«Η ισχυρότερη ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ακόμα χαμένη χρονιά, η οποία δεν θα είναι η τελευταία», σημειώνει η Handelsblatt με τίτλο: «Επτά χρόνια ισχνών αγελάδων–τουλάχιστον». Η οικονομική εφημερίδα παρατηρεί: Η γερμανική οικονομία παραμένει λίγο πολύ στάσιμη από το φθινόπωρο του 2019. Στον ορίζοντα διαφαίνεται ένα ακόμα τρίμηνο οικονομικής συρρίκνωσης, όπως σηματοδοτούν η αδύναμη βιομηχανική παραγωγή των τελευταίων μηνών, αλλά και το ζοφερό επιχειρηματικό κλίμα που καταγράφει το Ινστιτούτο Ifo του Μονάχου.
Καμία άλλη οικονομία δεν υποφέρει τόσο από τις τάσεις απoπαγκοσμιοποίησης όπως η Γερμανία. Καμία δεν πλήττεται τόσο πολύ από την ασθμαίνουσα κινεζική οικονομία όσο η Γερμανία. Και για καμία άλλη οικονομία μια ενδεχόμενη επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ δεν συνδέεται με μεγαλύτερους κινδύνους από ό,τι για τη Γερμανία. Η Γερμανία πληρώνει σήμερα λάθη και παραλείψεις των τελευταίων ετών, αν όχι δεκαετιών.
Η γερμανική ηγεσία εκχώρησε τον ενεργειακό μας εφοδιασμό στο Κρεμλίνο με την αφελή πεποίθηση ότι οι στενές διμερείς εμπορικές σχέσεις θα επιφέρουν βαθιές αλλαγές στη Ρωσία και θα καταστήσουν τον Πούτιν προβλέψιμο εταίρο. Σχεδόν όλες οι ομοσπονδιακές κυβερνήσεις μεταβίβασαν την ευθύνη για την άμυνα της χώρας στις ΗΠΑ, με τη λανθασμένη πεποίθηση ότι θα ήταν προς το γεωστρατηγικό συμφέρον της Ουάσιγκτον να προστατεύσει μακροπρόθεσμα τη γηραιά ήπειρο. Από κοινού κυβέρνηση και επιχειρήσεις συνέδεσαν την οικονομική μοίρα της Γερμανίας με την Κίνα ποντάροντας στο γρήγορο κέρδος. Και αύριο; Βλέποντας και κάνοντας.
Η γερμανική οικονομία δεν έχει την πολυτέλεια να αποδεχθεί ως δεδομένες τις δυσμενείς γεωπολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Δεν μπορεί να ελπίζει ούτε στη στήριξη της ΕΚΤ αναμένοντας ταχεία μείωση επιτοκίων. Ακόμα και οι πρώην χώρες της κρίσης, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, οι οποίες αντιμετωπίζονταν για χρόνια με υπεροψία, από οικονομική σκοπιά, αναπτύσσονται ακόμα σε αντίθεση με τη Γερμανία. Και όλα αυτά τη στιγμή που εξακολουθεί να ελλοχεύει ο κίνδυνος του πληθωρισμού».
Βοηθάμε την Ουκρανία ή χάνουμε τον πόλεμο
«Ο πόλεμος στην Ουκρανία διαρκεί σχεδόν δύο χρόνια και έχει εξαντλήσει εισβολείς και αμυνόμενους», γράφει η Süddeutsche Zeitung με τίτλο «Ανεφοδιασμός ή ήττα». Η εφημερίδα επισημαίνει: «Το γεγονός αυτό καθιστά τη δυτική στρατιωτική βοήθεια ακόμη πιο σημαντική για την Ουκρανία, καθώς θα μπορέσει να επιβιώσει μόνο αν διασφαλίσει τεχνολογική υπεροχή.
Σύμφωνα με στρατιωτικούς αναλυτές καμία από τις δύο πλευρές δεν είναι σήμερα σε θέση να εξαπολύσει μεγάλες επιθέσεις. Όμως οι Ουκρανοί βρίσκονται αναμφίβολα σε χειρότερη θέση. Σε αντίθεση με τη Μόσχα, το Κίεβο δυσκολεύεται πολύ να ενισχύσει τον κουρασμένο στρατό του με νεοσύλλεκτους.
Την ίδια στιγμή ούτε και οι Ρώσοι βρίσκονται στα πρόθυρα επιδρομής στο Κίεβο. Προ ημερών ρώσοι στρατιωτικοί μπλόγκερ έγραφαν ότι ο ρωσικός στρατός δεν είναι καν σε θέση να δημιουργήσει μικρούς στρατιωτικούς σχηματισμούς για να απειλήσει ουκρανικές γραμμές άμυνας: Και αυτό γιατί οι Ουκρανοί επιτίθονταν πλέον άμεσα και προφανώς αποτελεσματικά σε κάθε μεγαλύτερη μονάδα του εχθρού με τη βοήθεια μη επανδρωμένων αεροσκαφών εξοπλισμένων με βόμβες».
Ο Μπάιντεν αποφεύγει μια κλιμάκωση στην Εγγύς Ανατολή
Η Frankfurter Allgemeine Zeitung σχολιάζει την επίθεση κατά αμερικανικής βάσης στην Ιορδανία με τίτλο «Επιβραδυμένη Αμερική»: Σημειώνει η εφημερίδα: «Μια παγκόσμια δύναμη όπως οι ΗΠΑ δεν έχει την πολυτέλεια να αφήσει ένα τέτοιο χτύπημα αναπάντητο. Θα ήταν σαν να προέτρεπε τους εχθρούς της Αμερικής, όχι μόνο στη Μέση Ανατολή, να αναλάβουν παρόμοια δράση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο πρόεδρος Μπάιντεν μίλησε για αντίποινα.
Η απάντηση για τιμωρία των δραστών θα λάβει χώρα σε έναν φορτισμένο εκλογικό αγώνα ενόψει προεδρικών. Τα γεράκια των Ρεπουμπλικανών ζητούν πλήγματα κατά του Ιράν, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ διατείνεται ως συνήθως ότι τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί αν ήταν πρόεδρος. Με τον τρόπο αυτό, ικανοποιεί εκείνους που επικροτούν μια αποχώρηση των ΗΠΑ από την παγκόσμια σκηνή, οι οποίοι, ας σημειωθεί, δεν είναι μόνο οπαδοί του. Μην ξεχνάμε ότι και ο Τζο Μπάιντεν εξελέγη πρόεδρος υποσχόμενος ότι θα τερματίσει τις στρατιωτικές εμπλοκές των ΗΠΑ ανά τον κόσμο. Για αυτόν και μόνο τον λόγο προσπαθεί να αποφύγει μια κλιμάκωση στη Μέση Ανατολή».
Πηγή: Deutsche Welle