Συνέντευξη στον Πέτρο Χαριζακλή
Φωτογραφίες: Ραφαήλ Γεωργιάδης/ Eurokinissi
Το ποδόσφαιρο είναι ένα απρόβλεπτο άθλημα και ποτέ δεν μπορείς να γνωρίζεις τι σου ξημερώνει η επόμενη μέρα. Μπορεί να έχεις το ταλέντο για μια τεράστια καριέρα και να μην την κάνεις, μπορεί όμως να δουλεύεις σκληρά και να πετύχεις περισσότερα από όσα περιμένεις. Μπορεί να βρεθείς σε μέρη που ποτέ δεν σκεφτόσουν. Αυτό έχει το ποδόσφαιρο, δημιουργεί τρομερά συναισθήματα που όσοι δεν ασχολούνται με αυτό δεν τα καταλαβαίνουν. Έχει χαρακτηριστεί «όπιο του λαού», καθώς είναι το πιο λαοφιλές άθλημα στον κόσμο.
Σίγουρα ο συνεντευξιαζόμενος όταν γεννιόταν στη βόρεια Τσεχία, στην πόλη Λίμπερετς, και μεγάλωνε στην πρωτεύουσα της χώρας, Πράγα, δεν θα είχε φανταστεί πως το ποδόσφαιρο θα τον φέρει στη Θεσσαλονίκη. Ο λόγος για τον Μάρτιν Χάσεκ, τον 28χρονο Τσέχο μέσο, ο οποίος από τις 26 Σεπτεμβρίου είναι ποδοσφαιριστής του Μακεδονικού. Ο Χάσεκ τζούνιορ, καθώς και ο μπαμπάς του έχει το ίδιο όνομα, αποκαλύφθηκε στο Metrosport.gr στην πρώτη του συνέντευξη σε ελληνικό Μέσο.
Μίλησε για τις πρώτες του εντυπώσεις στους «πράσινους», αποκάλυψε τον τρόπο που οι άνθρωποι του Μακεδονικού τον έπεισαν να αποδεχθεί την πρόταση ενώ μίλησε με τα καλύτερα λόγια για τη Θεσσαλονίκη και τους ανθρώπους της. Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στην περίοδο που έπαιξε σε Σπάρτα και Μποέμιανς στην Τσεχία, την απόφαση να παίξει στο εξωτερικό και τις διαφορές σε Γερμανία, Τουρκία και Πολωνία, ενώ ξεκαθάρισε πως για την ώρα δεν θέλει να επιστρέψει στην Τσεχία για να παίξει ποδόσφαιρο. Τέλος, ο Χάσεκ μίλησε για τον πατέρα του που τον είχε προπονητή στην Μποέμιανς, ενώ έκανε ένα σχόλιο για τρεις προπονητές του που διαπρέπουν στην πρώτη κατηγορίας της Τσεχίας.
Το ραντεβού είχε κλειστεί μερικές μέρες πριν για μεσημέρι Πέμπτης. Τελικά βρεθήκαμε όλοι, ο Μάρτιν, ο Νίκος, ο Ραφαήλ και ο γράφων, μισή ώρα αργότερα. Το σκασμένο λάστιχο στο αμάξι του Μάρτιν δεν θα μπορούσε να χαλάσει τη συνέντευξη. Μετά τις απαραίτητες συστάσεις, μπαίνουμε στον χώρο πριν τα αποδυτήρια για να γίνει το πρώτο κομμάτι της φωτογράφισης. Ο Μάρτιν παρότι ΚεντροΕυρωπαίος, Τσέχος γαρ, είναι πολύ χαμογελαστός. Δεν μοιάζει με αυτό το σοβαρό έως στριφνό που έχουν όλοι στο μυαλό τους όταν μιλάμε για Τσέχο. Του εξηγώ πως μου ήρθε η ιδέα για τη συνέντευξη και πριν αρχίσουμε του πιάνω την κουβέντα για την πατρίδα του και το ποδόσφαιρο εκεί, για να σπάσει ο πάγος. Εντυπωσιάζεται μόλις του λέω πως το παρακολουθώ τα τελευταία 7 χρόνια. Δεν χρειάζεται πολλή προσπάθεια γιατί ο Μάρτιν είναι ένας χαλαρός τύπος. Ρωτάει τον φωτογράφο πως θέλει να βγει η κάθε φωτογραφία, είναι συνεργάσιμος.
