Από το απόβραδο της Τετάρτης, που ο Μαραντόνα έγινε σύννεφο και ταξιδεύει στις αναμνήσεις μας σαν μπόρα πια κι όχι σαν ποδοσφαιριστής, όλοι «Έγιναν Μαραντόνα». Έγινε μόδα όπως τότε με το «je suis hebdo»… Κι ο καθένας κι η καθεμιά κάτι είχε να πει (και να γράψει τον είχε δει, δεν τον είχε δει) για τον μικρό Ντιεγκίτο που αμάρτησε, άγιασε, μαρτύρησε επί του σταυρού των παθών του και τέλος ανεστήθει με την εκδημία του… Αλλά ο ίδιος ο Μαραντόνα τι έλεγε για τον εαυτό του; Πώς θυμόταν κάποιες από εκείνες τις χαραγμένες με μαχαίρι στιγμές στο δένδρο του ποδοσφαίρου που μεγάλωσε και τα «σημάδια» του πια έχουν περάσει το σύνορο της Γης και συνεχώς ψηλώνουν…
Ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 2018με τίτλο «Diego Maradona - Το χέρι του Θεού - Η αλήθεια μου» αποκαλύπτει τις μικρές ιστορίες ενός μεγάλου (αν μη τι άλλο) ποδοσφαιριστή· ας διαβάσουμε μερικές από αυτές:
«Σας µιλάει ο Ντιέγκο Αρµάντο Μαραντόνα, ο άνθρωπος που έβαλε δύο γκολ στην Αγγλία, κι ένας από τους λίγους Αργεντινούς που ξέρουν πόσο βαρύ είναι το Παγκόσµιο Κύπελλο. Ξέρεις τι ποδοσφαιριστής θα ήµουν άµα δεν είχα πάρει ναρκωτικά; Θα ήµουν για πολλά πολλά χρόνια ο Μαραντόνα του Μεξικού. Ήταν η στιγµή της µεγαλύτερης ευτυχίας που ένιωσα ποτέ µέσα στο γήπεδο».
Και το παιδί που έκρυβε μέσα του δεν είχε μεγαλώσει ποτε…
«Ο γέρος µου ποτέ δε µου έκανε κοµπλιµέντα, και σπάνια µου έλεγε «Τι ωραία που χτύπησες την µπάλα» ή «Τι ωραία πάσα έδωσες». Αλλά µετά τον αγώνα µε την Αγγλία, όταν συναντηθήκαµε, µε αγκάλιασε και µου είπε: “Γιε µου, σήµερα µάλιστα, έβαλες γκολάρα!”».
« Ήµασταν είκοσι δύο τρελοί έτοιµοι να πάµε στον πόλεµο, και κατάφερα να εδραιώσω την ιδέα ότι το να παίζουµε µε τη φανέλα της Εθνικής ήταν το σηµαντικότερο πράγµα του κόσµου, παρόλο που το πολύ χρήµα το κέρδιζες µε τη φανέλα µιας ευρωπαϊκής οµάδας. Πριν από τριάντα χρόνια κερδίσαµε το Παγκόσµιο Κύπελλο, το τελευταίο που σήκωσε µια Εθνική Αργεντινής, µε 25 δολάρια τη µέρα σιτηρέσιο. Ήρθε επίσης η ώρα να µιλάµε περισσότερο για την οµάδα και λιγότερο για το σύστηµα του Μπιλάρδο. [...] Παίξαµε εναντίον των Άγγλων έπειτα από έναν πόλεµο όπου τα παιδιά της Αργεντινής είχαν πάει να πολεµήσουν µε πάνινα παπούτσια: αυτό, οι γονείς το διηγήθηκαν στα παιδιά τους, και τα παιδιά θα το διηγηθούν στα δικά τους. Πέρασαν τριάντα χρόνια και εξακολουθούν να το διηγούνται».
