Δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 199 Δ/ 30-3-2024 η αναθεώρηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου του Δήμου Θεσσαλονίκης, μετά από μία πολύχρονη και επίμονη προσπάθεια.
Η μελέτη ανατέθηκε το Δεκέμβριο του 2011 και εκπονήθηκε στη διάρκεια μίας κρίσιμης δεκαετίας κατά την οποία αναθεωρήθηκε το σύνολο της πολεοδομικής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας της χώρας, με συνέπεια να απαιτηθεί η υπογραφή τριών συμπληρωματικών συμβάσεων και η προσαρμογή των προτεινόμενων χρήσεων γης σε τέσσερις αλλαγές του θεσμικού πλαισίου που τις διέπει. Εκπονήθηκε μάλιστα σε μια χρονική συγκυρία παράλληλου ανασχεδιασμού των πολεοδομικών προβλέψεων εκ μέρους ποικίλων φορέων (Χωροταξικά/ Περιφερειακά Πλαίσια, αναπτυξιακά σχέδια Λιμένα, ΔΕΘ, ΓΑΙΑΟΣΕ κλπ), τα οποία λήφθηκαν υπόψη στο σύνολό τους.
Παρά τις δυσκολίες, η μελέτη παρέμεινε διαρκώς επίκαιρη, παρακολουθώντας τις πλείστες τροποποιήσεις του θεσμικού πλαισίου, ενσωματώνοντας τις ειδικές προβλέψεις για περιοχές που ρυθμίστηκαν πρόσφατα μέσω Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων (ΔΕΘ, γήπεδο ΠΑΟΚ, Κεραμεία Αλλατίνη, συγκρότημα κτιρίων Thessis) και παρέχοντας την αναγκαία ευελιξία σε περιοχές με αναπτυξιακή δυναμική που βρίσκονται στο θαλάσσιο μέτωπο (περιοχή Μύλων Αλλατίνη – Μεγάρου Μουσικής – Ποσειδώνιου Αθλητικού Κέντρου) ή εντάσσονται στους σχεδιασμούς της ΓΑΙΑΟΣΕ ΑΕ (παλαιός και νέος σιδηροδρομικός σταθμός).
Μία σημαντική εξέλιξη
Πρόκειται για μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη για την ανάπτυξη της πόλης, καθώς εκσυγχρονίζεται μετά από 30 χρόνια το ισχύον πλαίσιο χρήσεων γης, ώστε να προσαρμοστεί στις σημερινές αναπτυξιακές προοπτικές και στο επενδυτικό ενδιαφέρον για τη Θεσσαλονίκη. Βασική επιδίωξη του Δήμου ήταν να επιλυθούν τα προβλήματα χρήσεων γης του παλαιότερου – και ανεπίκαιρου πλέον – σχεδιασμού που εκπονήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, αλλά παράλληλα να επιτευχθεί μια σύγχρονη και ρεαλιστική προσέγγιση στην κάλυψη των πολεοδομικών αναγκών σε κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους.
Το νέο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο επιδιώκει να αποτελέσει το ενιαίο πλαίσιο σχεδιασμού για την πόλη, που αξιοποιεί τη θέση και τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα, επιτρέποντας την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων υπό ένα πλαίσιο προϋποθέσεων που διασφαλίζουν το δημόσιο όφελος. Με ένα εξορθολογισμένο προγραμματικό μέγεθος πληθυσμού 360.000 κατοίκων, που σχετίζεται πλέον με τη μέγιστη χωρητικότητα του Δήμου Θεσσαλονίκης, το νέο μοντέλο χωρικής οργάνωσης αναδιαρθρώνει με καινοτόμο και επιχειρησιακό τρόπο τη συνολική έκταση του Δήμου σε 24 γειτονιές / συνοικίες, με στόχο να γίνει ο αστικός χώρος περισσότερο διαχειρίσιμος ως προς την οργάνωση της κοινωνικής υποδομής και την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων.
Δεν προτείνεται μεταβολή των Συντελεστών Δόμησης, οι οποίοι διατηρούνται στα θεσμοθετημένα σήμερα επίπεδα, καθώς βάσει στοιχείων από τις διαδικασίες νομιμοποίησης των τελευταίων ετών, η υλοποιημένη δόμηση ήδη υπερβαίνει σημαντικά τους ισχύοντες ΣΔ και τυχόν περαιτέρω μείωση θα οδηγήσει σε αδυναμία ανανέωσης του κτιριακού δυναμικού. Μοναδική εξαίρεση η περιοχή του Επταπυργίου, όπου η μελέτη ενσωματώνει τις κατευθύνσεις του Υπουργείου Πολιτισμού, με στόχο την αναβάθμιση της μικρής αυτής περιοχής σε εναρμόνιση με το ιστορικό βάρος της ακρόπολης εντός της οποίας αναπτύχθηκε. Οι νέες χρήσεις γης του Δήμου Θεσσαλονίκης αποτελούν έναν ευέλικτο συνδυασμό κατά βάση κεντρικών λειτουργιών και γενικής κατοικίας, εξασφαλίζοντας ευνοϊκές προϋποθέσεις για οικονομική ανάπτυξη και αναιρώντας τις αρνητικές επιπτώσεις των εκτεταμένων περιοχών αμιγούς κατοικίας του παλαιότερου σχεδιασμού που δεν εναρμονίζεται με το χαρακτήρα του κεντρικού Δήμου του πολεοδομικού συγκροτήματος.
