Μια ημέρα που έχασε τόσο άξαφνα το χρώμα της και έμεινε χαραγμένη στο μυαλό του φίλαθλου κόσμου ως «μαύρη επέτειος». Δύο από τις κορυφαίες ομάδες εκείνης της εποχής, η Λίβερπουλ και η Νότιγχαμ Φόρεστ διασταύρωναν τα ξίφη τους εκείνη την Κυριακή της 15ης Απριλίου του 1989 στα ημιτελικά του Κυπέλλου Αγγλίας στο γήπεδο Χίλσμπορο του Σέφιλντ.
Κάτι τα έργα που γινόταν στο δρόμο, κάτι οι εξονυχιστικοί έλεγχοι της αστυνομίας έφεραν την καθυστέρηση της άφιξης των λεωφορείων που μετέφεραν τους οπαδούς των «κόκκινων». Περίπου μία ώρα πριν το πρώτο λάκτισμα της αναμέτρησης άρχισαν να καταφθάνουν στο γήπεδο και σχεδόν 10.000 από αυτούς δεν είχαν πάρει τη θέση τους στην κερκίδα πριν το πρώτο σφύριγμα. Οι υπεύθυνοι κατέθεσαν αίτημα για καθυστέρηση της σέντρας προκειμένου να μπορέσουν οι φίλαθλοι να βρεθούν στην εξέδρα αλλά αυτό απορρίφθηκε.
Το παιχνίδι άρχισε κανονικά στις 15.00, όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί. Τα έξι πρώτα λεπτά είχαν κυλήσει όταν ο επικεφαλής της αστυνομίας αποφάσισε να επιτρέψει την είσοδο σε περίπου 2.000 φιλάθλους της Λίβερπουλ, που ενώ είχαν εισιτήριο δεν είχαν προλάβει να μπουν μέσα λόγω των αυξημένων ελέγχων. Μια απόφαση που έμελλε να προκαλέσει το θάνατο 96 ανθρώπων και των τραυματισμό άλλων 766.
Το χρονικό της τραγωδίας
H άτακτη είσοδος των φιλάθλων και η μη καθοδήγηση των αστυνομικών δυνάμεων προκάλεσε πανικό στην ήδη υπεράριθμη εξέδρα ορθίων «Leppings Lane», με αποτέλεσμα πολλοί φίλαθλοι που βρισκόταν στις μπροστινές θέσεις να εγκλωβιστούν στα κάγκελα και να πεθάνουν από ασφυξία.
Η κατάσταση πιο πίσω δεν ήταν καλύτερη αφού πολλοί νεκροί έμεναν όρθιοι μέσα στο πλήθος. Κάποιοι προσπάθησαν να βρουν διέξοδο πηδώντας στον αγωνιστικό χώρο αλλά οι αστυνομικοί, μη αντιλαμβανόμενοι τι συνέβαινε, τους γύριζαν πίσω επειδή θεωρούσαν ότι ήθελαν να εισβάλλουν στον αγωνιστικό χώρο.
Κάποιος έτρεξε στον τερματοφύλακα της Λίβερπουλ, Μπρους Γκρόμπελαρ, και του φώναξε να σταματήσει το παιχνίδι. Εκείνος το ανέφερε στον διαιτητή, ο οποίος με τη σειρά του διέταξε τους ποδοσφαιριστές των δύο ομάδων να μπουν στα αποδυτήρια.
Αυτό που ακολούθησε δεν θα μπορούσε να το φανταστεί κανείς. Η αστυνομία επέτρεψε στους φιλάθλους να πηδήξουν μέσα στο τερέν του γηπέδου, το οποίο γέμισε νεκρούς και τραυματίες. Οι διαφημιστικές πινακίδες χρησιμοποιήθηκαν ως φορεία για την μεταφορά των τραυματιών στα ασθενοφόρα, που καθυστέρησαν να έρθουν. Όσοι ήταν εκεί και γνώριζαν από πρώτες βοήθειες ή ήταν γιατροί και νοσοκόμοι προσπάθησαν έσπευσαν να βοηθήσουν.
