Ο Παναγιώτης Δεληγιαννίδης σε μία σπάνια συνέντευξη του, γυρίζει τον χρόνο πίσω στις στιγμές που έζησε με τον ΠΑΟΚ, κάνει την ανασκόπηση της περσινής χρονιάς και το πρόβλημα υγείας του, κάνει την… αυτοκριτική του και θυμάται ωραίες και άσχημες ποδοσφαιρικές και μη ιστορίες που έχει ζήσει μέχρι τα 25 του….
Η Ρουμανία και η σοβαρή περιπέτεια υγείας
«Η χρονιά που πέρασε ξεκίνησε χωρίς να έχω κάποια παιχνίδια, δεν το περίμενα κιόλας είναι η αλήθεια, αλλά από την άλλη είναι λογικό γιατί είμαι ένας καινούργιος παίκτης σε μία ομάδα που την προηγούμενη χρονιά είχε φτάσει στον τελικό του Κυπέλλου Ρουμανίας. Επίσης, λόγω του κορωνοϊού δεν είχαμε προετοιμασία και υπέγραψα 10 Αυγούστου και στις 22 ξεκίνησε το πρωτάθλημα.
Όταν ξεκίνησα να παίρνω παιχνίδια στα πόδια μου, κόλλησα κορωνοϊό και ήταν ένας παράγοντας που με κράτησε πίσω. Πριν τη διακοπή των Χριστουγέννων κέρδισα ξανά τη θέση μου, αλλά με το που επιστρέψαμε για τον δεύτερο γύρο του πρωταθλήματος εμφάνισα ένα πρόβλημα με τα αιματολογικά μου, καθώς μετά τους αγώνες και τις προπονήσεις δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι».
- Που οφειλόταν αυτό το πρόβλημα;
«Αυτό εμφανίστηκε τον Ιανουάριο όταν δώσαμε ένα παιχνίδι στους -16 βαθμούς και επειδή ο οργανισμός δεν είχε συνηθίσει σε αυτές τις συνθήκες, μετά το παιχνίδι άρχισα να νιώθω έναν πόνο στα λαιμά και ένιωθα μία κόπωση. Εκείνη την περίοδο είχαμε συνολικά 25 άτομα με Covid – 19, και είχαμε 10 παιχνίδια σε σύντομο χρονικό διάστημα, οπότε δεν είχα περιθώριο να απουσιάσω. Έκανα και εγώ τεστ, ήμουν αρνητικός, αλλά είχα μία τιμή ανεβασμένη στα αιματολογικά μου και με αγωγή με αντιβίωση μπόρεσα να παίξω, αλλά με το που τελείωνε η αντιβίωση, πάλι τα ίδια συμπτώματα.
Μετά από ένα παιχνίδι που είχαμε «κλειδώσει» τη θέση μας στα play – off, έπιασα τον coach και του είπα ότι, έπαιξα όσο μπορούσα και βοήθησα την περίοδο που η ομάδα δεν είχε παίκτες λόγω του κορωνοϊού αλλά δε νιώθω καλά και θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα για να δω τι έχω και δεν αισθάνομαι καλά.
Έτσι επέστρεψα στην Ελλάδα και οι γιατροί διέγνωσαν ότι πέρασα λοιμώδη μονοπυρήνωση μαζί με στρεπτόκοκκο στις αμυγδαλές. Τότε μου είπαν ότι έπρεπε να καθίσω ένα μήνα χωρίς να κάνω τίποτα. Σε συνεννόηση με thn ομάδα βρέθηκε τρόπος για να επιστρέψω μετά από ένα χρονικό διάστημα ώστε να είμαι έτοιμος για την έναρξη των Play – Off. Μετά από έναν αγώνα όμως πάλι εμφανίστηκε η ίδια κόπωση και έτσι επειδή η υγεία είναι πάνω από όλα αποφάσισα να λύσω το συμβόλαιο μου και ακολούθησα ειδική αγωγή και με ενέσιμα».
