Ελλάδα είναι έτοιμη να προσέλθει σε διάλογο με την Τουρκία «ανά πάσα στιγμή, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι από την άλλη πλευρά δεν θα υπάρχουν προκλήσεις που τον υπονομεύουν», υπογραμμίζει ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, σε συνέντευξή του στον «Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής».
«Δηλώσεις και χάρτες που είδαμε να κυκλοφορούν τις τελευταίες ημέρες στη γειτονική μας χώρα, προφανώς και για τις ανάγκες της προεκλογικής εκστρατείας, δεν λειτουργούν εποικοδομητικά, ούτε συνεισφέρουν στη διατήρηση του καλού κλίματος που έχει διαμορφωθεί στις διμερείς μας σχέσεις τους τελευταίους μήνες», τονίζει χαρακτηριστικά.
«Η θέση της Ελλάδας είναι ξεκάθαρη: Με την Τουρκία έχουμε μία διαφορά που αφορά στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ», αναφέρει και προσθέτει: «Θέλουμε η διαφορά αυτή να λυθεί με ειρηνικό τρόπο, μέσα από έναν ειλικρινή και εποικοδομητικό διάλογο, ο οποίος θα διεξαχθεί στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. Είναι και προς το συμφέρον της γείτονος χώρας».
Ο υπουργός Εξωτερικών σημειώνει ότι «το επόμενο διάστημα οι «προεκλογικοί πειρασμοί» δεν θα επιτρέψουν την διατάραξη αυτού του θετικού κλίματος που θα μπορούσε να αποτελέσει μία καλή αφετηρία για ουσιαστικό και ειλικρινή διάλογο μετά τις εκλογές στις δύο χώρες» και τονίζει: «Χωρίς, βεβαίως, αυτό να σημαίνει ότι είμαστε αφελείς».
«Έχουμε απόλυτη συναίσθηση των δυσκολιών στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπως έχουμε και πλήρη επίγνωση ότι η Τουρκία αυτή τη στιγμή δεν δείχνει να έχει αποστεί των πάγιων θέσεών της», επισημαίνει.
Ο υπουργός Εξωτερικών αναφέρει ότι η έμπρακτη συμπαράσταση της χώρας μας στον τουρκικό λαό μετά τους σεισμούς «δεν θα μπορούσε να μην έχει αντίκτυπο στις μεταξύ μας σχέσεις».
«Οι εικόνες από τις προσπάθειες των Ελλήνων διασωστών διέψευσαν το αφήγημα της εχθρικά διακείμενης γείτονος και δημιούργησαν μία ισχυρή κοινωνική και πολιτική βάση για μια θετική διπλωματία. Επομένως, θεωρώ ότι το σενάριο του θερμού επεισοδίου ή του ατυχήματος έχει απομακρυνθεί καθώς έχει πάρα πολλές προϋποθέσεις, που αυτή τη στιγμή δεν πληρούνται».
Βεβαίως, προσθέτει, «τις αυξομειώσεις στην τουρκική ρητορική, τις καταγράφουμε, όπως κάνουμε πάντα άλλωστε, τις σημειώνουμε, τις συγκρατούμε» και σημειώνει πως μετά τις εκλογές «υπάρχουν τρόποι να μειωθεί η ένταση, να εργαστούμε σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος, να προχωρήσουμε στην εξεύρεση κοινού εδάφους για την επίλυση της μόνης διμερούς διαφοράς που έχουμε με την Τουρκία, δηλαδή την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, επί τη βάση της UNCLOS και των αρχών του Διεθνούς Δικαίου - και όλα αυτά να γίνουν χωρίς να εκτοξεύουμε απειλές ο ένας στον άλλον».
«Δεν είμαστε αφελείς ούτε αιθεροβάμονες», επισημαίνει. «Σκοπός μιας υπεύθυνης εξωτερικής πολιτικής είναι να προλαμβάνει τα θερμά επεισόδια και υποχρέωση μιας αποτελεσματικής εθνικής άμυνας να τα διαχειρίζεται».
«Τα τέσσερα τελευταία χρόνια έχουμε καταρτίσει ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο που μπορεί να ανταποκρίνεται σε οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια εκ μέρους της Τουρκίας. Παίρνουμε τα μέτρα μας και νομίζω ότι θα πάμε με ασφάλεια και ομαλότητα και στις δικές μας εκλογές».
Αναφερόμενος στη θητεία του ως υπουργός Εξωτερικών επισημαίνει ότι ανέλαβε «σε μία κρίσιμη - και γι' αυτό, ενδιαφέρουσα - περίοδο, και σε διεθνές και σε περιφερειακό επίπεδο».
