Η ναυτική τραγωδία ανοικτά της Πύλου αποκαλύπτει την αποτυχία της Ευρώπης να ανταποκριθεί σε μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της, γράφει η βρετανική εφημερίδα «Guardian».
«Η μεταναστευτική οδός στην κεντρική Μεσόγειο γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη εν μέσω διαφωνιών και διχασμού για τη δημιουργία ασφαλών διόδων. Εκφράζονται φόβοι ότι, ανοικτά της Πελοποννήσου, μπορεί να έχουν πνιγεί έως και 500 άνθρωποι μετά την βύθιση ενός υπερπλήρους αλιευτικού σκάφους» αναφέρει το μέσο.
Το γεγονός αυτό στρέφει για άλλη μία φορά τα φώτα της δημοσιότητας στη φονικότερη μεταναστευτική διαδρομή του κόσμου, αλλά και στην αποτυχία της Ευρώπης να αντιμετωπίσει μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της.
Από τότε που ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ) ξεκίνησε το πρόγραμμα εντοπισμού αγνοούμενων μεταναστών το 2014, περίπου 27.000 άνθρωποι που προσπαθούσαν να φτάσουν στην Ευρώπη, έχουν καταγραφεί ως νεκροί ή αγνοούμενοι, ενώ προσπαθούσαν να διασχίσουν τη Μεσόγειο.
Περισσότεροι από 21.000 εξ αυτών έχουν βρεθεί νεκροί ή εξαφανίστηκαν στη λεγόμενη κεντρική μεσογειακή διαδρομή από τη Λιβύη ή την Τυνησία, βόρεια προς την Ελλάδα ή την Ιταλία, μια διέλευση που μπορεί να διαρκέσει αρκετές ημέρες και συχνά γίνεται με ακυβέρνητες, επικίνδυνα υπερφορτωμένες βάρκες.
Οι περισσότεροι μετανάστες για να φθάσουν στην Ελλάδα περνούν τώρα από την Τουρκία, είτε φτάνοντας στα ανατολικά ελληνικά νησιά με τράτες είτε διασχίζοντας τον ποταμό Έβρο κατά μήκος των χερσαίων συνόρων, με τον αριθμό τους όμως να έχει μειωθεί σημαντικά, από τότε που η Αθήνα ενίσχυσε τις θαλάσσιες περιπολίες και έχτισε συνοριακό φράχτη.
Επειδή το ταξίδι προς τη δυτική ή τη βόρεια Ευρώπη από την Ελλάδα περιλαμβάνει επίσης μια συχνά μετ΄ εμποδίων διέλευση από τα Βαλκάνια, πολλοί μετανάστες προσπαθούν τώρα να παρακάμψουν τη χώρα μας.
Για το λόγο αυτό, η συντριπτική πλειονότητα κατευθύνεται πλέον προς την Ιταλία, η οποία φέτος έχει καταγράψει, μέχρι στιγμής, 55.160 «παράτυπες» αφίξεις στην Ευρώπη - αριθμός υπερδιπλάσιος απ΄αυτόν του 2022 - κυρίως από την Ακτή Ελεφαντοστού, την Αίγυπτο, τη Γουινέα, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές.
Στο μεταξύ, η διαδρομή της κεντρικής Μεσογείου γίνεται όλο και πιο θανατηφόρα. Σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης, που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο, τουλάχιστον 441 άνθρωποι πνίγηκαν στην προσπάθειά τους να διασχίσουν με βάρκες την περιοχή, μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου του 2023. Αυτό ήταν πιο θανατηφόρο τρίμηνο από το 2017.
Άλλοι 600 πρόσφυγες και μετανάστες που επιχείρησαν να κάνουν την ίδια διαδρομή από τον Απρίλιο έως τον Μάιο, είτε είναι νεκροί ή αγνοούνται, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό για φέτος σε τουλάχιστον 1.039 (πριν από τους θανάτους στα ανοικτά της Πύλου την Τετάρτη).
Ο πραγματικός αριθμός των ανθρώπων που έχουν χάσει την ζωή τους επιβαίνοντας σε σαπιοκάραβα είναι σαφώς υψηλότερος, καθώς πολλοί δεν καταγράφονται ποτέ επισήμως στη λίστα των νεκρών.
Ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης... κούνησε το δάκτυλο - αν και δεν τις κατονόμασε - σε ορισμένες κυβερνήσεις της Μεσογείου, όπου οι επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης υπό κρατική καθοδήγηση έχουν καθυστερήσει και τα σκάφη που διαχειρίζονται οι ΜΚΟ έχουν παρεμποδιστεί.