Το κακό είχε γίνει, όμως. 766 άτομα τραυματίστηκαν και 94 άνθρωποι, ανάμεσα τους και πολλοί ανήλικοι, άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή. Άλλοι δύο θα έβγαζαν εισιτήριο για το μακρινό αυτό ταξίδι αργότερα στο νοσοκομείο, όπου είχαν μεταφερθεί βαριά τραυματισμένοι.
Μια τραγωδία που χάραξε την ιστορία της Λίβερπουλ και ένα τραγικό συμβάν που ήρθε να προστεθεί στα γεγονότα του Χέιζελ και αποτέλεσε ένα ακόμη ισχυρό χτύπημα για το αγγλικό ποδόσφαιρο.
Η τραγική ειρωνεία είναι ότι λίγες ημέρες πριν η UEFA είχε αποφασίσει να δώσει άδεια στις αγγλικές ομάδες να συμμετέχουν στα ευρωπαϊκά κύπελλα μετά τον αποκλεισμό που τους επέβαλλε λόγω των γεγονότων του Χέιζελ τον Μάιο του 1985. Εν τέλει οι βρετανικοί σύλλογοι μπήκαν στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις δύο χρόνια αργότερα.
Τα μέτρα της Θάτσερ και οι «ψεύτικοι» υπεύθυνοι
Η Πρωθυπουργός της χώρας, Μάργκαρετ Θάτσερ, αμέσως διέταξε έρευνα για να βρεθούν τα αίτια της ανείπωτης αυτής τραγωδίας και επέβαλλε μια σειρά μέτρων που συνέβαλλαν στην ασφάλεια των φιλάθλων στο γήπεδο.
Απαγόρευσε την πώληση του αλκοόλ στα γήπεδα, επέβαλλε την υποχρεωτική έκδοση καρτών για τους φιλάθλους, τη χρήση καμερών στα γήπεδα και την κατάργηση των εξεδρών ορθίων και την τοποθέτηση καθισμάτων στις κερκίδες.
Πολλοί έβλεπαν τον χουλιγκανισμό ως τον κύριο υπεύθυνο. Χαρακτηριστικό είναι το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Sun» με τίτλο «The truth, η οποία δεκαπέντε χρόνια αργότερα δημοσίευσε την απολογία της ζητώντας δημόσια συγγνώμη για τη θέση που πήρε τότε. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις του τότε Γάλλου προέδρου της UEFA, Ζακ Ζορζ, που έκανε λόγο για «ζώα». Μια μέρα αργότερα θα ζητούσε συγγνώμη.
Η αστυνομία έδωσε στο φως της δημοσιότητας στοιχεία μετά από πολλά χρόνια. Οι δύο οργανώσεις που δημιουργήθηκαν, «Hillsborough Justice Campaign» και «Hillsborough Family Support Croup», άσκησαν πολλές πιέσεις για να βρεθούν οι πραγματικοί υπεύθυνοι. Ωστόσο, η πραγματικότητα ήταν μία, εκείνοι που ευθυνόταν δεν τιμωρήθηκαν ποτέ.
Η δικαίωση της 12ης Σεπτεμβρίου 2012
Η 12η Σεπτεμβρίου 2012 ήταν μια ιστορική μέρα για τις οικογένειες των θυμάτων καθώς δόθηκε στη δημοσιότητα το πόρισμα της Ανεξάρτητης Επιτροπής, επικεφαλής της οποίας ήταν ο επίσκοπος της Λίβερπουλ Τζέιμς Τζόουνς, το οποίο αποδείκνυε την ευθύνη των αστυνομικών δυνάμεων του Νότιου Γιορκσάιρ.
Η Επιτροπή κατήγγειλε πως έγινε παραποίηση στοιχείων στις καταθέσεις από πλευράς Αστυνομίας για να διαγραφούν ή να τροποποιηθούν τα σχόλια που αφορούσαν στην αστυνόμευση του αγώνα και την στάση των Αρχών στην τραγωδία. Επίσης, υπήρχαν καταγγελίες για ανάλογη στάση και από τις Νοσοκομειακές Υπηρεσίες.
Οι αποκαλύψεις προκάλεσαν την αντίδραση και του Πρωθυπουργού, Ντέιβιντ Κάμερον, ο οποίος ζήτησε συγγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων και μίλησε για ευθύνες των αστυνομικών δυνάμεων. Επιπλέον, αποκάλυψε ότι η Επιτροπή εξέτασε 450.000 σελίδες της δικογραφίας και άλλα αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης, ενώ δόθηκε προτεραιότητα στις οικογένειες των θυμάτων στην ανάγνωση του πορίσματος.