Το κέντρο της πόλης ενισχύεται και επεκτείνεται δυτικά αλλά και κατά μήκος των κύριων οδικών αξόνων του ανατολικού τομέα. Οι οχλούσες δραστηριότητες και το χονδρεμπόριο απομακρύνονται από τις κεντρικές αστικές περιοχές, ενώ προβλέπονται αφενός μεταβατικές διατάξεις για τις ήδη εγκαταστημένες χρήσεις και αφετέρου ειδικές προβλέψεις για εργαστήρια χαμηλής όχλησης και αποθηκευτικούς χώρους εντός αστικών περιοχών, στο πνεύμα και των πρόσφατων εξελίξεων στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις επαγγελματικές αυτές χρήσεις.
Με στόχο τη μέγιστη δυνατή κάλυψη των αναγκών σε κοινωνική υποδομή, το σύνολο των δημοτικών και δημοσίων ακινήτων που διαθέτουν τα κατάλληλα γεωμετρικά χαρακτηριστικά δεσμεύονται για κοινόχρηστες, κοινωφελείς και διοικητικές χρήσεις και για στάθμευση. Οι ελάχιστες εκτός σχεδίου εκτάσεις του Δήμου Θεσσαλονίκης προβλέπεται να ενταχθούν στο σχέδιο πόλης. Σημαντικότερη από αυτές είναι η περιοχή των Λαχανοκήπων, με έκταση 800 στρεμμάτων, που αποτελεί τη φυσική συνέχεια και επέκταση του επιχειρηματικού «Κέντρου της Πόλης» και έχει ιδιαίτερη αναπτυξιακή δυναμική λόγω της άμεσης γειτνίασης με το λιμάνι και τον εμπορικό σιδηροδρομικό σταθμό, αλλά και με το υπό ανέγερση Μουσείο Ολοκαυτώματος.
Οι μικρότερες, εκτός σχεδίου σήμερα, περιοχές εντάσσονται με χρήσεις κατά κύριο λόγο κοινωφελείς και πρασίνου, με εξαίρεση την εκτός σχεδίου περιοχή στη συνοικία Τροχιοδρομικών έκτασης 20 στρεμμάτων, η οποία μετά την οριοθέτηση της Περιφερειακής Τάφρου θα ενταχθεί στο σχέδιο πόλης με χρήσεις πολεοδομικού κέντρου, κατοικίας και πρασίνου. Η μελέτη αναθεώρησης του ΓΠΣ παράλληλα προβλέπει τη δημιουργία εκτεταμένων πάρκων μητροπολιτικής σημασίας σε εγγύτητα με περιοχές σημαντικών επενδυτικών παρεμβάσεων, που σε συνδυασμό με μείζονες πεζοδρομήσεις και ένα προτεινόμενο δίκτυο αξόνων μη μηχανοκίνητης κίνησης στοχεύουν να μεταβάλλουν τη Θεσσαλονίκη σε βιώσιμη πόλη.
Παράλληλα, προβλέπονται περιοχές ειδικής προστασίας για το περιαστικό δάσος και τα ρέματα στην εκτός σχεδίου περιοχή, καθώς και η εναρμόνιση των ορίων του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης με τις αναδασωτέες εκτάσεις. Επίσης προτείνονται παρεμβάσεις αναβάθμισης και αναζωογόνησης του αστικού χώρου με Σχέδια Ολοκληρωμένων Αστικών Παρεμβάσεων και αστικές αναπλάσεις.
Σε σχετική δήλωσή του ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης Στέλιος Αγγελούδης επισήμανε τα εξής: «Το νέο ΓΠΣ αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αναπτυξιακά εργαλεία του Δήμου Θεσσαλονίκης. Συμβάλει καταλυτικά στη διαμόρφωση του νέου, ολοκληρωμένου οράματος για την πόλη -τουλάχιστον για την επόμενη δεκαπενταετία- και εξασφαλίζει ευνοϊκές προϋποθέσεις για την υλοποίηση μεγάλων πολεοδομικών παρεμβάσεων που θα ενισχύσουν την αναπτυξιακή προοπτική της πόλης και θα ενθαρρύνουν την προσέλκυση επενδύσεων, στο πλαίσιο της αειφορίας και της βιώσιμης αστικής κινητικότητας».