Στην εποχή της πανδημίας, που επέβαλε εκβιαστικά πρωτοφανείς μεταβολές στην παγιωμένη κατάσταση πραγμάτων της Ευρωζώνης, ευάλωτα κράτη-μέλη τολμούν να ζητήσουν ό,τι ήταν άλλοτε αδιανόητο.
Πρώτη η υπερχρεωμένη αλλά τολμηρή Ιταλία που ζητεί έμμεσα, διά στόματος του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Ρικάρντο Φρακάρο, διαγραφή όσου χρέους έχει αγοράσει η ΕΚΤ στη διάρκεια της πανδημίας. Εναλλακτικώς προτείνει στην Τράπεζα να διατηρήσει τα ομόλογά της διά παντός στο χαρτοφυλάκιό της.
Οπως τονίζει, «η ΕΚΤ δεν έχει ζήτημα με το χρέος, μπορεί να τυπώνει όσο χρήμα θέλει και να αγοράζει κρατικά ομόλογα ώστε να επιτρέψει στα κράτη-μέλη να επενδύουν προστατεύοντάς τα από την αγορά».
Σε συνέντευξη που παραχώρησε την Τετάρτη, ο κ. Φρακάρο, στενός συνεργάτης του Ιταλού πρωθυπουργού, τόνισε πως «η νομισματική πολιτική πρέπει να στηρίζει την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική των χωρών-μελών με κάθε τρόπο» και προσέθεσε ότι ανάμεσα στους διάφορους τρόπους πρέπει να συμπεριληφθεί και η δυνατότητα «ακύρωσης όσων κρατικών ομολόγων αγόρασε στη διάρκεια της πανδημίας ή η επ’ άπειρον παράταση της ωρίμανσής τους».
Σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg αναφέρει ότι το αίτημα της Ιταλίας αντανακλά το σοβαρότατο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η γειτονική χώρα με το δυσβάσταχτο χρέος της, ως ένα βαθμό απότοκο των προσπαθειών της να αντιμετωπίσει την πανδημία.
Η Ιταλία παρουσίαζε υψηλότατο χρέος και στάσιμη οικονομία πολύ πριν από την πανδημία. Οπως τόνισε ο κ. Φρακάρο, έχει παράλληλα να χρηματοδοτήσει το δαπανηρό σχέδιο της Ε.Ε. για μετάβαση στην πράσινη οικονομία.
Ως εκ τούτου, συνόδευσε το τολμηρό αίτημά του με την πρόταση για θέσπιση ενός «πράσινου κανόνα» που θα εξαιρεί από τον υπολογισμό τού ελλείμματος όσες δημόσιες δαπάνες σχετίζονται με επενδύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.
Το αίτημα του Ιταλού πολιτικού για διαγραφή χρέους προφανώς και δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτό από την ΕΚΤ. Τα στελέχη της έχουν επανειλημμένως διευκρινίσει ότι η κοινοτική νομοθεσία απαγορεύει τη χρήση της νομισματικής πολιτικής με σκοπό τη χρηματοδότηση των κρατών-μελών.
Ερωτώμενη σχετικά την περασμένη εβδομάδα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η πρόεδρος της Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, απάντησε: «Ούτε καν θέτω το ερώτημα στον εαυτό μου, τόσο απλά, καθώς οτιδήποτε σε αυτήν την κατεύθυνση θα αποτελούσε παραβίαση των κανόνων».
Εξίσου κατηγορηματική είναι, άλλωστε, και η άρνηση του υπουργού Οικονομικών της Ιταλίας, Ρομπέρτο Γκουαλτιέρι, που απέρριψε την ιδέα.
Δεν είναι, πάντως, βέβαιο ότι το θέμα κλείνει με αυτές τις κατηγορηματικές αρνήσεις, καθώς η επιχειρηματολογία του κ. Φρακάρο δεν έχει εξαντληθεί.
Στο πλαίσιο της ίδιας συνέντευξης υποστήριξε πως για να δικαιολογήσει μια τέτοια πολιτική, η ΕΚΤ θα μπορούσε να βασιστεί σε μια άλλη πρόβλεψη της κοινοτικής νομοθεσίας που την υποχρεώνει να υποστηρίζει τη γενική οικονομική πολιτική των κρατών-μελών στον βαθμό που αυτό δεν συγκρούεται με την πρωταρχική αποστολή της, τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών.
Ελαφρώς δηκτικά, άλλωστε, επεσήμανε πως η κεντρική τράπεζα εδώ και χρόνια δεν επιτυγχάνει τον στόχο του 2% για τον πληθωρισμό και τώρα ο δείκτης πρόκειται να υποχωρήσει περαιτέρω λόγω της πανδημίας.
Είναι χαρακτηριστική η αποστροφή του λόγου του ότι «είναι άλλο πράγμα να διατηρεί η κεντρική τράπεζα την ανεξαρτησία της από τους πολιτικούς και άλλο να μην καταλαβαίνει πού πηγαίνει ο κόσμος».
Και κατέληξε ουσιαστικά σε μια σύσταση προς την ΕΚΤ πως «θα έπρεπε να βοηθήσει τις χώρες να επανεκκινήσουν τις οικονομίες τους».
Το χρέος της Ιταλίας αναμένεται να εκτιναχθεί περίπου στο 160% του ΑΕΠ, καθώς η γειτονική χώρα έχει προχωρήσει σε εκτεταμένες δαπάνες ύψους άνω των 100 δισ. ευρώ για να αντιμετωπίσει τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας.
Εχει, πάντως, ήδη επωφεληθεί τα μέγιστα από το πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης που εγκαινίασε η ΕΚΤ την άνοιξη. Το εν λόγω πρόγραμμα είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να στηρίζει όσες χώρες βαρύνονται με μεγάλο όγκο χρέους, καθώς συμπιέζει πτωτικά τις αποδόσεις των ομολόγων τους.
Αυτό έχει συμβεί στην περίπτωση της Ιταλίας, που παρά την υπερχρέωσή της έχει τη δυνατότητα να δανειστεί για 10 χρόνια με επιτόκιο της τάξεως μόλις του 0,6% που είναι χαμηλότερο από τις αποδόσεις των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου.
Το ευεργετικό πρόγραμμα της ΕΚΤ είναι, όμως, προσωρινό και στοχευμένο μόνο για τη «φάση της κρίσης» της πανδημίας. Αυτό σημαίνει πως η Ιταλία θα αντιμετωπίσει σύντομα πιέσεις από τους πιστωτές της. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος της ανησυχίας του κ. Φρακάρο και των αιτημάτων που διατύπωσε.
Οπως τόνισε, «η Ιταλία θα βρεθεί εκτεθειμένη σε κερδοσκοπικές πιέσεις όταν δεν θα αγοράζει πλέον ομόλογα η ΕΚΤ».
Δεν είναι πρώτη φορά που η γειτονική χώρα ζητεί γενική αναδιάρθρωση των θεσμών της Ε.Ε. Εχει προηγηθεί ο Κλαούντιο Μπόργκι, οικονομικός σύμβουλος της Λέγκας, που όταν το κόμμα του ήταν στην κυβέρνηση κάλεσε την ΕΚΤ να αγοράζει ομόλογα για να χρηματοδοτήσει έργα υποδομής και να αναλάβει ουσιαστικότερο ρόλο δίνοντας ώθηση σε όσες οικονομίες παραπαίουν χρηματοδοτώντας επενδύσεις.