Μπαίνουμε στο γήπεδο για να βγουν κι άλλες φωτογραφίες. Σταματάει ελαφρώς, δείχνει να απολαμβάνει τον ήλιο που ντύνει το σκηνικό. Κάνει τσιλικάκια και δεν δυσανασχετεί σε κανένα σημείο της φωτογράφισης. Ο απόλυτος επαγγελματίας. Κάποια στιγμή ο φωτογράφος του ζητάει να κάνει κεφαλιές και να κρατήσει την μπάλα στο κεφάλι του. Ο Μάρτιν αρχίζει τα πειράγματα πως δεν μπορεί να το κάνει για πολύ ώρα. Σειρά έχει ο πάγκος και οι κερκίδες. Καθόμαστε στις θέσεις της κεντρικής κερκίδας. Αφού τελειώνει ο φωτογράφος και είμαστε έτοιμοι για να αρχίσουμε τη συνέντευξη με ρωτάει. «Σε πειράζει να πάμε στην απέναντι κερκίδα να μιλήσουμε; Θέλω να απολαύσω τον ήλιο». Του αποκρίνομαι πως δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και αφού χαιρετάμε τον Ραφαήλ, ανεβαίνουμε στην απέναντι κερκίδα. Του εξηγώ το κόνσεπτ των ερωτήσεων, με καταλαβαίνει και τον καταλαβαίνω, μιλάει άψογα αγγλικά άλλωστε και ξεκινάμε.
Η πρώτη ερώτηση ήταν αναμενόμενη. Για τις πρώτες του εντυπώσεις στον Μακεδονικό. Ο Μάρτιν απάντησε με σχετική ευκολία, αν και αρχικά δίστασε γιατί δεν ήξερε αν ήταν γενική η ερώτηση. «Είμαι χαρούμενος που είμαι εδώ, ο σύλλογος δουλεύει καλά και ως γκρουπ δουλεύουμε πολύ καλά και το εκτιμώ γιατί έχω βρεθεί σε ομάδες που το κλίμα δεν ήταν καλό. Οπότε όταν νιώθεις καλά και ευπρόσδεκτος, είναι καλό για να είσαι καλά και μέσα στο γήπεδο. Όλοι μέσα στον σύλλογο είναι εξαιρετικοί, προσπαθούν να με βοηθήσουν αν χρειαστώ κάτι. Είναι πολύ καλά τα πράγματα μέχρι τώρα, περιμένω να κερδίσουμε όσα περισσότερα παιχνίδια μπορούμε και να το απολαμβάνουμε ταυτόχρονα. Γιατί για μένα παίζει ρόλο, το ποδόσφαιρο είναι δημιουργικό άθλημα και δεν αρκεί η νίκη αν δεν απολαμβάνεις το άθλημα».
Η συνέχεια επίσης αναμενόμενη. Του είπα πως θα ακολουθήσουν δυσκολότερες ερωτήσεις στη συνέχεια. Την στιγμή που πραγματοποιούμε τη συνέντευξη ο Χάσεκ έχει παίξει τρεις φορές με την πράσινη φανέλα και έχει πετύχει ένα γκολ. Οπότε η ερώτηση αφορά τη γνώμη του για το πρωτάθλημα της Σούπερ Λιγκ 2.
«Το επίπεδο είναι πολύ καλό, το πρωτάθλημα έχει κάποιες δυσκολίες με τις εγκαταστάσεις και τα γήπεδα. Ειδικά αν τα συγκρίνουμε με τη Γερμανία και την Τουρκία. Αν εξαιρέσουμε τη Λάρισα που παίξαμε σε καινούριο γήπεδο, τα γήπεδα δεν είναι τόσο καλά όσο έχω δει μέχρι στιγμής. Είναι παλιά τα περισσότερα, δεν υπάρχουν αρκετοί οπαδοί αλλά το επίπεδο είναι αρκετά καλό» αποκρίνεται.
Επιστρέφουμε στον Μακεδονικό και τον ρωτάω για τις εγκαταστάσεις και το περιβάλλον στην ομάδα. Πριν απαντήσει χαμογελά, δείγμα του πόσο ευχαριστημένος είναι ήδη. «Το γήπεδο μου αρέσει, είναι ωραίο γιατί δεν έχει ταρτάν και έτσι είναι πιο ζεστό, πιο ποδοσφαιρικό γιατί οι κερκίδες είναι πιο κοντά στον αγωνιστικό χώρο. Οι εγκαταστάσεις είναι καλές, έχουμε γυμναστήριο, σάουνα, χώρο για παγοθεραπεία. Οπότε έχουμε ό,τι χρειαζόμαστε». Απλά, λιτά και περιεκτικά.
