Συνολικά οκτώ μετάλλια κατέκτησαν οι Έλληνες αθλητές στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού, συγκομιδή μεγαλύτερη από τις αρχικές μας προσδοκίες. Χώρες με μεγαλύτερο πληθυσμό, έφαγαν τη σκόνη μας και είδαν την πλάτη μας. Επιτυχίες που είναι προϊόν του ταλέντου, της ελληνικής ψυχής και του πάθους για τη διάκριση που έχουν τα ελληνόπουλα. Που καταφέρνουν να πετυχαίνουν πράγματα, χωρίς σημαντική υποστήριξη και κυρίως χωρίς ένα ορθολογικό πλάνο ανάπτυξης του ερασιτεχνικού αθλητισμού.
Ο «βασιλιάς των κρίκων» Λευτέρης Πετρούνιας, όπως εξομολογήθηκε σε συνέντευξη του, πριν από μία δεκαετία επιστρέφοντας από διεθνείς αγώνες, και πριν το πρώτο Ολυμπιακό μετάλλιο, είχε πάρει την απόφαση να σταματήσει το αθλητισμό. Ο λόγος; «Δεν είχα μαντήλι να κλάψω», όπως είπε χαρακτηριστικά. Ακολούθησε ένα τηλεφώνημα από το σημερινό του χορηγό, είδε «φως στο τούνελ» και αποφάσισε να συνεχίσει γιατί υπήρχαν πλέον έσοδα. Έτσι τώρα είναι αθλητής με παγκόσμια αναγνώριση. Η ιστορία του Πετρούνια είναι μία από τις πολλές που βιώνουν οι Έλληνες αθλητές υψηλού επιπέδου. Οι οποίοι υπήρξαν φορές που πληρώνουν από την τσέπη τους την ιατρική τους υποστήριξη.
Η ανάρτηση του πατέρα του μοναδικού Μανώλη Καραλή, μετά την κατάκτηση του χάλκινου μεταλλίου στο επί κοντώ, καταγράφουν μία άλλη πραγματικότητα.
«Παιδί μου κερδίσαμε! Το μετάλλιο αυτό ανήκει στην οικογένεια μας! Είναι η δική μας ΝΙΚΗ! Δώσαμε μάχες και τις κερδίσαμε! Νικήσαμε τους φόβους μας, παλέψαμε με δαίμονες, νικήσαμε τον ρατσισμό και την άβυσσο που παραλίγο να μας καταπιεί! Και ΝΑΙ βγήκαμε ΝΙΚΗΤΕΣ! Γιε μου υπάρχει και καλύτερος κόσμος και ανήκεις σε αυτόν».
Υπάρχει ένας καλύτερος κόσμος, αλλά οι συνθήκες προετοιμασίας δεν είναι πάντα οι καλύτερες. Η κωπηλασία με τις διακρίσεις που φέρνει, διαχρονικά, εξελίσσεται στο Εθνικό μας άθλημα. Ό,τι λάμπει όμως δεν είναι χρυσός. Οι υποδομές του Σχινιά, της Καστοριάς, του ποταμού Λουδία και των Ιωαννίνων, έχουν έντονα τα σημάδια του χρόνου, αλλά κανείς δε νοιάζεται.
Ευτυχώς που δεν εγκαταλείφθηκε η υποδομή στου Σχινιά, κληρονομιά από το 2004, όπου προετοιμάζονται οι αθλητές και οι αθλήτριες του κλιμακίου της Εθνικής. Εκεί προπονούνται, κοιμούνται και σιτίζονται οι αθλητές. Δουλεύουν οκτώ ώρες την ημέρα, επί 300 σχεδόν ημέρες τον χρόνο.
Τίποτε λοιπόν δεν είναι τυχαίο. Εχθρός του καλού όμως είναι το καλύτερο. Τα ψηλά παιδιά, τα μαγνητίζουν το μπάσκετ και το βόλεϊ, και λόγω έλλειψης πολλών ναυταθλητικών σωματείων σ’ όλη την Ελλάδα, χάνονται πολλά παιδιά-ταλέντα. Οι επιτυχίες όμως της κωπηλασίας, αποτελούν πόλο έλξης για τη νεολαία. Δεν υπάρχει όμως ένα ολοκληρωμένο πλάνο ανάπτυξης ώστε να αξιολογούνται επιστημονικά οι υποψήφιοι αθλητές, πριν επιλέξουν το άθλημα που θέλουν να ασχοληθούν. Κι αυτό είναι θέμα που δεν μπορούν να το λύσουν τα αθλητικά σωματεία. Θα πρέπει να υπάρξει ένας εθνικός σχεδιασμός, προϊόν προτεραιότητας όλων των θεσμικών παραγόντων του αθλητισμού.