Αυξήσεις μισθών –και μάλιστα περισσότερο από το σύνηθες– ζητούν ή αναμένεται να ζητήσουν οι υπάλληλοι από το 81% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, προκειμένου να ανακτήσουν την αγοραστική δύναμη που έχασαν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και κατά την τελευταία διετία, λόγω πληθωρισμού. Το παραπάνω προκαλεί έναν ακόμη πονοκέφαλο στις διοικήσεις των επιχειρήσεων, δεδομένου μάλιστα ότι σε αρκετές περιπτώσεις δεν έχουν την «πολυτέλεια» να μην ανταποκριθούν θετικά στο αίτημα για αύξηση των αμοιβών, καθώς έχουν δυσκολία εξεύρεσης του κατάλληλου προσωπικού.
Οπως αποκαλύπτει η τελευταία έκθεση της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων Intrum «European Payment Report 2023», η οποία δημοσιοποιήθηκε χθες, το φαινόμενο αυτό όχι μόνο δεν είναι ελληνικό, αλλά εμφανίζεται με πολύ μεγαλύτερη ένταση σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης το αντίστοιχο ποσοστό είναι 85%, ενώ σε πάνω από 9 στις 10 επιχειρήσεις σε Φινλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ουγγαρία οι εργαζόμενοι έχουν ζητήσει αυξήσεις μισθών και μάλιστα πολύ μεγαλύτερες από ό,τι παλιότερα. ∆εν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, είδαμε το προηγούμενο διάστημα τα σωματεία των εργαζομένων να προχωρούν σε μεγάλες κινητοποιήσεις διεκδικώντας αυξήσεις στους μισθούς.
Οι συναλλαγές
Την ίδια ώρα, η ενεργειακή – πληθωριστική κρίση, η οποία ήρθε να προστεθεί στην πανδημική και τη χρηματοοικονομική κρίση, επαναφέρει στο προσκήνιο τις καθυστερήσεις στις πληρωμές, στις συναλλαγές τόσο μεταξύ επιχειρήσεων, όσο και στις συναλλαγές των επιχειρήσεων με τον δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, ο μέσος πραγματικός χρόνος πληρωμών μεταξύ των επιχειρήσεων διαμορφώθηκε στις 55 ημέρες, 15 ημέρες περισσότερο από τον συμφωνηθέντα χρόνο εξόφλησης (40 ημέρες).
Στην προηγούμενη έκθεση η απόκλιση ήταν 13 ημέρες, κάτι που σημαίνει ότι η πληθωριστική κρίση επιδείνωσε τις συνθήκες στις συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων. Οσο για το ∆ημόσιο, παραμένει ο μεγαλύτερος «κακοπληρωτής» των επιχειρήσεων, με τον πραγματικό μέσο όρο αποπληρωμής των οφειλών προς τους προμηθευτές του να είναι 67 ημέρες, 12 ημέρες περισσότερο από αυτόν που συμφωνείται. Υπενθυμίζεται, βεβαίως, ότι στα χρόνια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα ο πραγματικός χρόνος πληρωμών από το ∆ημόσιο ήταν διπλάσιος του σημερινού. Αυτοί που πληρώνουν πιο γρήγορα –δεν έχουν άλλωστε και πολλά περιθώρια επιλογών– είναι οι απλοί καταναλωτές, με τον μέσο χρόνο πληρωμής των οφειλών τους προς τις επιχειρήσεις να είναι 34 ημέρες, εννιά ημέρες περισσότερο από τον συμβατικό χρόνο (25 ημέρες).
Η επίδραση του πληθωρισμού στην επιδείνωση των συναλλακτικών ηθών μεταξύ των επιχειρήσεων αποτυπώνεται σε ένα ακόμη στοιχείο που προξενεί εντύπωση, καθώς μάλιστα αφορά όχι μόνο μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, αλλά πολύ περισσότερο μεγάλες, πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης της Intrum, 67% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα δηλώνουν ότι τους ζητήθηκε από πολυεθνικές επιχειρήσεις – πελάτες τους να δεχθούν μεγαλύτερο χρόνο είσπραξης των απαιτήσεών τους από αυτόν με τον οποίο θα ένιωθαν άνετα. Το αντίστοιχο ποσοστό πέρυσι ήταν 65% και το 2021 πολύ χαμηλότερα, 49%.
Το 52% των επιχειρήσεων έχει δεχθεί ανάλογο αίτημα από μικρομεσαία επιχείρηση – πελάτη, ποσοστό που επίσης ήταν μικρότερο πέρυσι (49%), ενώ το 20% έχει δεχθεί τέτοιο αίτημα από επιχείρηση του δημόσιου τομέα.
Πέρα από το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις πλέον δαπανούν χρόνο και χρήμα στο «κυνήγι» των ληξιπρόθεσμων οφειλών (10,89 ώρες την εβδομάδα κατά μέσο όρο ή 78 ημέρες τον χρόνο, βλ. και φύλλο «Καθημερινής» της 13ης Μαΐου 2023), η κατάσταση αυτή έχει και πιο οδυνηρές επιπτώσεις: αυξάνεται συνολικά το κόστος χρηματοδότησης, παρεμποδίζεται η ανάπτυξη της επιχείρησης, έχει προβλήματα ρευστότητας, ενώ κάποιες φτάνουν στο σημείο να προχωρήσουν σε απολύσεις.
Την τελευταία απάντηση μάλιστα έδωσε το 27% των επιχειρήσεων από την Ελλάδα, οι οποίες συμμετείχαν στην έρευνα της Intrum. Για το 24% των επιχειρήσεων η μη έγκαιρη είσπραξη των χρημάτων τους αποτελεί απειλή για την επιβίωσή τους, ενώ για σχεδόν μία στις πέντε σημαίνει ότι δεν μπορούν να προχωρήσουν στις αναγκαίες δαπάνες για τον εκσυγχρονισμό τους.
Προπληρωμή παραγγελιών
Ακριβώς για να αποφύγουν τα παραπάνω, αρκετές επιχειρήσεις λαμβάνουν τα μέτρα τους και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό σε σύγκριση με το παρελθόν. Πάνω από τις μισές, και δη το 52% έναντι 45% το 2022 και 40% το 2021, ζητούν προπληρωμή των παραγγελιών με ό,τι αυτό βεβαίως σημαίνει για τη λειτουργία της αγοράς. Το 38% προβαίνει σε έλεγχο της πιστοληπτικής ικανότητας των πελατών και το 22% σε ασφάλιση πιστώσεων, ενώ άλλες ζητούν εγγυητικές επιστολές από τράπεζες.
πηγή: moneyreview.gr
Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news
Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook