Στις χειρότερες θέσεις αναφορικά με την πρόσβαση στα νέα φάρμακα κατά του καρκίνου βρίσκεται η Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια του 7ου Συνεδρίου της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καρκίνου (ΕΛΛΟΚ). Ειδικότερα, η χώρα μας κατατάσσεται μεταξύ των τεσσάρων τελευταίων ευρωπαϊκών χωρών, ανάμεσα σε 26, όπως τόνισε κατά την παρέμβασή του ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του London School of Economics & Imperial College London, Ηλίας Μόσιαλος.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε, από 37 δραστικές ουσίες 8 κατηγοριών ογκολογικών φαρμάκων που εισήχθησαν στις ευρωπαϊκές αγορές την τελευταία πενταετία, ένα πολύ μικρό ποσοστό έχει λάβει χρηματοδότηση στην Ελλάδα, ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό αναμένουν να πάρουν χρηματοδότηση, ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 20% δεν έχει επιδιωχθεί καν από τη φαρμακοβιομηχανία να είναι προσβάσιμα στην ελληνική αγορά, λόγω των σημαντικών καθυστερήσεων στις διαδικασίες αξιολόγησης φαρμάκων.
Ωστόσο, σε επίπεδο Ευρώπης, η πρόσβαση σε φάρμακα παραμένει πολύ καλή. Παρά τη λανθασμένη αντίληψη που επικρατεί, η Αμερική υπολείπεται της ΕΕ όσον αφορά στην πρόσβαση στη φαρμακευτική αγωγή, λόγω του μεγάλου αριθμού των ανασφαλίστων. Στις ΗΠΑ η συμμετοχή των ασθενών στις φαρμακευτικές θεραπείες φτάνει το 40%, γι’ αυτό και γίνεται λόγος για «οικονομική τοξικότητα» στο σύστημα υγείας.
Αυξανόμενο το κόστος
Την ίδια στιγμή, το αυξανόμενο κόστος των ογκολογικών θεραπειών, αναδεικνύεται σε κυρίαρχο θέμα για τις κυβερνήσεις, παγκοσμίως. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν, το 2017 δαπανούνταν 111 δισ. δολάρια για ογκολογικές θεραπείες, η δαπάνη ανήλθε στα 185 δισ. το 2021, ενώ για το 2026 προβλέπεται ότι θα φτάσει τα 307 δισ..
«Αυτό δημιουργεί προφανώς μεγάλη ανησυχία σε υπουργούς Υγείας, που βλέπουν ένα μεγάλο μέρος των προϋπολογισμών να διοχετεύεται προς την κατεύθυνση του καρκίνου. Ωστόσο, αλλάζουν και τα επιδημιολογικά πρότυπα. Πολλά φάρμακα για άλλες ασθένειες είναι πολύ φθηνότερα, ενώ σε άλλες θεραπευτικές κατηγορίες δεν απαιτείται συνεχής καινοτομία, όπως στην περίπτωση του καρκίνου. Από την άλλη πλευρά, ο αριθμός των υπό θεραπεία ασθενών αυξάνεται ραγδαία. Την τελευταία πενταετία αυξήθηκε κατά 4%, ενώ προβλέπεται ότι η αύξηση θα είναι μεγαλύτερη τα επόμενα πέντε χρόνια», τόνισε ο καθηγητής.
Αναφερόμενος στο παράδειγμα των νέων ογκολογικών θεραπειών CAR T, επεσήμανε ότι πολύ λίγα νοσοκομεία έχουν τη δυνατότητα να κάνουν κλινικές δοκιμές γι’ αυτές τις θεραπείες και πολύ λιγότερα -μόνο 526 παγκοσμίως- έχουν πιστοποίηση για να τις εφαρμόσουν.
«Πρόκειται για θεραπείες που θα μπουν στην ελληνική πραγματικότητα, δεν υπάρχουν ακόμα εκτεταμένα, αλλά θα πρέπει η χώρα μας να είναι σε θέση να ενισχύσει τις ογκολογικές μονάδες, ούτως ώστε να μπορούν να κάνουν εσωτερική παραγωγή, γιατί το κόστος θα είναι πολύ μεγάλο», πρόσθεσε.
Σημειώνεται ότι το κόστος για την κατασκευή CAR-T cells για έναν ασθενή υπολογίζεται ότι αγγίζει τα 40.000 δολάρια ΗΠΑ. Το ποσό αυτό αντικατοπτρίζει την ανάγκη για προηγμένες εργοστασιακές εγκαταστάσεις, με ιδιαίτερα εξειδικευμένο προσωπικό και διασφάλιση υψηλών προδιαγραφών και ποιότητας. Ωστόσο, θα πρέπει να προστεθεί και το κόστος των συγχορηγούμενων παραγόντων και η ανάγκη για πολυήμερη νοσηλεία.
«Το 69% των ογκολογικών φαρμάκων τα οποία είχαμε στις ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ την τελευταία πενταετία κοστίζουν περισσότερο από 100.000 δολάρια ετησίως, έναντι του 51% την αμέσως προηγούμενη. Κάθε χρόνο έχουμε πολλά περισσότερα φάρμακα, που κοστίζουν πολύ περισσότερο και αυτό είναι ο φόβος και τρόμος των υπουργών Υγείας και Οικονομικών. Επομένως, θα πρέπει να έχουμε πολύ καλές μελέτες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των νέων φαρμακευτικών σκευασμάτων, όσον αφορά στο προσδόκιμο επιβίωσης αλλά και στην ποιότητας ζωής», ανέφερε ο καθηγητής.
Πάντως, μελέτη που πραγματοποιήθηκε από τον ομότιμο καθηγητή Οικονομικών της Υγείας του ΕΚΠΑ, Γιάννη Υφαντόπουλο, και τους συνεργάτες του, για λογαριασμό της πλατφόρμας διαλόγου All.Can, η οποία παρουσιάστηκε επίσης στο Συνέδριο, καταδεικνύει ότι το 65% των ασθενών εκφράζει μεγάλη ικανοποίηση από τη θεραπεία.