Ψάχνουν παντού τον Αλβανό πιστολέρο που πυροβόλησε κατά των τριών αστυνομικών στου Γκάζι.
Την ίδια ώρα, ο 33χρονος συνοδηγός του Αλβανού πιστολέρο αποστασιοποιείται από τον 37χρονο. «Από την πρώτη στιγμή υπήρξε ειλικρινής. Κατέθεσε το τι ακριβώς είχε συμβεί κατά την επίδικη ημέρα και ώρα. Διαχώρισε ρητά τη θέση του ότι όχι μόνο δεν γνώριζε την ύπαρξη του όπλου, όχι μόνο δεν αποδέχεται την πρόκληση οιασδήποτε σωματικής βλάβης σε βάρος άλλου ανθρώπου, πολλώ μάλλον το αποτέλεσμα αυτό που έχει προκληθεί. Από την πρώτη στιγμή έθεσε εαυτόν στη διάθεση των διωκτικών αρχών. Από την πρώτη στιγμή υπήρξε ειλικρινής και θα παραμείνει έτσι έως το τέλος», ανέφερε η συνήγορος υπεράσπισής του.
Πάντως, ο 33χρονος κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος. Σε βάρος του είχε ασκηθεί δίωξη για συνεργεία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με δόλο κατά συρροή. Ο 33χρονος Αλβανός φέρεται να δήλωσε σοκαρισμένος υποστηρίζοντας παράλληλα ότι το μόνο που έκανε ο ίδιος ήταν να χαστουκίσει τον ένα Κρητικό που σύμφωνα πάντα με όσα υποστηρίζει τον εξύβρισε.
Οι αστυνομικοί ψάχνουν τον Αλβανό κακοποιό ακόμη και στην Αλβανία. Άλλωστε, ο 37χρονος έχει κατηγορηθεί στη χώρα μας για παράβαση του νόμου περί αλλοδαπών και κλοπές. Σύμφωνα με αλβανικά Μέσα, έχει μπει φυλακή για δέκα χρόνια στην Αλβανία, γιατί πυροβόλησε τρεις αστυνομικούς. Αποφυλακίστηκε πριν ακριβώς από ένα χρόνο.
Ο 37χρονος είχε απελαθεί δύο φορές από την Ελλάδα τον Ιανουάριο και Μάρτιο του 2012. Παράλληλα, είχε καταδικαστεί στην Αλβανία για τρεις ένοπλες ληστείες και μια απόπειρα ανθρωποκτονίας. Του επιβλήθηκε ποινή 13 χρόνων και 4 μηνών, με τον ίδιο να αποφυλακίζεται στα οκτώ έτη.
Στην τελευταία ληστεία το 2012 που συνελήφθη, σκοτώθηκε ο αδελφός του. Από εκείνη τη μέρα χρησιμοποιούσε το όνομα του δολοφονημένου αδελφού του και κατάφερε να μπαίνει στην Ελλάδα.
Πώς γνώρισε τον πιστολέρο ο 33χρονος συνεργός του
Ο 33χρονος Αλβανός κακοποιός ο οποίος παραδόθηκε το απόγευμα της Κυριακής στους άνδρες του Εκβιαστών που χειρίζονται την υπόθεση, στην κατάθεση του στους αστυνομικούς περιέγραψε αρχικά πως γνώρισε τον πιστολέρο δηλώνοντας άγνοια για το ποινικό του μητρώο.
Μάλιστα ισχυρίστηκε ότι έκανε παρέα με έναν άνθρωπο που δεν ήξερε καλά ούτε το όνομά του: «Τον 37χρονο τον γνώρισα πριν από ένα χρόνο στην Αθήνα, κάναμε στενή παρέα τους τελευταίους 7 μήνες. Η πρώτη επαφή έγινε σε ένα καφέ στην περιοχή του Αγίου Παύλου στο κέντρο. Κάθε φορά που με καλούσε για φαγητό ή ποτό, πήγαινα μαζί του. Δεν γνώριζα ότι είχε βαρύ ποινικό παρελθόν, δεν ήξερα σωστά ούτε το όνομά του. Με άλλο όνομα τον γνώρισα και αλλιώς μου το αναφέρατε εσείς».
Όπως υποστήριξε το βράδυ του Σαββάτου ο 37χρονος τον κάλεσε στο τηλέφωνο και του πρότεινε να βγουν καθώς όπως του είπε δεν ήταν σε καλή ψυχολογική κατάσταση λόγω πρόσφατου χωρισμού του:
«Το βράδυ του Σαββάτου με πήρε τηλέφωνο στις δύο τα ξημερώματα. Κοιμόμουν, αλλά δεν μου έκανε εντύπωση, γιατί ο 37χρονος είχε χωρίσει πριν 2 μήνες και ήταν τρελαμένος, επειδή τον παράτησε η πολύ μικρή φίλη του. Μου είπε πως ”δεν είμαι καλά και θέλω να πάμε κάπου να πιούμε ένα ποτό”. Του είπα ”άσε με είμαι πολύ κουρασμένος, δουλεύω τα πρωινά και πως έχω πρόβλημα με τη μέση μου, παίρνω φάρμακα και δεν μπορώ να πιώ. Δεν μπορώ να βγω τώρα από το σπίτι, δεν έχω αυτοκίνητο”. Τότε μου είπε ”σήκω, ετοιμάσου και έρχομαι εγώ στα Μελίσσια να σε πάρω».
