Όσοι πίστευαν, από τότε ακόμη που μας προέκυψε το συγκεκριμένο... φρούτο, ότι με ξένο αρχιδιαιτητή, ξένους διαιτητές στα ντέρμπι, ξένο ακόμη και τον συνεργάτη του αρχιδιαιτητή με αρμοδιότητα το VAR, θα βρούμε λύσεις σε όλα τα προβλήματά μας στο ελληνικό ποδόσφαιρο και τα πάντα θα κυλάνε ήρεμα, έπεσαν πολύ έξω.
Δεν στέκομαι, ασφαλώς, στις τελευταίες εξελίξεις, σε αυτά που συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό με αφορμή την αναζήτηση από την πλευρά της ΕΠΟ του αντικαταστάτη του Μπένετ.
Τουλάχιστον σε ό,τι με αφορά, δεν περίμενα τις συγκεκριμένες εξελίξεις για να καταλάβω τι γίνεται και οι πιστοί αναγνώστες της στήλης γνωρίζετε ποιες είναι οι απόψεις μου, καθώς αρκετές φορές έχω τοποθετηθεί για το θέμα της διαιτησίας.
Το έλεγα, το λέω και δεν θα σταματήσω να το λέω: το πρόβλημα με την διαιτησία οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην έλλειψη εμπιστοσύνης. Οφείλεται στο γεγονός ότι ο καθένας από τους μεγάλους του ελληνικού ποδοσφαίρου υποπτεύεται τους αντιπάλους του πως μπορεί κάποιοις (οι) από αυτόν (ους), να έχει (ουν) ευκολότερη πρόσβαση είτε στην ΕΠΟ είτε στον αρχιδιαιτητή, με συνέπεια να επηρεάζει (ουν) τους ορισμούς, ακόμη και να εξασφαλίζει (ουν) την εύνοια συγκεκριμένων διαιτητών.
Πώς είπατε; Κάτι σας θυμίζουν αυτά; Σας θυμίζουν εκείνες τις εποχές, όχι πολύ μακρινές, που η ίδια ακριβώς συζήτηση και οι μάχες χαρακωμάτων γινόταν για τους Έλληνες διαιτητές, που αποφάσισαν, εντέλει, οι ισχυροί του ποδοσφαίρου να τους περιθωριοποιήσουν και να φέρουν τους ξένους αφού με αυτούς δεν θα είχαν λόγο να ανησυχούν;
Πολύ καλά θυμάστε. Τα ίδια ακριβώς που γινόταν μέχρι πριν από μερικά χρόνια για τους Έλληνες αρχιδιαιτητές και τους Έλληνες διαιτητές, γίνονται τώρα για τους ξένους. Μα ακριβώς τα ίδια...
Και γίνονται γιατί μπορεί διάφορες από τις παραμέτρους του επαγγελματικού ποδοσφαίρου να αλλάζουν, όμως, υπάρχει μία, η σημαντικότερη, προφανώς, που μένει ίδια και απαράλλαχτη: οι ισχυροί του ποδοσφαίρου.
Όσο οι μεγάλοι του ποδοσφαίρου σκέφτονται και λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, όσο δεν καταφέρνουν να συνεννοηθούν, όσο δεν μπορεί να υπάρξει ένα μίνιμουμ έστω εμπιστοσύνης, μια συμφωνία σε κάποια πράγματα η οποία δεν θα σπάσει πριν ακόμη σηκωθούν από το τραπέζι, τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει.