήθους δια ξιφολόγχης, διαμπερή, το σώμα εικοσαετούς νεάνιδος εκ του χωρίου Θέρσα, Κυριακή καλουμένη, εις στάσιν μαρτυρούσαν την επ’ αυτής διαπραχθείσαν ατίμωσιν».
«Ταύτην την στιγμήν φαίνονται εις τα όρη καπνοί και φλόγες»
Περίπου δέκα μήνες αργότερα, ήτοι αρχές του 1917, η ελληνική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης στέλνει τα δικά της στοιχεία για τα όσα συμβαίνουν στην Αμισό (Σαμψούντα) και στην περιφέρεια. Σε τέσσερις εκθέσεις, με ημερομηνίες 14 Ιανουαρίου, 29 Ιανουαρίου, 7 Φεβρουαρίου και 29 Φεβρουαρίου, διαβάζουμε συμπυκνωμένα τα εξής: «Ογδοήκοντα Eλληνες εκ των πλουσιωτέρων της Αμισού, συλληφθέντες άνευ ουδεμίας αφορμής, εφυλακίσθησαν απομονωθέντες πλήρως, την δε επομένην μετεφέρθησαν εις το εσωτερικόν. Οι εγκριτώτεροι των ομογενών έσχον την αυτήν τύχην…
Είκοσιν οκτώ έτερα χωρία επυρπολήθησαν εντός μιας εβδομάδος από την 15η Ιανουαρίου, μη συμπεριλαμβανομένων των πυρποληθέντων κατά Δεκέμβριον. Τα γυναικόπαιδα απεστάλησαν πεζή εν μέσω βροχής και χιόνων εις τα βιλαέτια Σεβάστειας και Aγκυρας. Νήπια, κοράσια, λεχώ, έγκυοι, ασθενείς και γέροντες ωθούνται από τόπον εις τόπον, διανυκτερεύοσι κατά χιλιάδας εις χάνια, όπου διαμένουσιν άνευ άρτου ή άλλης τροφής… Πολλά παιδιά απολέσαντα τους γονείς των διασκορίζονται εις τα όρη, ή εις τα τουρκικά χωρία. Οι μετατοπιζόμενοι αποθνήσκουσι καθ’ οδόν εκ της πείνης, του ψύχους και των ταλαιπωριών και θάπτονται εις τα όρη, ή αφήνονται βορά των αγρίων θηρίων… Κατά πρόχειρον υπολογισμόν ο αριθμός τούτων υπερέβη ήδη τας 20.000 καθ’ εκάστην δε αυξάνονται...». Και συνεχίζει: «Εκ Πάφρας απεστάλη εις Βοϊβάτ ολόκληρος άρρην πληθυσμός...
Οκτώ χωρία της Πάφρας παράγοντα τον εκλεκτότερον καπνόν της Τουρκίας επυρπολήθησαν και οι κάτοικοι μετεφέρθησαν εις το Βιλαέτιον της Aγκυρας, ετέρων δε οκτώ χωρίων της Αμισού οι κάτοικοι απεστάλησαν εις το εσωτερικόν. Ταύτην την στιγμήν φαίνονται εις τα όρη καπνοί και φλόγες… Και ο υπαίθριος πληθυσμός της Κερασούντος μετεφέρθει ολόκληρος εις το εσωτερικόν… Τα αυτά συνέβησαν εις τα επαρχίας Νεοκαισαρείας, Φάτζας και Τσαρσαμπά… Χείρονα τούτων συνέβησαν εις Πάφραν όπου κατά τας τελευταίας εβδομάδας παρεδόθησαν εις το πυρ έτερα είκοσι χωρία μετά των εκκλησιών των και των σχολείων, αφού ελεηλατήθη η κινητή αυτών περιουσία και η ακίνητος εγένετο παρανάλωμα του πυρός, ο πληθυσμός ελόκληρος απεστάλη εις το εσωτερικόν… Σκοπός όλων των φρικαδών τούτων γεγονότων είναι η εξόντωσις των εν Τουρκία Ελλήνων, οίτινες οφείλουσιν να εκλείψωσιν ως οι Αρμένιοι. Hδη το εν τέταρτον του μετατοπισθέντος πληθυσμού υπέκυψαν εις τον θάνατον».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρεσβεία μας στην Κωνσταντινούπολη ανέστειλε λίγο αργότερα τη λειτουργία της, εντός του 1917, λόγω των φρικαλεοτήτων.
Η εισηγητική έκθεση προς την Βουλή
Στοιχεία για το έγκλημα που διαπράχθηκε προκύπτουν, κυρίως, από τις ποντιακές οικογένειες που είχαν θύματα και τις μαρτυρίες εκείνων που επέζησαν. Ενδιαφέρον έχει η εισηγητική έκθεση προς την Βουλή για την αναγνώριση της Γενοκτονίας: «Στην περίπτωση της Ποντιακής Γενοκτονίας έχουμε εξόντωση των μελών συγκεκριμένης εθνικής ομάδας, σοβαρή προσβολή της φυσικής και πνευματικής της ακεραιότητας και υποβολή αυτής σε συνθήκες διαβίωσης που συνεπάγονταν τη μερική ή ολική βιολογική καταστροφή της. Εχουμε βίαιη μεταφορά παιδιών σε άλλη εθνική ομάδα.
