Η τελευταία συνάντηση μας έγινε σε μια εκδήλωση των βετεράνων τις μέρες που διεκδικούσε ο ΠΑΟΚ το πρωτάθλημα και πριν το κατακτήσει αήττητος. Στη συνέχεια ήρθε και η κούπα του κυπέλλου ολοκληρώνοντας μια εντυπωσιακή πορεία, την οποία έζησε και χάρηκε όσο τίποτε άλλο.
Το πάθος του για τον ΠΑΟΚ το διαπίστωσα πολλές φορές στη διάρκεια μιας ανεκτίμητης φιλίας που είχαμε και που κάποιος θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει και περίεργη λόγω της διαφοράς ηλικίας που είχαμε. Τον απόλαυσα πολλές φορές για τη σθεναρή θέση που είχε για θέματα του ΠΑΟΚ. Στην τελευταία σύναξη στους βετεράνους, σε μια παρέα που είχε σχηματιστεί γύρω του και στην οποία ξεχώριζε, σαν ο πιο ζωηρός και... νέος, υποστήριζε τις θέσεις του, εδραιώνοντας την αισιοδοξία του στο γεγονός και μόνο ότι είσαι ΠΑΟΚ: «Το πρωτάθλημα δεν το χάνουμε με τίποτα», ήταν η επίμονη παρατήρηση και παρέμβαση του σε όλους εμάς τους απαισιόδοξους, οι οποίοι έχοντας πικρές εμπειρίες από την παρασκηνιακή και βρώμικη δράση της παντοκρατορίας του Ολυμπιακού, καταθέταμε ανησυχίες και προβληματισμούς.
Ο Λάμπης όταν έβλεπε να συνεχίζουν να δυσπιστούν κάποιοι, γυρνούσε προς το μέρος μου και σχεδόν επιτακτικά (πάντοτε καλοπροαίρετα) μου έλεγε: «Δημητρό αυτό να το γράψεις στην εφημερίδα σου, έχεις υποχρέωση να το κάνεις. Ο κόσμος πρέπει να αρχίσει να το πιστεύει και μαζί του θα το πιστέψουν και οι παίκτες μας». Φαίνεται πως ο Θεός του χρωστούσε κάτι για όσα υπέροχα χάρισε στον κόσμο, αξιώνοντας τον να ζήσει ότι πιο όμορφο ονειρευόταν. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από εκείνες τις στιγμές της αποθέωσης του, ως πρώτου τιμητικά προσκεκλημένου, στην ανεπανάληπτη και ιστορική φιέστα της Τούμπας. Με τον θρύλο της προσφυγιάς, την σημαία και το σύμβολο της πρώτης χρυσής εποχής του ΠΑΟΚ (δεκαετία 50΄) με συνδέουν πολλά. Τώρα το πως ένας πιτσιρικάς από τα τσικό του ΠΑΟΚ που είχε σαν ίνδαλμα του τον κορυφαίο Έλληνα φορ, βρέθηκε σαν από θαάμα δίπλα του και σκιά του, έχει μία εξήγηση κι αυτή είναι απλούστατη.
Ο αήμνειστος Νικηφόρος Τσαρπανάς που το «βασίλειο του» ολόκληρο ήταν τα αποδυτήρια της αγαπημένης του ομάδας τόσο στο Συντριβάνι όσο και στην Τούμπα, εμπιστευόταν σε ελάχιστους κάποια πράγματα που ίσως ο ίδιος να τα θεωρούσε σημαντικά. Ανάμεσα σε αυτούς τους λίγους ήμουν κι εγώ. Έτσι κάποια στιγμή διαπίστωσα πως ότι είχε σχέση με τον Κουιρουκίδη (μικροθελήματα, αλλαγές παπουτσιών που χτυπούσαν, λασπωμένες φανέλες κατά τη διάρκεια του αγώνα, προσωπικές εξυπηρετήσεις) τα είχε χρεώσει σε μένα. Θα σας πω ένα από αυτά που είναι χαρακτηριστικό, για να καταλάβετε πως σκεφτόταν και πως ενεργούσε ο Άγιος – όπως τον έχω χαρακτηρίσει – του ΠΑΟΚ. Με φώναξε λοιπόν κάποια στιγμή και μου είπε: «Δημητρό παιδί μου, έμαθα πως ο Λάμπης έχει σχέση με την αδελφή του Πετράκη (ήταν ο κορυφαίος καλαθοσφαιριστής του αντιπάλου Άρη). Τα ραντεβού τους είναι μυστικά γιατί φοβούνται να μην τα πληροφορηθούν οι οπαδοί των ομάδων τους. Από πληροφορίες που έχω γίνονται αυτά τα ραντεβού στα μέρη τα δικά σου, στην Άνω Πόλη. Θα μπορούσες εσύ παιδί μου με τους φίλους σου να μας βοηθήσεις παρακολουθώντας όποια ύποπτη κίνηση θα μπορούσε να δημιουργήσει περιπέτειες στο ζευγάρι και ιδιαίτερα τον Λάμπη. Θέλω να μου υποσχεθείς ότι αν αντιληφθείς κάτι θα πρέπει να με ειδοποιήσεις αμέσως». Θυμάμαι πως εκείνη τη στιγμή ένιωθα τόσο περήφανος και γεμάτος σαν να μου χάριζαν το Λευκό Πύργο. Η αποστολή... του «τσιλιαδώρου» μου έδινε κατά την παιδική μου και αφελή άποψη, ιδιαίτερο μέγεθος και κάποια ξεχωριστή θέση, δίπλα σε έναν τόσο μεγάλο ποδοσφαιριστή, που όχι μόνο για μένα αλλά για όλους τους πιτσιρικάδες και φίλους του ΠΑΟΚ, αποτελούσε ίνδαλμα. Βέβαια η περιπέτεια που φοβόταν ο συμπαθέστατος Νικηφόρος, κατέληξε σε μία στέρεη σχέση και σε έναν πολύ πετυχημένο γάμο.