Συνεχίζοντας του ζητάω να μου αναλύσει τις λεπτομέρειες του ερχομού του στη Θεσσαλονίκη για λογαριασμό του Μακεδονικού. Μου αρνείται ευγενικά να αποκαλύψει τις ομάδες από τις οποίες είχε προτάσεις. «Δεν έχει σημασία, αλλιώς δεν θα ήμουν εδώ» τονίζει.
«Έχω αγαπήσει τη Θεσσαλονίκη, ήμουν στο ίδιο δωμάτιο με τον Κάρλσον»
-Είχες πρόταση από άλλες ομάδες πριν υπογράψεις στον Μακεδονικό; Πως σε έπεισαν να έρθεις στην Ελλάδα;
«Είχα κάποιες προτάσεις αλλά καμία που να ήθελα να αποδεχθώ για διάφορους λόγους. Δεν ήταν αυτό που έψαχνα οι άλλες προτάσεις. Για μένα το σημαντικό είναι πως οι άνθρωποι του Μακεδονικού έδειξαν πόσο με θέλουν. Ο άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η πόλη. Είχε σημασία για μένα ο τρόπος ζωής στην πόλη που θα επέλεγα να ζήσω. Δεν ήθελα να πάω κάπου όπου οι άνθρωποι δεν μιλάνε αγγλικά, κάπου που δεν θα ήμουν χαρούμενος. Είμαι μόνος μου εδώ στη Θεσσαλονίκη, ήθελα να είμαι κάπου όπου θα είμαι καλά και εκτός αγωνιστικού χώρου. Κάπου όπου ο κόσμος μιλάει αγγλικά, θα μπορώ να βγω έξω, να πάω σε ένα εστιατόριο να φάω, κάπου να χαλαρώσω. Στη Θεσσαλονίκη έχει καμιά 10.000 εστιατόρια (σ.σ. γέλια), το φαγητό είναι πολύ καλό, οι άνθρωποι μιλάνε αγγλικά. Είμαι μισή ώρα απόσταση από όμορφες παραλίες. Όλα αυτά ήταν πολύ σημαντικό κομμάτι για μένα.
-Άρα θα σε κάνουμε πρεσβευτή της Θεσσαλονίκης, να πεις καλά λόγια για την πόλη στην Τσεχία;
«Ξεκάθαρα. Μέχρι στιγμής είμαι πολύ χαρούμενος, ο καιρός είναι υπέροχος. Σκέψου πως υπήρξαν μόνο δύο συννεφιασμένες ημέρες, για μένα είναι εκπληκτικό να έχει κάθε μέρα ήλιο. Εσείς οι Έλληνες μπορεί να μην το εκτιμάτε (σ.σ. γέλια) τόσο, όμως για μένα που είμαι από την Τσεχία είναι σημαντικό. Ο κόσμος είναι χαλαρός, υπήρχε μια αίσθηση διακοπών στην πόλη. Μέχρι τώρα, έχω αγαπήσει την πόλη. Είναι πανέμορφα».
Πριν συνεχίσουμε στις επόμενες ερωτήσεις, του λέω πως θέλω να κάνουμε μια ερώτηση πιο χαλαρή, έξω από τα συνηθισμένα. Του την έχω κάνει από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε, αλλά επειδή μου λέει πως θέλει να το ξανασκεφτεί, την κάνω εκ νέου την ώρα της συνέντευξης.
Η ερώτηση αφορά για το ποια ομάδα από την Τσεχία θα παρομοίαζε με τον Μακεδονικό. Στο backstage μου έχει πει τη Ντούκλα Πράγας, όμως μου εξηγεί πως έχει τεράστια ιστορία έχοντας κάνει τρομερές ευρωπαϊκές πορείες τις δεκαετίες του 1960, του 1970 και του 1980. Το κοινό με τον Μακεδονικό είναι οι πιστοί οπαδοί της. Θέλει να βρούμε κάτι πιο ταιριαστό και με την πόλη.
«Είναι δύσκολη ερώτηση. Αν πρέπει να συγκρίνουμε ίσως να δούμε από τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη, από το Μπρνο ή την Οστράβα. Ίσως να πω την Βιτκόβιτσε, παίζει τώρα στην 3η κατηγορία της Τσεχίας, είναι ένας παραδοσιακός σύλλογος στην Οστράβα που έχει αγωνιστεί στην πρώτη και τη δεύτερη κατηγορία στο παρελθόν».