Ολες δηλαδή τις πράξεις, που σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης για την πρόληψη και την καταστολή του εγκλήματος της γενοκτονίας, που υιοθέτησε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 9 Δεκεμβρίου 1948, στοιχειοθετούν αυτό το μεγάλο έγκλημα ενάντια στην ανθρωπότητα, το έγκλημα της γενοκτονίας. Γεωπολιτικοί λόγοι και κρατικές σκοπιμότητες επέβαλαν μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980 να παραμένει η Γενοκτονία των Ποντίων λησμονημένη από τους νόμους της ελληνικής πολιτείας αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Οσο μεγάλη όμως ήταν η αδικία, όσο περισσότερο χρόνο αποκρύφθηκαν τα γεγονότα, τόσο πιο έντονη ήταν η επιθυμία και η απαίτησή τους για την αναγνώριση από τη διεθνή κοινότητα του αδικήματος των διωγμών που υπέστησαν.
Ολοι οι λαοί που υπέστησαν επιθέσεις ενάντια στην ανθρώπινη ύπαρξή τους από δυνάμεις βίας, σοβινισμού και ρατσισμού καθιέρωσαν ημέρα μνήμης του δικού τους ολοκαυτώματος. Οι Πόντιοι, ένα κομμάτι του Ελληνισμού με μεγάλη προσφορά στον πολιτισμό της Μικρά Ασίας και του Εύξεινου Πόντου, δεν μπορούσαν να μείνουν χωρίς ημέρα μνήμης του δικού τους ολοκαυτώματος».
Το χρονικό της καθιέρωσης
Αρχές του 1991 οι Πόντιοι βουλευτές της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ στέλνουν στον πρόεδρο του κόμματος, Ανδρέα Παπανδρέου, μια επιστολή, ζητώντας να κατατεθεί πρόταση νόμου για την επίσημη αναγνώριση από τη Βουλή των Ελλήνων της Γενοκτονίας των 353.000 Ποντίων και παράλληλα να καθιερωθεί η 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης. Εκείνη την περίοδο στην εξουσία βρίσκεται η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Η κατάθεση θα πραγματοποιηθεί τελικά την 1η Απριλίου 1992 από 22 βουλευτές του Κινήματος. Παρά τις καλές προθέσεις της τότε υφυπουργού Εξωτερικών, Βιργινίας Τσουδερού, το ζήτημα δεν προωθήθηκε προς συζήτηση επειδή δεν κατέστη δυνατό να βρεθεί κατάλληλη ημερομηνία στην Ολομέλεια. Τον Οκτώβριο του 1993 στήνονται εκ νέου κάλπες. Αυτήν τη φορά κερδίζει τις εκλογές με ευρεία πλειοψηφία 170 εδρών το ΠΑΣΟΚ.
Ακριβώς δύο μήνες αργότερα, στις 9 Δεκεμβρίου 1993, η πρόταση επανακατατίθεται και τελικά ψηφίζεται με ευρεία πλειοψηφία από το Σώμα στις 24 Φεβρουαρίου 1994. Μάλιστα εννέα βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας καταθέτουν τροπολογία προκειμένου να τιμάται κάθε χρόνο σε όλα τα σχολεία της χώρας με τελετές, αν και στην πρόταση νόμου του ΠΑΣΟΚ προσδιοριζόταν ότι με Προεδρικό Διάταγμα και ύστερα από γνώμη των ποντιακών σωματείων θα καθορίζεται ο χαρακτήρας καθώς και το περιεχόμενο των εκδηλώσεων μνήμης.
Ο πρώτος νόμος για την αναγνώριση της γενοκτονίας, που θέσπισε ως Ημέρα Μνήμης τη 19η Μαΐου, περιελάμβανε τα γεγονότα που έγιναν μόνο στην περιοχή του Πόντου. Στη συνέχεια ήρθε ο δεύτερος νόμος για τη γενοκτονία -που θέσπισε ως Ημέρα Μνήμης τη 14η Σεπτεμβρίου- για να συμπεριλάβει το σύνολο των μικρασιατικών πληθυσμών αφήνοντας, δυστυχώς, απέξω την περιοχή της Ανατολικής Θράκης, απ’ όπου ξεκίνησε η ενιαία γενοκτονία, τον Απρίλιο του 1914. Οι ποντιακοί φορείς, πρέπει να σημειωθεί, κάνουν αξιοσημείωτες προσπάθειες ανάδειξης αυτών των ιστορικών σελίδων.