- Αφήνοντας αυτή την περιπέτεια, και γυρνώντας τον χρόνο πίσω, πότε ήταν η φορά που είπες στον εαυτό σου, ΄΄να η ευκαιρία σου΄΄;
«Εγώ ξεκίνησα το ποδόσφαιρο γιατί ήθελα να πάω κόντρα στον πατέρα μου που ήθελε να με γράψει τένις. Εγώ όμως ήθελα ένα ομαδικό άθλημα και όχι να παίζω μόνος μου. Στην ηλικία των 13 κατάλαβα ότι πηγαίνει σε πιο σοβαρό επίπεδο, όταν και αγωνιζόμουν στην μεικτή ομάδα της ΕΠΣΜ.
Εγώ ήρθα στον ΠΑΟΚ επί εποχή Δώνη και είχα πάει κατευθείαν προετοιμασία με την Α΄ομάδα αν και δεν το περίμενα. Άμα πεις σε κάποιον πιτσιρικά που κάνει προπόνηση με την μεγάλη ομάδα, είσαι έτοιμος; Δεν θα πει κανένας όχι, ενώ πραγματικά δεν είναι γιατί πρέπει να περάσει κάποια στάδια. Όταν ήμουν εγώ είχαμε μεγάλες προσωπικότητες στα αποδυτήρια. Τον Κατσουράνη, τον Κλάους, τον Γκαρσία, τον Λίνο, τον Γλύκο, τον Φωτάκη και εγώ ΄΄φοβόμουν΄΄ να μπω στα αποδυτήρια. Ήμουν 15 χρονών και ένιωθα ΄΄ψαρωμένος΄΄. Την προηγούμενη χρονιά πανηγύριζα με τους Μπέμπηδες το διπλό στην Τότεναμ και την επόμενη χρονιά ήμουν συμπαίκτης με αυτούς τους ανθρώπους».
- Την πρώτη σου συμμετοχή την θυμάσαι;
«Η πρώτη μου επίσημη συμμετοχή ήταν με τον κ. Γεωργιάδη, σε ένα παιχνίδι Πανιώνιος – ΠΑΟΚ στη Νέα Σμύρνη, στην τελευταία αγωνιστική πριν το μίνι πρωτάθλημα, αλλά δεν την περίμενα. Είχα αγωνιστεί 12΄λεπτά, σε ένα παιχνίδι που ο Πανιώνιος ήθελε τη νίκη για τη σωτηρία του. Γυρίζει φωνάζει, «Δέλη» και τότε εγώ πρέπει να ένα 100αρι (σ.σ. γέλια)».
«Έδωσα μία φανέλα μου σε αστυνομικό για να περάσω τον έλεγχο»
- Εκείνη τη φανέλα μετά τον αγώνα, σε ποιον την έδωσες;
«Εχω μόνο μία φανέλα μου από ένα φιλικό με την Παρτιζάν, από το ντεμπούτο μου δεν ξέρω που είναι η φανέλα. Ωστόσο υπάρχει μία ωραία ιστορία με μία εμφάνιση μου όταν ήμουν στον ΟΦΗ, παίζαμε τελευταίο παιχνίδι στην Αθήνα με τον Παναθηναϊκό και από εκεί εγώ θα έφευγα για Θεσσαλονίκη, οπότε είχε έρθει ο κολλητός μου στην Κρήτη να φορτώσουμε το αυτοκίνητο για να το βάλει αυτός στο καράβι και να γυρίσουμε μαζί από Αθήνα. Έτσι όπως γυρνούσαμε με το αμάξι γεμάτο, από ότι μπορείς να φανταστείς, μας σταματάνε στα διόδια για έλεγχο. Λέω τον λόγο της μετακίνησης μου και ότι ήμουν ποδοσφαιριστής, τότε ο αστυνομικός με ρωτάει αν έχω κάποια φανέλα μου, εγώ όμως την είχα τάξει στον κολλητό μου, αλλά εν τέλει για να μην μας ψάχνουν όλο το αμάξι την έδωσα και ο φίλος μου στο υπόλοιπο ταξίδι δεν μου μιλούσε».