Και για το γκολ που είδε ο θεός κι έκανε να χειροκροτήσει, αλλά του έλειπε το αριστερό χέρι…
«Είχα μια ιδέα. Να βάλω το χέρι μου στο κεφάλι μου. Όταν προσγειώθηκα, είδα την μπάλα στα δίχτυα και φώναζα “γκολ, γκολ”. Ο Σέρχιο Μπατίστα ήρθε τρέχοντας πάνω μου και μου είπε: “Όντως το έβαλες με το χέρι σου;”. Τότε, του είπα: “Σκάσε, παλιομ… και απλά αγκάλιασέ με”. Ήρθε και ο Βαλντάνο και μου λέει: “Μην μου πεις ότι αυτό ήταν το χέρι σου”. Και του απάντησα το ίδιο πράγμα: “Θα σου πω αργότερα, Βαλντάνο. Σταμάτα να μου σκοτίζεις τα αρχ…”».
Ο Μαραντόνα παραδέχεται πως ήταν ένας «μαμάκιας» στη διάρκεια των μεγάλων μαχών. «Εχω χεστεί πάνω μου. Τότα (σ.σ.: η μαμά του), έλα να με βοηθήσεις σε παρακαλώ». Η Τότα όμως ήταν μακριά, στο Μπουένος Αϊρες. «Ημουν ένας μάτσο που την πάλευε μόνο αν είχε τη μάνα του από δίπλα».
Και το πάει παρακάτω, απομυθοποιώντας τον Μαραντόνα:
«Ποτέ δεν πίστεψα ότι θα μπορούσα να νικήσω μόνος μου γιατί αυτό δεν υπάρχει. Δεν ήμουν θεός. Στην ομάδα δεν υπήρχαν ούτε βασιλιάδες ούτε θεοί. Το Παγκόσμιο Κύπελλο το κερδίσαμε όλοι μαζί, σαν ομάδα. Πιστεύω πως εγώ ήμουν το κερασάκι στην τούρτα κι αυτό δεν θα μου το βγάλει κανείς από το μυαλό».
Απέχθεια για τον Πλατινί, μίσος για τον Πασαρέλα
Σ' αυτό το βιβλίο αποκαλύπτεται ακόμη η έντονη αντιπάθεια, ίσως και μίσος, του Μαραντόνα για τον Μισέλ Πλατινί, τον «κρυόψυχο» όπως τον αποκαλεί, αλλά και τον Ντανιέλ Πασαρέλα. Οι συγκρούσεις των δύο Αργεντινών ήταν πιο μυθικές και από το δεύτερο γκολ που πέτυχε εναντίον της Αγγλίας. Για το ματς με την Αγγλία, για το οποίο έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά, και για τα δύο γκολ του Μαραντόνα, το «Χέρι του Θεού» και το «Καλύτερο γκολ στην Ιστορία των Μουντιάλ», αποκαλύπτεται πως οι παίκτες της Αργεντινής δεν είχαν φανέλες να φορέσουν και αυτές που τελικά φόρεσαν τις είχαν αγοράσει από τοπικό κατάστημα την προηγούμενη ημέρα!
Ο Μαραντόνα μας προτρέπει να δούμε το εθνόσημο από το οποίο απουσιάζουν οι δάφνες τις οποίες ξέχασαν να ράψουν οι ράφτρες πάνω στον πανικό τους να τελειώσουν τη δουλειά. Για να φαίνονται τα νούμερα τα είχαν γυαλίσει με μπριγιαντίνη. Οταν πια ολοκληρώθηκε το ιστορικό όπως αποδείχθηκε παιχνίδι, ο Μαραντόνα εκμυστηρεύεται πως στα αποδυτήρια ένιωσε για πρώτη φορά πως ήταν ο καλύτερος του κόσμου. Και ήταν, χωρίς μικροψυχίες και σχόλια του τύπου: ναι, αλλά… Ούτε αλλά, ούτε αποσιωπητικά: ο Μαραντόνα ήταν ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής που είδαμε να παίζει ποτέ στα γήπεδα! Ποιος Μέσι, ποιος Ρονάλντο και - γιατί όχι - ποιος Πελέ; Αυτά και τέλος και μια φράση που είπε κλαίγοντας ένας από τους χιλιάδες που ακολούθησαν το ξόδι του Μαραντόνα: La pelota esta muerta. Η μπάλα πέθανε!
«Diego Maradona
Το χέρι του Θεού
Η αλήθεια μου»
Μτφ: Αγαθή Δημητρούκα
Εκδ. Πατάκη, 2018, Σελ. 344
Πηγή: Ethnos.gr