Πολλοί ποδοσφαιριστές που μετακομίζουν σε μια νέα χώρα ρωτούν γνωστούς και φίλους πριν πάρουν την απόφασή τους. Ο Μάρτιν ρώτησε τον αδερφό του, Φίλιπ, ο οποίος στο παρελθόν έχει αγωνιστεί στην Ελλάδα για ένα εξάμηνο με τη φανέλα του Ολυμπιακού Βόλου.
«Ναι φυσικά και τον ρώτησα. Στον Ολυμπιακό Βόλου θα χωρίσω σε δύο κομμάτια την παρουσία του. Ήταν χαρούμενος με τον τρόπος ζωής στην πόλη, αλλά δεν ήταν καθόλου χαρούμενος με την ομάδα. Προφανώς προσπάθησα να ενημερωθώ αν ο Μακεδονικός είναι μια ομάδα με οικονομική σταθερότητα, γιατί τον αδερφό μου ακόμη του χρωστάνε λεφτά από τον Ολυμπιακό Βόλου».
-Στην Ελλάδα παίζουν άλλοι τρεις Τσέχοι ποδοσφαιριστές, οι Μπράμπετς, Νταρίντα (Αρης), Χάγιεκ (Πανσερραϊκός). Μίλησες με κάποιον από αυτούς πριν έρθεις εδώ;
«Δεν έχω παίξει με κανέναν από αυτούς. Με τον μοναδικό που έχω παίξει μαζί και τώρα παίζει στην Ελλάδα, είναι ο Κάρλσον του Αρη. Παίζαμε την ίδια περίοδο στη Σπάρτα Πράγας και μάλιστα ήμασταν στο ίδιο δωμάτιο. Τον γνωρίζω πολύ καλά, είναι πολύ καλό παιδί. Ελπίζω να τον δω σύντομα και να πιούμε καφέ. Οπότε δεν ρώτησα κάποιον. Ρώτησα έναν φίλο που έμενε καιρό στη Θεσσαλονίκη και μου είπε μερικά πράγματα. Για τον Κάρλσον δεν ήξερα πως παίζει στον Αρη, τον συνάντησα στο ξενοδοχείο πριν από ένα παιχνίδι (σ.σ. πριν τον αγώνα με την Κοζάνη, όταν ο Αρης έκανε προετοιμασία στην Πτολεμαΐδα)».
-Είσαι ένα μήνα και κάτι στην Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη, τι σου αρέσει περισσότερο; Ποιο είναι το αγαπημένο σου σημείο;
«Λατρεύω τον καιρό, μου αρέσει ο παλμός της πόλης. Όλος ο κόσμος είναι έξω, χαλαρώνουν, δεν βιάζονται να πάνε πουθενά, πίνουν καφέ, πίνουν κρασί. Μου αρέσει η ατμόσφαιρα της πόλης. Μου αρέσει πολύ να ανακαλύπτω διάφορα μέρη, έχω αγαπημένο σημείο μια παραλία αλλά δεν θα το αποκαλύψω για μην γεμίσει από κόσμο (σ.σ. γέλια)».
Το υψόμετρο στην Τουρκία, οι αμπελώνες στο Βούρτσμπουργκ και η Πολωνία
-Πριν έρθεις στη Θεσσαλονίκη έπαιζες στην Πολωνία για τη Βίσλα Πλοκ για έξι μήνες. Τι έφταιξε που δεν έπαιξες πολύ;
«Πήγα αργά, στο τέλος Φεβρουαρίου και η ομάδα ήταν αρκετό καιρό μαζί. Για έναν ποδοσφαιριστή είναι μια δύσκολη ερώτηση, απλά ο κόουτς δεν με έβαλε να παίξω. Εκείνος με έφερε στην ομάδα, εγώ περίμενα την ευκαιρία μου. Δεν ήμουν χαρούμενος που δεν έπαιζα αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί δεν έπαιξα καθώς η ομάδα δεν πήγαινε καλά και τελικά υποβιβαστήκαμε. Το ποδόσφαιρο είναι έτσι, υπάρχουν κάποιες περίοδοι που δεν αγωνίζεσαι».