«Η άσκηση των καθηκόντων μου σε όλη τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας επέτρεψε την εκπόνηση και εφαρμογή ενός συνεκτικού σχεδίου με ευρύ γεωγραφικό ορίζοντα και με στόχο τη διαρκή επέκταση και εμβάθυνση των συμμαχιών και συνεργασιών μας και την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προκλήσεων».
Αναφερόμενος στην επιχείρηση απεγκλωβισμού από το Σουδάν επισημαίνει ότι ήταν μια περίπλοκη άσκηση σε πολλά επίπεδα: «Διαβουλεύσεις και συνεννοήσεις με ομολόγους μου, τις διπλωματικές μας αρχές στην περιοχή, τον ύπατο Εκπρόσωπο Εξωτερικής Πολιτικής της ΕΕ, ξένες Πρεσβείες, σχεδιασμός για την αποστολή των δύο μεταγωγικών αεροσκαφών στη νότια Αίγυπτο, σε στενή συνεργασία με το υπουργείο 'Αμυνας».
«Η Ελλάδα διαθέτει σημαντική εμπειρία χειρισμού τέτοιων καταστάσεων από ανάλογες περιπτώσεις απεγκλωβισμών που φέραμε εις πέρας με επιτυχία στο παρελθόν. Αυτό, μαζί με τις άριστες σχέσεις που έχουμε με χώρες της περιοχής, συνέβαλε στην επιτυχή κατάληξη και αυτής της επιχείρησης», επεσήμανε.
Αναφερόμενος στις εκλογές, ο κ. Δένδιας εκφράζει την άποψη ότι «οι πολίτες δεν επιθυμούν μία παλινδρόμηση της χώρας σε συνθήκες αστάθειας και θα δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στα πεπραγμένα της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, η οποία κατάφερε να διαχειριστεί επιτυχώς μία σειρά εξωγενών κρίσεων».
«Η σύγκριση των πεπραγμένων της σημερινής διακυβέρνησης με την κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ θα παίξει σημαντικό ρόλο. Μετά τη δεκαετή κρίση την οποία αντιμετώπισε η Ελλάδα, με τις γνωστές συνέπειες, είμαι βέβαιος ότι οι πολίτες δε θα απεμπολήσουν το κεκτημένο της σταθερότητας και της ομαλότητας».
Επισημαίνει ότι η κυβέρνηση πήρε δραστικά μέτρα όταν χρειάσθηκε, για τη στήριξη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και πρόσθεσε ότι η νέα διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας «θα δώσει ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της αντιμετώπισης της ακρίβειας σε βασικά καταναλωτικά αγαθά, ως αποτέλεσμα μιας ακόμα εξωγενούς κρίσης. Και στην περίπτωση αυτή πάντως η σύγκριση με τα πεπραγμένα ΣΥΡΙΖΑ είναι καταλυτική. Ας θυμηθούμε ποια κυβέρνηση έδωσε το δικαίωμα στα funds να "αλωνίζουν" στον τομέα των δανείων και τι έγινε με το υπερταμείο».
Ερωτηθείς σχετικά με το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης ηττημένων, σημειώνει πως «ακόμα και αν προκύψουν αριθμητικοί συσχετισμοί από το αποτέλεσμα της κάλπης που να της επιτρέψουν να σχηματισθεί, δε θα έχει καμία προοπτική στην πραγματικότητα».
Αναφορικά με την τροπολογία για το μπλόκο στο κόμμα Κασιδιάρη, ο κ. Δένδιας αναφέρει ότι «το συγκεκριμένο ζήτημα είναι πρωτίστως πολιτικό και εν συνεχεία νομικό».
«Εάν η συντεταγμένη Πολιτεία έχει αποφασίσει ότι δεν ανέχεται την ύπαρξη νεοναζιστικών μορφωμάτων, τα οποία συνιστούν απειλή για το δημοκρατικό πολίτευμα και το Κράτος Δικαίου στη χώρα μας, όλα τα άλλα έπονται».
«Εκτιμώ, συνεπώς, ότι, ανεξάρτητα από νομοτεχνικές συζητήσεις, θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο να είχαν υπερψηφίσει όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης την πρόταση της κυβέρνησης, στέλνοντας ένα ισχυρό μήνυμα ομοψυχίας στο συγκεκριμένο ζήτημα, ακόμα και με την παράλληλη διατύπωση κριτικής», καταλήγει.