Αυτή η σχέση κάποια στιγμή διακόπηκε φυσιολογικά για μένα (το σχολείο και οι σπουδές), αλλά απρόσμενα και πολύ σκληρά για τον ξεχωριστό αυτό ποδοσφαιριστή. Τραυματίστηκε σοβαρά και αποχώρησε από τα γήπεδα στα 28 του χρόνια. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι ο Λάμπης Κουιρουκίδης γεννήθηκε στους Σιταυρούς της Δράμας, πρωτοέπαιξε στη Δόξα στα 16 του χρόνια και μεταγράφηκε στον ΠΑΟΚ, τιμωρημένος ένα χρόνο από την ομάδα του, η οποία δεν συνένεσε στην μετακίνηση του. Τον ανακάλυψε ο διορατικός Νίκος Πάγκαλος – αποκαλούμενος και αλεπού των γηπέδων – χαρισματικός πρόφυγας προπονητής από τα μέρη της Σμύρνης.
Επιστρέφοντας στα της σχέσης μας, μπορώ να πω ότι η διακοπή τερματίστηκε κάποια στιγμή και άρχισε ένας νέος κύκλος αποκλειστικού ενδιαφέροντος για τον ΠΑΟΚ. Εγώ σαν νεαρός ρεπόρτερ του δικέφαλου και ο Λάμπης στο πρακτορείο ΠΡΟΠΟ και λαχείων που τιμητικά του έδωσε η Πολιτεία. Οι συζητήσεις μας ήταν γεμάτες από όνειρα αλλά και ανησυχίες για την πορεία της αγαπημένης μας ομάδας. Ξαναβρεθήκαμε λοιπόν και διατηρούσαμε κάποιες έστω και αρεές επαφές. Οι τελευταίες ήταν αυτές που προανέφερα εισαγωγικά, στις εκδηλώσεις των βετεράνων του ΠΑΟΚ. Χθες, με κάλεσε ο Γιώργος Μπούζος στην εκπομπή του να πω δυο κουβέντες για τον κορυφαίο φορ της πρώτης χρυσής εποχής του ΠΑΟΚ (και όχι μόνο). Για τον παίκτη που μιλούσαν με καμάρι όλοι οι πρόσφυγες. Το θρυλικό «Κουρούκα» υπήρξε σύνθημα εφόρμησης για τη νίκη αλλά και αρχή του τρόμου για τους αντιπάλους, που έτρεμαν μην τυχόν και βρεθεί η μπάλα στα πόδια του. Οφείλω να ομολογήσω ότι δυστυχώς περιορίστηκα να αναφερθώ σε ένα και μόνο χαρακτηριστικό περιστατικό από τα όσα με δένουν μαζί του.
Το περιστατικό της σχέσης του με την αδελφή ενός αθλητή της ανταγωνίστριας ομάδας. Κόμπλαρα, η βαθιά συγκίνηση σχεδόν μου σφράγισε τη σκέψη και το στόμα κι έκοψα την κουβέντα γρήγορα. Τώρα που το σκέφτομαι πιστεύω ότι αυτό έγινε γιατί ένιωθα εκείνη τη στιγμή πολύ λίγος και αδύναμος μπροστά σε αυτή την βαριά και ασήκωτη θλίψη και ότι χρειαζόμουν κουράγιο και χρόνο για να συνέλθω και για να κατανοήσω την οδυνηρή απώλεια. Φτωχό το κατευόδιο, από έναν έμπειρο δημοσιογράφο σε ένα σύμβολο της ιστορίας ενός λαοφιλέστατου συλλόγου, όταν μάλιστα αυτός ο θρύλος έστειλε στα άστρα τρισευτυχισμένο έναν πιτσιρικά που του όφειλε κάτι πολύ περισσότερο και πιο εμπνευσμένο. Καλό παράδεισο δικέ μου Λάμπη, ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή σου. Τα θερμά μου συλλυπητήρια στους δικούς σου, αλλά και σε ολόκληρη την οικογένεια του ΠΑΟΚ. Ιδιαίτερα στους ορθόδοξους ΠΑΟΚτσήδες, οι οποίοι είχαν ζήσει το ποδοσφαιρικό μεγαλείο σου.