Σε όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, όλες οι ομάδες με τον ίδιο τρόπο προσπαθούν να παίξουν ποδόσφαιρο. Με τη λογική “κρατάμε την μπάλα όσο περισσότερο μπορούμε στην κατοχή μας, γιατί έτσι μειώνουμε τον αριθμό επιθέσεων που θα δεχτούμε από τον αντίπαλο και ταυτόχρονα προσπαθούμε να οργανώσουμε σωστά τις δικές μας επιθέσεις για να βρούμε τις ευκαιρίες να σκοράρουμε”.
Δεν υπάρχει προπονητής που ζητάει από τους παίκτες του κάτι διαφορετικό πριν αρχίσει ένα ματς. Ακόμη και στο παραδοσιακά ελαφρώς άναρχο νοτιοαμερικάνικο ποδόσφαιρο, αυτή τη συνταγή ακολουθούν όλοι, τιθασεύοντας το ατομικό ταλέντο στις ανάγκες του ομαδικού πνεύματος.
Όποιον αγώνα κι αν παρακολουθήσουμε, θα δούμε ότι με τον ίδιο τρόπο προσπαθούν να αναπτυχθούν όλες οι ομάδες. Αλλαγές της μπάλας μεταξύ των αμυντικών και των χαφ, για να περάσουν στο μισό του αντιπάλου, αλλαγές της μπάλας μεταξύ των χαφ και των επιθετικών μετά, για να “βγει” ένας καλός συνδυασμός από τα άκρα ή μια κάθετη πάσα, ώστε να δημιουργηθούν οι καλές προύποθέσεις για την επίτευξη του γκολ. Πολύ συχνά, σε φάση αντεπίθεσης κυρίως, μια μακρινή πάσα στην “πλάτη” της αντίπαλης άμυνας για να πάρει την μπάλα σε θέση για γκολ ένας δικός μας παίκτης.
Όλα αυτά, ανεξάρτητα από διατάξεις και σχηματισμούς και ανεξάρτητα από τη δυναμικότητα του αντιπάλου, ή και από την κρισιμότητα του αγώνα. Κι αν μιλάμε για μεγάλες ομάδες, βλέπουμε ότι ακόμη κι αν χάνουν με 2-0 ή 3-0, δεν αλλάζουν το μότο “χτίζουμε μεθοδικά και χωρίς να βιαζόμαστε τις επιθέσεις μας για να δημιουργήσουμε καλές ευκαιρίες”. Στη μόνη περίπτωση που αλλάζει το μοτίβο και γίνεται… τουρλουμπούκι ποδόσφαιρο είναι όταν, στα τελευταία λεπτά, ή στις καθυστερήσεις, προσπαθεί μια ομάδα να ισοφαρίσει για να αποφύγει την ήττα, ή να πάρει τη νίκη γιατί μόνο αυτή χρειάζεται. Τότε είναι που αρχίζει ο χορός της “γιόμας” και της σέντρας. Ενίοτε και από τους δύο αντιπάλους.
Είναι προφανές ότι αυτού του είδους το ποδόσφαιρο, που δεν κάνω νομίζω λάθος αν πω ότι το εφάρμοσε και το δίδαξε η μεγάλη Μπαρτσελόνα του Γκουαρδιόλα, του Μέσι, του Ινιέστα, του Τσάβι και των άλλων παιδιών, απαιτεί ποδοσφαιριστές με τεράστια ποιότητα. Με δεξιοτεχνία, με ταχύτητα σε σκέψη και κίνηση και με πολλές φυσικές δυνάμεις. Χωρίς δεξιοτεχνία δεν μπορείς να κοντρολάρεις την μπάλα και να μεταβιβάσεις με ακρίβεια, ούτε μπορείς να ντριπλάρεις, όταν χρειάζεται, για να αποφύγεις το στενό μαρκάρισμα του αντιπάλου. Χωρίς ευστροφία και ταχύτητα στις κινήσεις, η όποια δεξιοτεχνία παύει να έχει αξία. Και χωρίς φυσικές δυνάμεις είναι αδύνατο να επιβάλεις την ποιότητά σου σε δεξιοτεχνία και ταχύτητα. Άλλωστε, το σύγχρονο ποδόσφαιρο που όλοι προσπαθούν να παίξουν, απαιτεί και κάτι ακόμη πολύ σημαντικό: 'Όταν χάνουμε την μπάλα πέφτουμε κατ’ ευθείαν πάνω στον αντίπαλο και τον πρεσάρουμε με λύσσα για να την ξαναπάρουμε.
Με άλλα λόγια, τα πράγματα είναι πολύ απλά: Τους τίτλους και τις διακρίσεις τα κερδίζουν οι ομάδες που διαθέτουν τους πιο ποιοτικούς, σε όλα τα επίπεδα, παίκτες, σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές τους. Οι εκπλήξεις δεν είναι σπάνιο φαινόμενο και τα αουτσάιντερ ποτέ δεν είναι καταδικασμένα, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί κάθε κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις του. Και ο κανόνας στο ποδόσφαιρο (και, γενικά, στον αθλητισμό) “λέει” ότι συνήθως κερδίζει ο πιο ποιοτικός, ο ανώτερος, ο καλύτερος. Αυτός είναι που έχει πάντα τις μεγαλύτερες πιθανότητες να πετύχει τους στόχους του. Δείτε τι έγινε σ’ αυτή τη σεζόν σε όλες τις διοργανώσεις, από το Μουντιάλ, το Τσάμπιονς Λιγκ, το Γιουρόπα Λιγκ και το Κόνφερενς Λιγκ, μέχρι και τα Πρωταθλήματα των ευρωπαϊκών χωρών. Σε όλα επικράτησαν οι πιο ποιοτικές ομάδες. Με κορυφαίο δείγμα, βέβαια, τη Μάντσεστερ Σίτι…
ΥΓ. Γιατί τα έγραψα όλα αυτά; Για να κάνω μια αναγωγή επί το… ελληνικότερον. Και να πω ότι δεν απαιτώ από τον Ιβάν να κάνει τον ΠΑΟΚ Μάντσεστερ Σίτι, θέλω και εύχομαι, όμως, να καταλάβει ότι για να γίνει πάλι πρώτος στην Ελλάδα πρέπει να έχει πιο ποιοτική ομάδα από τους τρεις της Αθήνας. Ε, λοιπόν, για τον ΠΑΟΚ του Ιβάν Σαββίδη αυτό είναι εφικτό και ήδη το είδαμε να γίνεται πράξη. Ας φροντίσει να το ξαναδούμε. Μπορεί. Αρκεί να το θέλει...