Στην τροχιά του F-35 εισέρχεται και πάλι η Ελλάδα, με το άλμα στα μαχητικά 5ης γενιάς να μοιάζει τώρα, περισσότερο από ποτέ, επιβεβλημένο. Οι λόγοι είναι κυρίως δύο και είναι εξίσου σημαντικοί. Τους γνωρίζει τόσο η πολιτική όσο και η στρατιωτική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και ήδη έχουν ξεκινήσει οι συζητήσεις για να γίνουν όλα τα απαραίτητα βήματα που θα επιτρέψουν στην Πολεμική Αεροπορία να εξασφαλίσει την αεροπορική κυριαρχία σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, έναντι της Τουρκίας.
«Το μπαλάκι είναι πλέον στο γήπεδο της Ελλάδας και οι όποιες κινήσεις αποφασιστούν πρέπει να γίνουν άμεσα», τονίζουν υψηλόβαθμα στελέχη της αγοράς εξοπλισμών, που έχουν γνώση των διαδικασιών που απαιτούνται ώστε η Ελλάδα να γίνει μία από τις χώρες που διαθέτουν μαχητικά τεχνολογίας «stealth».
Ο
πρώτος λόγος που επιτάσσει την παραγγελία
από ελληνικής πλευράς, τουλάχιστον μίας
μοίρας αεροσκαφών F-35, είναι η γεωπολιτική
συγκυρία και το γεγονός ότι η Τουρκία,
προς το παρόν τουλάχιστον, βρίσκεται
εκτός του συγκεκριμένου προγράμματος.
Η «έξωση» της Άγκυρας ως αποτέλεσμα της
απόφασης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να
προμηθευτεί το ρωσικό αντιαεροπορικό
σύστημα S-400 προσέφερε στην Αθήνα «μια
μοναδική ευκαιρία που δεν πρέπει να
περάσει ανεκμετάλλευτη», τονίζουν
ανώτατες στρατιωτικές πηγές.
Όχι επειδή τα τουρκικά F-35 που «ξέμειναν» στις Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να βαφτούν στα γαλανόλευκα. Αυτή η συζήτηση έχει προ πολλού κλείσει, καθώς τα αεροσκάφη χρησιμοποιούνται ήδη από την αμερικανική Αεροπορία και δεν τίθεται θέμα πώλησης τους. Οι Αμερικανοί άλλωστε δεν θα ρίσκαραν μια τόσο απότομη κλιμάκωση στις σχέσεις τους με την Τουρκία, δίνοντας στην Ελλάδα τα F-35 που κατασκευάστηκαν για την Άγκυρα. Όσο όμως η Τουρκία, εξαιτίας της αλαζονείας του Ερντογαν, μένει εκτός προγράμματος, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει πρώτη το μαχητικό 5ης γενιάς.
Αν και κανείς στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού δεν μπορεί να εγγυηθεί πως μια αλλαγή ηγεσίας στην Τουρκία ή στην πολιτική του Τούρκου προέδρου, με την αποστολή των S-400 στο Αζερμπαϊτζάν για παράδειγμα, δεν θα άνοιγε ξανά την πόρτα στην Άγκυρα ώστε να προμηθευτεί το F-35, αυτό που λένε με σιγουριά όμως, είναι ότι, ακόμη κι αν επιστρέψει, η Τουρκία έχει χάσει την προνομιακή θέση που είχε στη σειρά παραγωγής. Αυτή η επίπτωση δεν είναι καθόλου αμελητέα, αν σκεφτεί κανείς πως στο απόγειο της παραγωγικότητάς του, το εργοστάσιο της Lockheed Martin που κατασκευάζει τα F-35 μπορεί να παραδώσει 156 αεροπλάνα τον χρόνο.
Από αυτά, τη μερίδα του λέοντος δικαιούται η αμερικανική Αεροπορία, η οποία επένδυσε περίπου 45 δισεκατομμύρια δολάρια στην ανάπτυξη του αεροσκάφους. Ακολουθούν, η Μεγάλη Βρετανία, η Ιταλία, η Ολλανδία, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νορβηγία και η Δανία που συμμετέχουν στο πρόγραμμα, όπως θα μπορούσε να συμμετέχει και η Ελλάδα, αν δεν είχε απορρίψει τις προτάσεις που της είχαν γίνει. Και μάλιστα, θα μπορούσε να είναι μέρος του F-35, καταβάλλοντας ένα μικρό τίμημα μόλις 10 εκατομμυρίων ευρώ. Σε αυτό το γκρουπ χωρών βρισκόταν και η Τουρκία, προτού δει την «πόρτα» της εξόδου.
Στη συνέχεια μπήκαν το Ισραήλ και η Σιγκαπούρη στο πρόγραμμα, συμπληρώνοντας τους «εταίρους» του F-35. Αυτό σημαίνει ότι, από τα 156 αεροπλάνα που κατασκευάζονται ετησίως, περίπου 125 με 130 δεσμεύονται για να εξυπηρετήσουν τις παραγγελίες των χωρών αυτών. Άρα περισσεύουν γύρω στα 25 με 30 αεροπλάνα τον χρόνο για τα προγράμματα εξαγωγών των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε αυτά τα προγράμματα, γνωστά και ως FMS, έχουν ήδη μπει τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Βέλγιο, η Πολωνία, η Ιαπωνία, η Ν. Κορέα, η Ελβετία και σύντομα η Φινλανδία και η Ισπανία. Με άλλα λόγια, όλες αυτές οι χώρες και οι παραγγελίες τους προηγούνται της όποιας ελληνικής παραγγελίας για F-35.