-Νωρίτερα ήσουν για 1,5 χρόνο στην Ερζουρούμσπορ. Πως προέκυψε η Τουρκία και πως πέρασες εκεί;
«Υπέγραψα τον Σεπτέμβριο, ήταν μετά από μια μεγάλη περίοδο που δεν έπαιζα ποδόσφαιρο και είχα παίξει μόνο έξι μήνες στη Γερμανία. Περίμενα κάποιες προσφορές από πιο προηγμένα πρωταθλήματα, όμως δεν ήρθαν και αυτή της Ερζουρούμσπορ ήταν η καλύτερη που είχα στα χέρια μου. Ήθελαν να φτιάξουν μια καλή ομάδα, είχαν υποβιβαστεί από την πρώτη κατηγορία και ήθελαν να επιστρέψουν άμεσα. Ήλπιζα πως θα είμαι μέρος μιας καλής ομάδας που θα έπαιρνε την άνοδο, είχαμε μια καλή σεζόν αλλά τελικά στα πλέι οφ δεν τα καταφέραμε. Αφού δεν ανεβήκαμε, η δεύτερη σεζόν ήταν πολύ δύσκολη γιατί είχαμε απαγόρευση μεταγραφών. Κάποιοι παίκτες έφυγαν και η ομάδα δεν μπορούσε να τους αναπληρώσει και έτσι η ομάδα δεν ήταν τόσο καλή πια».
-Είχες ξαναζήσει σε πόλη με 1.900 μέτρα υψόμετρο όπως το Ερζουρούμ;
«Ο τρόπος ζωής εκεί ήταν πολύ δύσκολος. Είναι ψηλά στα βουνά, έχει κρύο και αρκετό αέρα. Η πόλη είναι στα βάθη της ανατολικής Τουρκίας, οπότε οι άνθρωποι είναι πολύ συντηρητικοί. Έτσι, νομίζω πως δεν είναι ένα καλό μέρος για έναν άνθρωπο από την Κεντρική Ευρώπη για να ζήσει. Οι άνθρωποι δεν μιλάνε αγγλικά, είναι συντηρητικοί μουσουλμάνοι και έχουν τη δική τους κουλτούρα. Δεν είναι επικίνδυνα σε καμία περίπτωση, νιώθεις ασφάλεια στην πόλη. Είναι καλοί άνθρωποι αλλά η διαφορά κουλτούρας είναι πολύ μεγάλη. Δεν απόλαυσα τη ζωή μου εκεί. Δεν έχω ξαναζήσει σε πόλη με τόσο υψόμετρο, δεν θα ήταν αυτό πρόβλημα το υψόμετρο μόνο του. Είναι δύσκολο να αναπνεύσεις, αλλά μετά από 3-4 εβδομάδες το συνηθίζεις. Πιο πολύ το πρόβλημα ήταν οι διαφορές φιλοσοφίας».
-Τι έφταιξε και δεν πήγες όπως θα ήθελες στην Τουρκία; Είναι αλήθεια αυτά που έγραφαν τα τούρκικα Media πως είχες θέματα ψυχολογικά και πως πέρασες κατάθλιψη;
«Ήταν πολύ δύσκολη περίοδος στη ζωή μου. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες».
-Πριν μετακομίσεις στην Τουρκία έπαιξες στους Κίκερς στη δεύτερη κατηγορία της Γερμανίας, έχοντας μείνει νωρίτερα ένα χρόνο ανενεργός. Πώς ήταν ως πρώτη εμπειρία εκτός Τσεχίας;
«Ήταν πολύ ωραία. Το Βύρτσμπουργκ είναι όμορφη πόλη στη Βαυαρία, είναι μια πόλη με αμπελώνες. Ήταν κρίμα γιατί ήμουν εκεί την περίοδο του κόβιντ και όλα ήταν κλειστά, οπότε δεν μπορούσα να ανακαλύψω νέα μέρη. Το πρωτάθλημα ήταν πολύ καλό, βέβαια ήταν κρίμα που δεν είχε κόσμο γιατί είναι μια χώρα που ο κόσμος γεμίζει τα γήπεδα. Για μένα ήταν πολύ ωραία εμπειρία, μιλάω γερμανικά, οπότε από άποψη κουλτούρας δεν ήταν πρόβλημα».
Η αποχώρηση από τη Σπάρτα και οι προτάσεις που είχε
Αφού έχουμε συζητήσει περίπου μισή ώρα για τον Μακεδονικό και τις ομάδες που αγωνίστηκε εκτός Τσεχίας, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε και για την πατρίδα του. Μου λέει εξαρχής πως τα έχει πει πολλές φορές και δεν θέλει να μπει σε λεπτομέρειες. Του τονίζω όμως πως είναι η πρώτη του συνέντευξη σε ελληνικό Μέσο και θα μπορούσε να εξηγήσει τι έχει γίνει. Τον ρωτάω για την παρουσία του στη Σπάρτα Πράγας, τι θυμάται από εκείνη την περίοδο. Φαίνεται να τον δυσκολεύει η ερώτηση.