- Τι άλλαξε στον Παναγιώτη περνώντας από τους «μικρούς» στους «μεγάλους»;
«Για εμένα, δεν χρειάζεται να αλλάξεις τίποτα. Αν θες να λέγεσαι επαγγελματίας, είτε αγωνίζεσαι στην κ17, είτε στην κ19, είτε στην πρώτη ομάδα, πρέπει να παλεύεις για τα όνειρα σου και να προπονείσαι κάθε ημέρα. Το να δουλεύεις μέχρι να γίνεις επαγγελματίας και μετά να επαναπαυτείς είναι μεγάλο λάθος. Εγώ στα 18 μου, τότε που ήμουν αρχηγός στην Εθνική και ενώ ήμουν στην πρώτη ομάδα ΄΄κατέβαινα΄΄ και έπαιζα αγώνες στην κ19, ξεκίνησα να λέω στον εαυτό μου ότι κάτι έκανα, ενώ δεν είχα καταφέρει τίποτα. Αυτό με άφησε πάρα πολύ πίσω, είχα αφήσει τις ατομικές προπονήσεις που έκανα και τότε είπα ΄΄ωπα΄΄. Όπως είπα, έχω κάνει λάθη, αλλά έχω καταλάβει τι πρέπει να κάνω από εδώ και πέρα, γιατί μεγάλωσα έφτασα 25 χρονών και ξέρω τα λάθη μου και τώρα θα κάνω τις σωστές επιλογές».
- Πως έφτασες στο πρώτο σου συμβόλαιο;
«Για εμένα ήταν όνειρο ζωής να υπογράψω επαγγελματικό συμβόλαιο, πόσο μάλλον στα 15 μου. Είχε πάρει τηλέφωνο ο κ. Βρύζας τον πατέρα μου, για να κάνουν μία συνάντηση, και ο πατέρας μου θα πήγαινε να του πει ότι ΄΄ευχαριστούμε πολύ για την πρόταση, αλλά θα υπογράψουμε αλλού΄΄. Εγώ δεν είχα μάνατζερ τότε, και η πρόταση του ΠΑΟΚ ήταν, επαγγελματικό συμβόλαιο και προετοιμασία με την πρώτη ομάδα, ενώ η άλλη ομάδα από την Ελλάδα που με είχε πλησιάσει μου έδινε επαγγελματικό συμβόλαιο αλλά με την κ19».
- - Από ποιον παίκτη είχες ζητήσει φανέλα σε αγώνα;
«Σε ένα φιλικό του ΠΑΟΚ με την Αϊντχόβεν στην Τούμπα το 2012, είχα ζητήσει μετά το τέλος της αναμέτρησης τη φανέλα του Φαν Μπόμελ, ήθελα πολύ να πάρω τη φανέλα του αλλά δεν μου την έδινε. Η πρώτη φανέλα που είχα πάρει ήταν ενός φίλου μου, που έπαιζε στη Γιουβέντους, του Άλμπερτ Ρούσου».
«Είπα στον εαυτό μου ότι έφτασα 24 και δεν έχω παίξει»
- Από στιγμές τι κρατάς; Ποια είναι η φωτογραφία ζωής σου;
«Η κατάκτηση του Κυπέλλου στον Βόλο. Ήταν πολλά χρόνια η ομάδα χωρίς τίτλο, οπότε από μόνη της ήταν μία σημαντική στιγμή».
Για να συμπληρώσει… «Όταν ήμουν 14 χρονών ο πατέρας μου είχε κάνει μία επέμβαση στην καρδιά και με το που βγήκε από το νοσοκομείο πήγαμε στο εξοχικό μας στην Χαλκιδική και το ίδιο βράδυ μπήκαν ληστές στο σπίτι μας με όπλα, οπότε και αυτό το θυμάμαι έντονα. Το εν λόγω συμβάν ήταν ο λόγος που ενώ είχα πρόταση, δεν πήγα στην Αυστρία, γιατί ήθελα να είμαι με την οικογένεια μου. Τώρα που το σκέφτομαι ήταν λάθος, αλλά αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω θα έκανα το ίδιο».