Μετά από λίγη ώρα όπως ισχυρίζεται, ο 37χρονος έφτασε κάτω από το σπίτι του: «Ήρθε με το αυτοκίνητο, με πήρε τηλέφωνο και μου λέει ότι “έφτασα και σε περιμένω”. Ντύθηκα γρήγορα και πήγα. Στο αυτοκίνητο δεν ήταν μόνος του. Ήταν και ένα άλλο άτομο που δεν τον ήξερα. Πήγαμε σε ένα μπαρ στο Κολωνάκι. Εγώ ήπια ένα ποτό και ο 37χρονος καμιά δεκαριά ποτά. Τότε του είπα ”να φύγω”, γιατί πέρασε η ώρα και δεν άντεχα άλλο. Μάλιστα, τον ρώτησα αν μπορούσε να με πάει σπίτι ή να έπαιρνα ταξί και να πήγαινα μόνος μου. Άλλωστε, λόγω τον φαρμάκων που παίρνω δεν κάνει να πιω καθόλου αλκοόλ. Μου είπε πάμε να πιούμε ένα ποτό στο Γκάζι και μετά κατευθείαν από την Αττική οδό να με πάει σπίτι, για να μην του χαλάσω το χατίρι, δέχθηκα και πήγα για ένα ποτό ακόμα».
Όπως περιγράφει ο 33χρονος όταν έφτασαν στο μπαρ στο Γκάζι ο 37χρονος καταζητούμενος συνέχισε να καταναλώνει αλκοόλ με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να οδηγήσει:
«Βλέπει απέναντι από το μπαρ μια πιτσαρία και μου λέει ”κάτσε στο αυτοκίνητο να πάρω μια πίτσα να στανιάρω”. Ο άλλος άνδρας που ήταν μαζί μας έφυγε γιατί ήταν μικρός και δεν άντεχε άλλο και έτσι έμεινα εγώ και αυτός. Επέστρεψε με την πίτσα στο χέρι και την έφαγε μέσα στο αυτοκίνητο. Πριν τελειώσει το φαγητό έβαλε μπρος και ξεκίνησε το αυτοκίνητο...»
Καθώς οδηγούσε για να φύγει από το Γκάζι πέρασε από το στενό που βρισκόταν η παρέα των Κρητικών. Ο κατηγορούμενος Αλβανός φέρεται να είπε στους αστυνομικούς ότι το όχημα έπεσε σε λακκούβα με νερά και τότε ξεκίνησαν όλα:
«Πάτησε σε μια λακκούβα με νερό και έβρεξε την παρέα των παιδιών που ήταν στο πεζοδρόμιο. Ένας από τους νεαρούς γύρισε και του είπε “Τι κάνεις ρε…”. Είχε ένα μπουκάλι στο χέρι και του το πετάει. Ήταν κατεβασμένο το τζάμι του αυτοκινήτου και ο 37χρονος νευρίασε. Σταματάει το τζιπ και μάλιστα σταμάτησαν και άλλα αυτοκίνητα που ήταν πίσω μας. Κατεβαίνει κάτω και του ζητάει τον λόγο: “Ποιόν είπες… ρε”. Κατεβαίνω και εγώ για να προσπαθήσω να τον συγκρατήσω. Τότε ο νεαρός είπε πως εντάξει δεν είπα εσένα… Λέει ”οκ” και γυρνάει να πάει προς το αυτοκίνητο».
Εκείνη τη στιγμή - σύμφωνα με τον ισχυρισμό του 33χρονου - ένας εκ των νεαρών Κρητικών τον έφτυσε ενώ στη συνέχεια ένας δεύτερος τον χτύπησε:
«Με πλησιάζει και με φτύνει στο πρόσωπο. Ενστικτωδώς του έριξα ένα χαστούκι και τότε το άλλο παιδί δίνει μια γροθιά στον 37χρονο. Τα πράγματα ξέφυγαν τότε και ο 37χρονος έβγαλε το πιστόλι και τους πυροβόλησε. Εγώ δεν ήξερα ότι κουβαλάει όπλο μαζί του...»
Ενώ είχε πυροβολήσει στο κεφάλι τα 3 παιδιά με άπλυτη ψυχραιμία μπήκε στο αμάξι και πήγε τον φίλο του σπίτι. Όπως ισχυρίζεται ο 33χρονος φοβήθηκε και για τη δική του σωματική ακεραιότητα:
«Γυρνάει και μου λέει. ”Μπες μέσα στο αυτοκίνητο να φύγουμε”. Φοβήθηκα. Δεν του είπα τίποτα. Είχα την αίσθηση πως αν του πω κάτι, θα έριχνε και σε μένα. Μόλις μπήκα στο τζιπ, έκανα εμετό και το μόνο που του λέω είναι να πάμε στην Αστυνομία να παραδοθούμε. Εκείνος δεν μίλαγε. Είπε μόνο ”θα σε πάω σπίτι”. Με άφησε και εξαφανίστηκε. Μόλις μπήκα σπίτι, άρχισα να καλώ στο τηλέφωνο την δικηγόρο μου. Μιλήσαμε και τελικά αποφάσισα μαζί με αυτή να έρθω στη ΓΑΔΑ και να παραδοθώ...».
ΠΗΓΗ: newsbomb.gr