«Θυμάμαι μια περίοδο στη ζωή μου που ήταν ενδιαφέρουσα, αλλά δύσκολη σε κάποια κομμάτια. Πάντα στο ποδόσφαιρο υπάρχουν τα καλά και τα άσχημα κομμάτια σε μια ομάδα. Ήταν μια εμπειρία που άξιζε, το απόλαυσα, γνώρισα μερικούς εξαιρετικούς ανθρώπους. Αλλά πλέον είναι παρελθόν, προσπαθώ να μαθαίνω από αυτό και όχι να παραμένω προσκολλημένος σε αυτό. Δεν θέλω να παίξω το παιχνίδι του ποιος φταίει. Αυτή η περίοδος μου έμαθε πολλά, είναι σημαντικό να έχουμε εμπειρίες. Για μένα ήταν μια συνεχής αλλαγή και μια συνεχής βελτίωση. Σαν ανθρώπινο ον δεν μπορείς να βελτιωθείς αν δεν έχεις εμπειρίες. Αν κάθεσαι σπίτι σου για όλη σου τη ζωή, δεν θα έχεις νέες εμπειρίες» σημειώνει.
-Τι έγινε εκείνον τον Γενάρη που δεν πήγες στην Ισπανία με τη Σπάρτα και σε έβαλαν να πληρώσεις χρήματα πρόστιμο που δεν πήγες στη χειμερινή προετοιμασία;
«Είναι παρελθόν, έχουν περάσει τόσα χρόνια δεν θα ήθελα να το αναλύσω. Έχουν γραφτεί πολλά, ειλικρινά δεν νομίζω πως είναι τόσο σημαντικό. Είχαμε μια διαφωνία και τελείωσε όπως τελείωσε. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Δεν θέλω να χωρίσω τη συνέντευξη, δες τι γίνεται στον κόσμο. Είναι ήδη χωρισμένη η ανθρωπότητα, με τον κόβιντ, με τον πόλεμο τώρα. Έχουμε αρκετές διαφωνίες στον κόσμο, αλλά δεν θα αλλάξει κάτι αν ξαναμιλήσω γι’ αυτό. Θεωρώ πως είναι άσκοπο να το αναλύσω ξανά».
-Τότε σου είχαν κάνει πρόταση η Μακάμπι Χάιφα και η Φερεντσβάρος;
«Ναι ισχύει αυτό».
-Τώρα πως είναι η σχέση σου με τη Σπάρτα;
«Δεν έχω ιδιαίτερες σχέσεις. Αν είμαι στην Πράγα, βρίσκομαι με τους φίλους μου και κάποιους πρώην συμπαίκτες που έχω επαφές. Από την αρχή δεν υπήρχε χημεία με το περιβάλλον της ομάδας».
-Έχεις μετανιώσεις για την απόφαση που πήρες; Γιατί μπορεί να ήσουν ακόμη στη Σπάρτα και η καριέρα σου να ήταν καλύτερη. Ή δεν το πιστεύεις αυτό;
«Είναι άσκοπο να σκέφτομαι έτσι. Ξαναλέω πως το παρελθόν είναι παρελθόν και προσπαθώ να μαθαίνω από τις εμπειρίες μου. Τέτοιος τρόπος σκέψης φέρνει αρκετές δυσκολίες στον κόσμο στο παρόν και στο μέλλον. Ηδη σκέφτονται τι θα γίνει αύριο, οπότε δεν σκέφτομαι τι θα είχε γίνει αν δεν είχα φύγει».
-Θα ήθελες να επιστρέψεις κάποια στιγμή στην Τσεχία;
«Αυτή τη στιγμή θέλω να μείνω στο εξωτερικό γιατί πιστεύω πως το ποδόσφαιρο σου δίνει την ευκαιρία να ανακαλύψεις νέα μέρη, να γνωρίσεις νέους ανθρώπους με διαφορετική νοοτροπία, να γνωρίσεις νέες πόλεις με διαφορετική ιστορία. Για το μέλλον, μόνο ο Θεός ξέρει. Θα περιμένω και θα απολαύσω τις στιγμές στη Θεσσαλονίκη».