Η Ιταλία έχει επιβάλει αυστηρούς περιορισμούς και έχει κατασχέσει ακόμη και ανθρωπιστικά σκάφη, ενώ η Ελλάδα αντιμετωπίζει κατηγορίες ότι διώχνει μετανάστες με στόχο να τους στείλει πίσω στην Τουρκία, εμποδίζοντάς τους παράνομα να ζητήσουν άσυλο, κάτι που η Αθήνα αρνείται κατηγορηματικά.
Συνολικά, ο αριθμός των ανθρώπων που προσπαθούν να φθάσουν στην Ευρώπη παραμένει αρκετά μειωμένος σε σχέση με την κορύφωση της προσφυγικής κρίσης - 2015 έως 2016 - εν μέρει, χάρη σε δύο συμφωνίες: η μία της Ε.Ε με την Τουρκία το 2016 και η άλλη το 2017 με τη Λιβύη, που έχει επικριθεί εντονότατα, καθώς στην ουσία αναθέτει τις διασώσεις στη λιβυκή ακτοφυλακή.
Ωστόσο, ο αριθμός των μεταναστών που χάνουν τη ζωή τους, το αντιμεταναστευτικό συναίσθημα, όπως και η πολιτική πίεση ενισχύονται σε όλη τη γηραιά ήπειρο, ένα ζήτημα που παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ΕΕ, με τα κράτη- μέλη να εμφανίζονται βαθιά διχασμένα.
Οι ευρωπαϊκές χώρες του νότου που βρίσκονται στην «πρώτη γραμμή» έχουν επωμιστεί εδώ και καιρό το μεγαλύτερο βάρος, την ώρα που τα πιο πλούσια βόρεια κράτη είναι συχνά απρόθυμα να μοιραστούν το βάρος με τις σκληροπυρηνικές Ουγγαρία και Πολωνία να αρνούνται επίμονα να δεχτούν πρόσφυγες.
Μετά από χρόνια διαφωνιών, οι ηγέτες της ΕΕ ανακοίνωσαν την περασμένη εβδομάδα μια σημαντική πρόοδο στις διαπραγματεύσεις για ένα νέο σύμφωνο μετανάστευσης και ασύλου, που περιλαμβάνει επιβαρύνσεις, ύψους 20.000 ευρώ ανά μετανάστη, για τα κράτη μέλη που αρνούνται την φιλοξενία στο έδαφός τους
Το «μπλοκ» συμφώνησε ότι τα κράτη- μέλη, και όχι η ΕΕ στο σύνολό της, θα καθορίζουν ποιες χώρες θεωρούνται «ασφαλείς» για τους μετανάστες που απορρίπτονται επειδή δεν δικαιούνται άσυλο, δίνοντας στις χώρες της γηραιάς ηπείρου μεγαλύτερη ατομική ευελιξία.
Η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε επίσης ότι, το μπλοκ εξετάζει το ενδεχόμενο να παράσχει βοήθεια ύψους άνω του 1 δισ. ευρώ στην Τυνησία για τη διάσωση της οικονομίας της χώρας και την αντιμετώπιση της μεταναστευτικής κρίσης.
Πολλοί επικριτές, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι έχει σημειωθεί ελάχιστη ουσιαστική πρόοδος αναφορικά με τη δημιουργία ασφαλών και νόμιμων οδών για τους αιτούντες άσυλο προς την Ευρώπη, ενώ πρόσφατα δόθηκε υπερβολική έμφαση στον περιορισμό τους και την ποινικοποίηση των δραστηριοτήτων επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης υπό κρατική καθοδήγηση.
«Κάθε χαμένη ζωή είναι μια τραγωδία», δήλωσε χθες η Μαρία Κλάρα Μάρτιν, εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα. «Αυτοί οι θάνατοι θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί με τη δημιουργία περισσότερων ασφαλών τρόπων εισόδου για τους ανθρώπους που αναγκάζονται να διαφύγουν από συγκρούσεις και διώξεις».
Από την πλευρά του ο Τζιανλούκα Ρόκο, επικεφαλής της αποστολής της Ύπατης Αρμοστείας στην Ελλάδα, τόνισε ότι είναι «επείγον να υπάρξει συγκεκριμένη και συντονισμένη δράση από τα κράτη για να σωθούν ανθρώπινες ζωές και να μειωθούν τα επικίνδυνα ταξίδια με την αύξηση των ασφαλών και τακτικών μεταναστευτικών οδών».
«Οι βαθύτερες αιτίες που ωθούν τόσους πολλούς να έρθουν στην Ευρώπη - πόλεμος, φυσικές καταστροφές, κλιματική κρίση, φτώχεια, ανισότητα και επισιτιστική ανασφάλεια - δεν πρόκειται να αντιμετωπιστούν σε σύντομο χρονικό διάστημα», καταλήγει η ανάλυση της βρετανικής εφημερίδας.