- - Από προπονητές που έχεις συνεργαστεί, Δεν είναι και λίγοι…
«Με τον κύριο Στέφενς δεν μπορώ να πω πολλά, γιατί δεν τον έζησα τόσο. Κάναμε προετοιμασία και μετά εγώ ήμουν στην κ19, οπότε δεν τον έζησα. Τον κύριο Ίβιτς τον είχα και στην κ19, αλλά και στην πρώτη ομάδα, ήταν πολύ σοβαρός, πολύ πειθαρχημένος. Είναι δύσκολη η μετάβαση από παίκτης να γίνεις προπονητής και να δεις ότι πλέον δεν είσαι εσύ ποδοσφαιριστής, και αυτό που ήθελε το έκανε. Νομίζω ότι είναι δύσκολη η μετάβαση για έναν προπονητή από τους ΄΄μικρούς΄΄ στους ΄΄μεγάλους΄΄, γιατί προπονείς παιδιά για να γίνουν επαγγελματίες, ενώ στην πρώτη ομάδα έχεις να διαχειριστείς πολλά περισσότερα πράγματα και πρέπει να διαχειριστείς και έμπειρους ποδοσφαιριστές».
- Υπήρξε κάποια στιγμή που σκέφτηκες να τα παρατήσεις;
«Όταν είχα κάνει χειρουργείο στη μέση, μένοντας 1.5 χρόνο εκτός, ένιωσα ότι χάνονται πολλά πράγματα. Ήταν να φύγω να κάνω την επέμβαση στην Γερμανία, γιατί είχε το ίδιο πρόβλημα και ο Βαγγέλης Παυλίδης, ο οποίος μου πρότεινε έναν γιατρό εκεί, αλλά εν τέλει έκανα την επέμβαση στην Κρήτη και από τότε δεν είχα κάποια άλλη ενόχληση.
Όταν είχα λύσει το συμβόλαιο μου με τον ΠΑΟΚ και πήγα στον ΟΦΗ, πάνω που πήγα να κάνω κάτι και ενώ έκανα τις θεραπείες μου και με χειροπρακτικό αλλά σε μία προπόνηση άκουσα πάλι… ΄΄κρακ΄΄ και αποφασίστηκε να μπω στο χειρουργείο. Τότε είπα ότι έφτασα 24 χρονών και δεν έχεις παίξει, τότε ένιωσα ότι άρχισαν να χάνονται πολλά και επέλεξα να πάω στη Ρουμανία, παρά το γεγονός ότι είχα άλλα δύο χρόνια συμβόλαιο. Ο ΟΦΗ ήταν ένα υγιές σωματείο, με καλή διοίκηση, καλό μεγαλομέτοχο τον κύριο Μπούση και προοπτικές για τη δική μου εξέλιξη. Αλλά είπα ότι πρέπει να πάω σε ένα πρωτάθλημα για να βρω ξανά τον εαυτό μου. Υπάρχουν περιπτώσεις που πρέπει να κάνεις ένα βήμα πίσω για να πας δύο μπροστά».
- Τι άλλο σου μένει από τον ΟΦΗ;
«Την πρώτη χρονιά που ήμουν δανεικός, σωθήκαμε στα μπαράζ με το φάουλ του Ναμπί. Εκείνη την χρονιά είχε έρθει ο κύριος Μπούσης, με την ομάδα να έχει 9 βαθμούς στο πρωτάθλημα, με το που ήρθε μαζί με τους συνεργάτες του, η ομάδα άρχισε να ανεβαίνει και να θυμίζει τον ΟΦΗ που ξέρουμε. Εγώ μπορεί να ήμουν δανεικός και το συμβόλαιο μου να το πλήρωνε ο ΠΑΟΚ, αλλά δεν ένιωθα καλά όταν έμπαινα στα αποδυτήρια και υπήρχαν παιδιά που είχαν να πληρωθούν 3-4 μήνες, αλλά όλα άλλαξαν με τον κ. Μπούση. Τη δεύτερη χρονιά αν δεν υπήρχε ο ΟΦΗ δεν θα έλυνα το συμβόλαιο μου με τον ΠΑΟΚ. Είναι μία ομάδα με μεγάλο κόσμο, επενδυτή αλλά και υπήρχε ποδοσφαιρικό πλάνο, είπα ότι άξιζε να κάνω αυτό το βήμα».