Ο Βόντρα, ο Σικ και ο μπαμπάς Χάσεκ
-Ποιος ήταν ο καλύτερος σου συμπαίκτης σου από την περίοδο που έπαιζες στην Τσεχία;
«Ο καλύτερος φίλος μου με τον οποίο παίζαμε από τα 10 στη Σπάρτα και βρεθήκαμε να αγωνιζόμαστε και στην Μποέμιανς, είναι ο Γιάν Βόντρα, είναι αμυντικός. Παίζει ακόμη στην Μποέμιανς, πήγαμε στο ίδιο Λύκειο, ήμασταν μαζί από τότε που με θυμάμαι. Κάποια στιγμή έφυγε να παίξει εκτός Τσεχίας για έξι μήνες, ξαναγύρισε γρήγορα. Αν με ρωτούσε θα του έλεγα να δοκιμάσει να έρθει στην Ελλάδα. Στο ποδόσφαιρο ποτέ δεν ξέρεις. Μιλάω αρκετά με τον Χάνουσεκ. Έχω παίξει με τον Σούτσεκ που παίζει στη Γουέστ Χαμ, αλλά δεν έχουμε συχνή επαφή. Εχω παίξει στις μικρές ομάδες της Σπάρτα με τον Σικ, αλλά ούτε με εκείνον μιλάω συχνά».
Φτάνουμε στο τελευταίο κομμάτι της συνέντευξης. Δεν θέλω να μείνουμε στη Σπάρτα αλλά και στις υπόλοιπες ομάδες που πέρασε. Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στην Μποέμιανς, στην οποία έπαιξε για τρία χρόνια. Τον ρωτάω αν ήταν η καλύτερη φάση της καριέρας του. Κομπιάζει. Ζορίζεται. Όχι πως δεν το πιστεύει, αλλά αναρωτιέται καλύτερη φάση της καριέρας του σε ποιον τομέα. «Είναι δύσκολο να πω αν ήταν η καλύτερη φάση της καριέρας μου σε όλους τους τομείς, αλλά σίγουρα ήταν μια όμορφη περίοδος. Ήταν η μακροβιότερη περίοδος σε μια ομάδα, έπαιξα πολλά παιχνίδια και έχω όμορφες αναμνήσεις. Εχω κρατήσει επαφές με πολλά παιδιά, έχουμε κάνει φιλίες, ο πατέρας μου και ο αδερφός μου έχουν περάσει από τον σύλλογο. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα και πολύ όμορφη περίοδος στην καριέρα μου. Είναι όπως όταν είσαι με μια κοπέλα, δεν μπορείς να πεις ποια ήταν η καλύτερη».
-Οι δανεισμοί σε Παρντούμπιτσε, Βικτόρια Ζισκόφ και Βλασίμ σε βοήθησαν ως παίκτη;
«Νομίζω πως ήταν σημαντικοί αυτοί οι δανεισμοί, γιατί έπαιζα στην Κ19 και στη δεύτερη ομάδα της Σπάρτα. Αν δεν είσαι τρομερά ταλαντούχος για να πας απευθείας από τις ακαδημίες στην πρώτη ομάδα της Σπάρτα, τότε πρέπει να κάνεις βήματα. Ήταν ένα φυσικό βήμα για μένα, μετά την Κ19 και τη δεύτερη ομάδα, έπρεπε να πάρω εμπειρίες από το ανδρικό ποδόσφαιρο, από διαφορετικό ποδόσφαιρο. Ήταν εμπειρίες που άξιζαν και μετά από αυτό ήμουν έτοιμος για να παίξω στην πρώτη κατηγορία. Ήταν κρίσιμοι οι δανεισμοί και ζωτικής σημασίας για τη συνέχεια της καριέρας μου. Για παράδειγμα ο Σικ ήταν τόσο ταλαντούχος που δεν χρειάστηκε να πάει δανεικός ή να παίξει στη δεύτερη ομάδα, πήγε απευθείας από τις ακαδημίες στην πρώην ομάδα».
Πριν του κάνω την επόμενη ερώτηση, του δείχνω το ηλιοβασίλεμα. Έχουμε ξεκινήσει τη συνέντευξη μεσημέρι και έχει φτάσει νωρίς το απόγευμα. «Είναι υπέροχο το ηλιοβασίλεμα στη Θεσσαλονίκη. Υπάρχουν φορές που το βλέπω όταν είμαι στην παραλία στο ρεπό μου. Εκπληκτικό» παραδέχεται και προχωράμε στην επόμενη ερώτηση που αφορά τον πατέρα του και πως είναι να τον έχει προπονητή. Ο Μάρτιν Χάσεκ ο πρεσβύτερος είναι προπονητής, αυτή την περίοδο δεν είναι σε κάποια ομάδα, και έχει προπονήσει στο παρελθόν τον γιο του.
