Ο χλωμός και μετριότατος φετινός πρωτοπόρος διασφάλισε την κατάκτηση του τίτλου με βαθμούς που «έκλεψε». Βαθμούς που του πρόσφεραν γενναιόδωρα οι διαιτητικοί κλώνοι της θρυλικής παράγκας.
Κουράστηκα να τους ακούω (πιστεύω το ίδιο και ο κόσμος) να αναφέρονται σε μια τεράστια βαθμολογική διαφορά και ως εκ τούτου και σε μια δίκαιη επικράτηση και κατάκτηση του πρωταθλήματος, από την ομάδα της εύνοιας και των σκανδάλων. Διαφορά που μερικοί εξακολουθητικά και τεμπέλικα ποτέ δεν την δικαιολόγησαν ουσιαστικά. Άσχετα αν στην διάρκεια του πρωταθλήματος καταδείχτηκε ότι οι συγκρίσεις και οι εκτιμήσεις τους ανατράπηκαν δραματικά και ως εκ τούτου είχαν ηθική υποχρέωση να το κάνουν.
Θα μου πείτε πως ζητάω πολλά από κάποιους που προσπερνούσαν αφελώς (;) τις διαιτητικές πριονοκορδέλες τύπου Μανούχου, Παπαπέτρου, Τζοβάρα, Τσαγκαράκη, Παπαδόπουλου, ασχολούμενοι αποκλειστικά με ήσσονος σημασίας λεπτομέρειες, αποφεύγοντας να ενοχλήσουν και να ενοχληθούν. Για αυτούς σημασία δεν έχει το πως κατάφερε να εξασφαλίσει αυτήν την...«τεράστια» διαφορά η συγκεκριμένη ομάδα. Τους αρκεί το γεγονός να βλέπουν τον βαθμολογικό πίνακα και να επιβεβαιώνουν τις αίολες και πρόχειρες προβλέψεις και εκτιμήσεις τους.
Οι οποίες σε μόνιμη βάση μιλούσαν όχι μόνο για βαθμολογικές διαφορές αλλά και για το διαφορετικό επίπεδο των ανταγωνιστών (όποιοι κι αν ήταν αυτοί). Αυτό το τελευταίο εκ πρώτης όψεως και σε πρώτη ανάγνωση σαφέστατα θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπήρχε στην έναρξη της αγωνιστικής περιόδου. Γιατί κακά τα ψέματα οι θεωρούμενοι ως διεκδικητές είχαν το χάλι τους. Ένα χάλι όμως που το πλήρωσαν βαθμολογικά θα έλεγε κανείς και δίκαια. Εδώ σε αυτό το σημείο όμως ακριβώς κολλάει το μέχρι στιγμής αναπάντητο ερώτημα, ποια ήταν η διαδρομή και η εικόνα στη συνέχεια του θεσμού, από την ομάδα την οποία παρουσίασαν στο ρετιρέ και τους ανταγωνιστές στα υπόγεια.
Η πορεία της κατά γενική ομολογία ήταν παρόμοια με εκείνη των ανταγωνιστών της. Μια ομάδα άχρωμη, κάτισχνη, μετριότατη με διαρκείς αγχώδεις εμφανίσεις, μερικές εκ των οποίων συνδυάστηκαν από διαιτητικά κακουργήματα σε βάρος των αντιπάλων της. Δεν ήταν λίγες οι φορές που αγανάκτησαν μαζί της και οι φανατικοί οπαδοί της, με επιστέγασμα το ευρωπαϊκό ξεφτιλίκι από την Αταλάντα, που ήρθε χωρίς τα αστέρια της και διέσυρε την ομάδα του Μαρτίνς. Ας το μαζέψουμε όμως λίγο το πράγμα για να μπούμε στην ουσία του θέματος.
Οι ανταγωνιστές (και όταν μιλάμε σήμερα για ανταγωνισμό μένουμε αποκλειστικά στον ΠΑΟΚ) τις κακές εμφανίσεις τους τις πλήρωσαν. Όπου ήταν κακός ο δικέφαλος έχασε. Με τον απαράδεκτο όμως φετινό Ολυμπιακό συνέβη το ίδιο; Μόνο κατ΄ εξαίρεση κι αυτό παρά την απεγνωσμένη προσπάθεια για να αποφευχθεί. Σήμερα η διαφορά είναι στους 10 βαθμούς, απλά θα σας υπενθυμίσουμε αν δεν υπήρχε η τελευταία σφαγή με τον Μανούχο θα ήταν στους 8 και αν δεν υπήρχαν άλλες 4 καραμπινάτες, κάντε τον λογαριασμό και βγάλτε τα συμπεράσματα σας.
Για την ιστορία σας αναφέρουμε τα παιχνίδια: Βόλος – Ολυμπιακός 0-1, με τον ρέφερι Μανούχου να μην δίνει πεντακάθαρο πέναλτι σε ανατροπή του Νίνη από τον Σισέ με το σκορ στο 0-0. Ολυμπιακός – Βόλος 2-1, με τον ρέφερι Κουτσιαύτη να δίνει ανύπαρκτο πέναλτι σε βουτιά του Ρέαμπτσουκ, για να ανοίξει το σκορ ο Ολυμπιακός. Ολυμπιακός – Λαμία 1-0, με τον ρέφερι Γκορτσίλα να δίνει ανύπαρκτο πέναλτι σε βουτιά του Αγκιμπού Καμαρά. Ολυμπιακός - Άρης 2-1, με τον ρέφερι Μανούχο να κλείνει τα μάτια του σε δύο πεντακάθαρα πέναλτι υπέρ των Σάσα και Εντιαγέ.
Σε όλα τα παραπάνω βέβαια ευθύνη έχουν και οι VARίστες, ενώ επιπρόσθετα σας θυμίζουμε πως πέρασε αυτή η τεράστια ομάδα με τις τεράστιες διαφορές στα ημιτελικά του κυπέλλου, αποκλείοντας στην παράταση τον δύσμοιρο τον Παναιτωλικό, που ανάγκαστηκε να παίξει με δέκα παίκτες.