Σύμφωνα
με αξιόπιστες πηγές όμως, οι Αμερικανοί
δεσμεύονται ότι αν η Αθήνα αποφασίσει,
έστω και τώρα, να παραγγείλει F-35, θα έχει
μια «φιλικότερη» μεταχείριση στη σειρά
παραγγελιών, εξασφαλίζοντας ότι θα
αποκτήσει τα πρώτα αεροσκάφη πολύ
νωρίτερα οπό άλλες χώρες και σίγουρα
από την Τουρκία. Άρα, είναι σημαντικό
οι όποιες αποφάσεις να ληφθούν όσο το
κλίμα ανάμεσα στην Αθήνα και την
Ουάσιγκτον είναι θερμό, όπως έχει
διαμορφωθεί μετά τις υπογραφές για την
ανανέωση της Συμφωνίας Αμοιβαίας
Αμυντικής Συνεργασίας από τους Νίκο
Δένδια και Άντονι Μπλίνκεν.
Η
δομή δυνάμεων
Ο δεύτερος, εξίσου σημαντικός λόγος, είναι ο σχεδιασμός του ελληνικού Επιτελείου για την επόμενη μέρα της Πολεμικής Αεροπορίας. Όπως ανέφερε στη Βουλή ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος, η δομή δυνάμεων, η οποία έχει την έγκριση της κυβέρνησης αλλά και της στρατιωτικής ηγεσίας, προβλέπει 48 μαχητικά νέας γενιάς. Τα 24 είναι σίγουρα τα Rafale που σε λίγους μήνες θα αντικαταστήσουν τα Mirage 2000 της 332 Μοίρας «Γεράκι». Τα υπόλοιπα 24 θα μπορούσαν να είναι είτε μια δεύτερη μοίρα Rafale, είτε η πρώτη μοίρα F-35 που θα αντικαταστήσει τα γερασμένα πλέον F-4 Phantom II.
Τα Rafale θα αποτελέσουν, χωρίς αμφιβολία, ένα μεγάλο κεφάλαιο για την Πολεμική Αεροπορία, όμως, ακόμη και με όλα τα σύγχρονα ηλεκτρονικά συστήματα που διαθέτουν, δεν μπορούν να προσφέρουν το πλεονέκτημα της πρώτης κρούσης, αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν, «first look, first shoot, first kill». Προς το παρόν, ο συνδυασμός Rafale και F-16, καλύπτει σε μεγάλο Βαθμό, αν όχι απόλυτα, τις επιχειρησιακές ανάγκες της Πολεμικής Αεροπορίας. Μπροστά στο ενδεχόμενο όμως η Τουρκία να αποκτήσει «stealth» μαχητικό, «η Ελλάδα θα πρέπει να είναι ένα βήμα μπροστά», διαμηνύουν με νόημα ανώτατες στρατιωτικές πηγές.
Το
ίδιο ισχύει και για την περίπτωση που
η Άγκυρα θελήσει να ενεργοποιήσει τους
S-400, δημιουργώντας μια ζώνη όπου οι
πτήσεις συμβατικών μαχητικών θα ενέχει
ιδιαίτερα υψηλό ρίσκο. Το πλεονέκτημα
όμως που εξασφαλίζει το F-35, και ταυτόχρονα
ο λόγος που η Τουρκία βρέθηκε εκτός
προγράμματος, είναι πως το ρωσικό σύστημα
δεν διαθέτει στοιχεία της διατομής του
αεροσκάφους ώστε να μπορεί να το
εντοπίσει. Άρα, και σε αυτό το σενάριο,
η Πολεμική Αεροπορία θα έχει τον πρώτο
λόγο.
Φυσικά,
το αεροσκάφος που αποτελεί ιπτάμενο
κέντρο διοίκησης θα μπορεί να συνεργάζεται
απόλυτα τόσο με τα γαλλικά Rafale και τα
F-16 Viper που θα έχει σύντομα η Ελλάδα στο
οπλοστάσιό της, όσο και με τις νέες
φρεγάτες Belharra και τις κορβέτες που
σύντομα θα αποτελούν τις κύριες Μονάδες
Επιφανείας του ελληνικού Στόλου. Έτσι,
το επιχειρησιακό πλεονέκτημα είναι
ακόμη μεγαλύτερο για το ελληνικό
Επιτελείο, αφού η δια λειτουργικότητα
αποτελεί ζητούμενο στο σύγχρονο
περιβάλλον απειλών.
Ο συνδυασμός των συγκεκριμένων μέσων είναι ικανός να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε απειλή, ακόμη και από Μη Επανδρωμένα Αεροσκάφη, τα οποία ναι μεν έχουν αποδείξει την αξία τους στα πεδία των μαχών, όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη συμβατική Αεροπορία. Άλλωστε, αν η Τουρκία είχε τόσο μεγάλη πίστη στις ικανότητες των Μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών της, δεν θα έδινε «γη και ύδωρ» στις Ηνωμένες Πολιτείες για να αποκτήσει αεροσκάφη, και μάλιστα μιάμιση γενιάς παλαιότερα από τα F-35
ΠΗΓΗ: enoplos.gr