«Για μένα ήταν υπέροχο, έχουμε καλή σχέση και πιστεύω πως είναι καλός άνθρωπος και καλός προπονητής. Οπότε ως ποδοσφαιριστής θέλεις ο προπονητής σου να είναι καλός άνθρωπος και καλός τεχνικός. Προφανώς ήταν και δύσκολο γιατί όλοι συζητάνε για το αν παίζεις επειδή ο μπαμπάς σου είναι προπονητής. Στην αρχή της καριέρας μου στην Μποέμιανς, είχα προπονητή τον Κούμπεκ που τώρα είναι στην Πλζεν. Έπαιζα στα περισσότερα παιχνίδια, κανείς δεν είχε θέμα με αυτό. Μετά ήρθε ο μπαμπάς μου και από την πρώτη μέρα μου έλεγαν πως παίζω στην ομάδα εξαιτίας του πατέρα μου».
-Είναι τυχαίο πως με εκείνον έχεις τις περισσότερες συμμετοχές στην καριέρα σου; Κάποιοι μπορεί να πει πως σε ξέρει καλύτερα επειδή είναι πατέρας σου ενώ κάποιος άλλος πως παίζεις γι’αυτόν τον λόγο.
«Για μένα είναι από ποια άποψη το βλέπεις. Ολοι οι άνθρωποι έχουμε ανασφάλειες, φόβους. Όταν βλέπουν ένα παιδί να παίζει υπό τις οδηγίες του πατέρα του, τότε είναι εύκολος στόχος να ξεσπάσουν. Όταν χάνεις μια πάσα, τότε αρχίζουν να σου σφυρίζουν και να σου φωνάζουν. Δεν το παίρνω προσωπικά, ξέρω πως δεν είναι κάτι εναντίον μου. Όταν κάποιος νευριάζει είναι πρόβλημά του, όταν νευριάζω εγώ είναι δικό μου πρόβλημα. Αυτό είναι το σκεπτικό μου, δεν είναι ωραίο να σου φωνάζουν αλλά εμένα δεν με απασχολεί. Αλλά χάνεις ενέργεια, είναι διαφορετικό να είσαι σε ένα περιβάλλον που νιώθεις θετική ενέργεια».
-Θέλω να μου σχολιάσεις τρεις προπονητές που βρίσκονται στην πρώτη κατηγορία της Τσεχίας και σε έχουν προπονήσει. Τρπισόφσκι, Κούμπεκ και Γίλεκ.
«Για τον κ. Τρπισόφσκι τι να πω, η καριέρα του μιλάει από μόνη της. Έχει κάνει απίθανα πράγματα με τη Σλάβια, έχει χτίσει μια αυτοκρατορία, ο τρόπος που παίζει στην Ευρώπη, πούλησαν πόσους παίκτες σε μεγάλες ομάδες στην Ευρώπη. Είναι άξιος θαυμασμού και κάνει εξαιρετική δουλειά. Ο κ. Κούμπεκ έχει κάνει σπουδαία καριέρα, έχει πάρει πρωτάθλημα με την Πλζεν, ξαναγύρισε φέτος το καλοκαίρι εκεί μετά από μια καλή πορεία με τη Χράντετς Κράλοβε. Είναι ένας καλός προπονητής, ήταν πολύ ενεργητικός και παρά την ηλικία του δεν έδειχνε κουρασμένος, ήταν παθιασμένος για το ποδόσφαιρο. Ο κ. Γίλεκ έκανε πολύ καλή δουλειά στην Όλομουτς, πήγε στη Σπάρτα, ξαναγύρισε στην Όλομουτς, η ομάδα του παίζει καλό ποδόσφαιρο και εξελίσσει ποδοσφαιριστές και η ομάδα του τους πουλάει σε άλλες μεγαλύτερες ομάδες».
-Πες μου τρεις λέξεις που σε χαρακτηρίζουν.
«Είναι δύσκολο να με χαρακτηρίσω μόνο με τρεις λέξεις. Γενικότερα, μου αρέσει να χαμογελάω, μου αρέσει να βρίσκομαι σε ένα θετικό περιβάλλον και προσπαθώ να συμπεριφέρομαι με τον τρόπο που θα ήθελα να είναι η ζωή μου. Προσπαθώ να μεταδίδω ευτυχία, να σκέφτομαι πάντα ξεκινώντας από μένα. Αλλά όλοι έχουμε κακές μέρες, κανείς μας δεν είναι τέλειος. Προσπαθώ να είμαι χαρούμενος, ειλικρινής».
* Ευχαριστώ τον Νίκο Γιαμπολδάκη, υπεύθυνο του γραφείου τύπου του Μακεδονικού, καθώς χωρίς την βοήθειά του δεν θα είχε πραγματοποιηθεί η συνέντευξη.