- Γούρια έχεις πριν από έναν αγώνα;
«Έχω ένα, αλλά δεν ξέρω πως έχει προκύψει. Πριν μπω στο γήπεδο κάνω τρία βηματάκια κουτσό. Επίσης έχω συγκεκριμένες εικόνες στη θέση μου στα αποδυτήρια. Από στιγμές αποδυτηρίων, θυμάμαι μία άσχημη από την Σέπτσι φέτος, που μετά το τέλος ενός αγώνα που ήρθε ισοπαλία έγινε ένας έντονος καβγάς με εμένα και έναν συμπαίκτη μου γιατί κυνηγούσαμε την είσοδο μας στα play – off και αν ερχόταν η νίκη θα παίρναμε μία ανάσα. Από καλές στιγμές, θα πω την στιγμή μετά τη λήξη του αγώνα με τον Παναθηναϊκό στην Τούμπα, το 4-0. Τότε είχε μπει ο Γιώργος Σαββίδης με τον Κλάους στα αποδυτήρια με πυρσούς. Τότε είπαμε ότι θα το πάρουμε. Τον Κλάους τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση, έχει 106 γκολ με τον ΠΑΟΚ, δεν είναι και λίγα…».
- Μέσα στη χρονιά είχες και την απώλεια του πατέρα σου…
«Είχε αρκετά θέματα υγείας ο πατέρας μου, αλλά εγώ γύρισα 23 Δεκεμβρίου από τη Ρουμανία και ο πατέρας μου έφυγε τρεις ημέρες αργότερα και έφυγα ξανά στις 2 Ιανουαρίου. Την απώλεια του πατέρα μου την κατάλαβα όταν γύρισα πίσω αφότου έλυσα το συμβόλαιο μου. Το να χάνεις ένα οικογενειακό σου πρόσωπο είναι μία δύσκολη κατάσταση και πρέπει να ζεις με αυτό.
Ένας ποδοσφαιριστής φεύγει νωρίς από το σπίτι και η επαφή που έχει πολλές φορές είναι μέσω τηλεφώνου, όπως εγώ που έβλεπα τον πατέρα μου στις διακοπές. Δεν θα κρυφτώ, αλλά ξεκίνησα συνεδρίες με ψυχολόγο για να το καταλάβω και να μπορέσω να διαχειριστώ την όλη κατάσταση. Σε όλο αυτό είχα δίπλα μου τους φίλους μου, οι οποίοι εκτός από ένα άτομο, έχουν χάσει τον πατέρα τους και ήταν πάντα δίπλα μου. Εγώ με τη σειρά μου προσπαθούσα να στηρίξω την αδερφή μου και τον αδερφό μου, όπως και τη μάνα μου».
- Που θα ήθελες εσύ να δεις τον Παναγιώτη για να πεις ότι τα κατάφερες;
«Δύσκολα μπορείς να πεις ότι είσαι ολοκληρωμένος. Κάθε ημέρα πρέπει να δουλεύεις για να συνεχίζεις να προοδεύεις. Θέλω να είμαι υγιής και να βρω μία ομάδα που να είναι πάνω στο στυλ μου και να με βοηθήσει, χωρίς να κυνηγάω το οικονομικό κομμάτι, απλά θέλω να δείξω ποιος είμαι, γιατί πιστεύω ότι έχω πολλά πράγματα ακόμα να δώσω. Δεν βάζω ταβάνι στους στόχους μου».