Τέλος, παραδέχθηκε ότι 59 από τους 96 νεκρούς θα μπορούσαν να είχαν επιζήσει, εάν τους είχε δοθεί η απαιτούμενη ιατρική βοήθεια: «'Ήταν μεγάλο λάθος της αστυνομίας που παραποίησε τις καταθέσεις, για να ρίξει την ευθύνη στους οπαδούς. Οι οπαδοί της Λίβερπουλ, είναι πλέον βέβαιο, ότι δεν ευθύνονται για την καταστροφή».
Η αντίδραση του αγγλικού συλλόγου ήταν άμεση: «Έπειτα από 23 επίπονα χρόνια, οι οπαδοί μας απαλλάχθηκαν για όλα όσα τους κατηγόρησαν. Σήμερα, ο κόσμος γνωρίζει αυτό που εμείς ξέραμε. Οι οπαδοί της Λίβερπουλ ήταν αθώοι εκείνη την τραγική μέρα. Υπήρξε κατακριτέα και επιζήμια διαστρέβλωση της αλήθειας».
Η υπόθεση μπήκε ξανά στο μικροσκόπιο
Τρεις μήνες αργότερα νέα στοιχεία είδαν το φως της δημοσιότητας. Το Ανώτερο Δικαστήριο δικαίωσε τις οικογένειες των θυμάτων και απέρριψε την αρχική ετυμηγορία που έκανε λόγο για ατύχημα.
Δύο χρόνια (2014) αργότερα άρχισε νέα ακρόαση για την αναζήτηση των πραγματικών αιτιών της τραγωδίας στην αίθουσα Birchwood Park του Warrington. Ένα σώμα ενόρκων που αποτελούνται από 11 μέλη, 7 γυναίκες και 4 άνδρες, επιλέχθηκε να ακούσει τις καταθέσεις των μαρτύρων. Μάλιστα, η κατάθεση του αστυνομικού Κλιν Ντέιβις (Μάρτιος 2015) ήταν ιδιαίτερα σοκαριστική.
«Θυμάμαι τα λόγια του επικεφαλής σαν να ήταν χθες. Πρόκειται, είπε, να ρίξουμε το φταίξιμο για την καταστροφή σ' αυτούς που πραγματικά την έχουν: στους μεθυσμένους φίλους της Λίβερπουλ που δεν είχαν καν εισιτήρια.
Μας είπαν να κάνουμε βόλτες στον κεντρικό δρόμο μέσω του οποίου έφτασαν στο γήπεδο οι οπαδοί της Λίβερπουλ για να βρούμε κουτάκια μπύρας ή και άλλα άδεια μπουκάλια με οινοπνευματώδη ποτά ενώ δόθηκε εντολή να πάρουμε καταθέσεις από πολίτες των οποίων τα σπίτια βρίσκονται κοντά στο Χίλσμπορο. Μιλήστε στον κόσμο αλλά και στα μαγαζιά που πουλούν αλκοόλ για να διαπιστώσετε ποια ήταν η συμπεριφορά των οπαδών».
Το 2016 εν τέλει το σώμα ενόρκων αποφάσισε πως ο θάνατος των οπαδών δεν Θα μπορούσε να θεωρηθεί ατύχημα. Μια απόφαση που αποτέλεσε την πρώτη δικαίωση για τις οικογένειες των θυμάτων.
Η δεύτερη ήρθε δύο χρόνια μετά (2018) όταν το δικαστήριο του Πρέστον και ο δικαστής Σερ Πίτερ Όπενσο διέταξε την άρση της απόφασης του 2000 που δεν προέβλεπε δίκη για τους υπευθύνους της τραγωδίας.
Ο Ντέιβιντ Ντάκενφιλντ, επικεφαλής της αστυνομίας τότε, βρέθηκε αντιμέτωπος με κατηγορίες για ανθρωποκτονία. Ο 75χρονος τον Νοέμβριο του 2019 κρίθηκε αθώος από το δικαστήριο, έπειτα από τη δίκη που κράτησε επτά ολόκληρε εβδομάδες.