Ενώ το επικοινωνιακό επιτελείο του Μαξίμου επενδύει στο αφήγημα της ανάκαμψης-ανάπτυξης και των θετικών προοπτικών της οικονομίας, σκοπεύοντας να το χρησιμοποιήσει ως ισχυρό όπλο στην εκλογική καμπάνια, στους κόλπους του κυβερνητικού οικονομικού επιτελείου επικρατεί προβληματισμός και δεν υπάρχει η αισιοδοξία που αποπνέουν οι επίσημες δηλώσεις του πρωθυπουργού και των αρμόδιων υπουργών.
Στελέχη του ΥΠΟΙΚ και της ΤτΕ επισημαίνουν ότι το σενάριο που προβάλλεται για την πορεία της ελληνικής οικονομίας την επόμενη χρονιά συναρτάται με πολλούς αστάθμητους παράγοντες, που το καθιστούν ελάχιστα ρεαλιστικό. Πληθωρισμός, επιτόκια, κόστος χρήματος, τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος, εξελίξεις στην Ουκρανία, είναι μερικές μόνο από τις παραμέτρους αβεβαιότητας.
Σ' αυτούς πρέπει να προστεθεί η αναπόφευκτη δυσμενής επίδραση της εκλογικής και πολιτικής αβεβαιότητας, που είναι ήδη παρούσα και θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά τις εκλογές. Η απορρύθμιση στην οικονομία και οι παράπλευρες επιπτώσεις στο ρυθμό ανάπτυξης, στις επιχειρήσεις και στα δημοσιονομικά θα είναι μάλιστα μεγαλύτερες σε περίπτωση παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου - αν δηλαδή οι εκλογές γίνουν προς τη λήξη της κυβερνητικής θητείας.
Ανάπτυξη με επιδόματα και επιδοτήσεις
Ούτως ή άλλως οι προοπτικές στην οικονομία είναι σε γενικές γραμμές “γκρίζες”. Το λένε διεθνείς οίκοι και ξένοι αναλυτές, το δείχνουν όλα τα στοιχεία των τελευταίων μηνών που αφορούν την εξέλιξη του ΑΕΠ, τον πληθωρισμό, τις λιανικές πωλήσεις, τη βιομηχανική παραγωγή και τις παραγγελίες (μελλοντικές πωλήσεις) των βιομηχανικών επιχειρήσεων.
Η γενική εικόνα είναι ότι η ελληνική οικονομία έχει “φρενάρει” και κόβει ταχύτητα τους τελευταίους μήνες. Ο ρυθμός ανάπτυξης επιβραδύνεται και τους επόμενους μήνες θα είναι ελάχιστα πάνω από το μηδέν.
Αναλυτές επισημαίνουν – και οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες το αναγνωρίζουν – ότι η ανάπτυξη βασίστηκε φέτος στα δισεκατομμύρια επιδομάτων και επιδοτήσεων που δόθηκαν στο πλαίσιο ποικίλων μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Τα ποσά αυτά διοχετεύτηκαν κατά μεγάλο μέρος στην κατανάλωση και τόνωσαν τη ζήτηση, τις πωλήσεις και την παραγωγή, προσθέτοντας αρκετές μονάδες αύξησης στο ΑΕΠ.
Λιγότερο χρήμα
Επιδόματα και επιδοτήσεις θα δοθούν και την επόμενη χρονιά. Η κυβέρνηση έχει ήδη δείξει τις προθέσεις της, ξεχνώντας ότι παλαιότερα θεωρούσε αυτά τα μέτρα “λαϊκίστικα”. Ομως οι παροχές θα είναι πολύ λιγότερες, θα φθάσουν μέχρι τις εκλογές και θα είναι στοχευμένες – όπως έχουν υποδείξει κατ' επανάληψη οι Βρυξέλλες. Δεν πρόκειται λοιπόν να συνεχισθεί η “αιμοδοσία” κρατικού χρήματος που στήριξε την εγχώρια καταναλωτική ζήτηση και ήταν αρωγός στην ανάπτυξη.
Αλλωστε, μέσα στο 2023 η χώρα είναι υποχρεωμένη να επιστρέψει σε πρωτογενή πλεονάσματα. Οπερ σημαίνει “σφιχτότερη” δημοσιονομική πολιτική, με περικοπές στις δαπάνες - άγνωστο σε ποιές - και μεγάλη αύξηση δημοσίων εσόδων (προφανώς από φόρους).
Εκθέσεις και προβλέψεις
Πολλοί διεθνείς οίκοι – κυρίως αμερικανικοί, που έχουν πάρει κρατικές δουλειές στην Ελλάδα ή κινούν χρήμα στο ελληνικό χρηματιστήριο, συνεχίζουν να δημοσιεύουν αισιόδοξες εκθέσεις για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Αλλοι – κυρίως ευρωπαϊκοί - εμφανίζονται λιγότερο αισιόδοξοι, χαμηλώνοντας τον πήχυ των προβλέψεων.
Ολοι πάντως καταλήγουν σε μιά κοινή εκτίμηση:
- Η ανάπτυξη την επόμενη χρονιά θα είναι εξαιρετικά ισχνή. Καλύτερη από τον μέσο ρυθμό στην Ευρωζώνη – η οποία μπορεί να περάσει σε ύφεση – αλλά μόλις λίγα δέκατα της εκατοστιαίας μονάδες, 0,3% με 0,5%. Στο σημείο αυτό ταυτίζονται οι τελευταίες εκθέσεις της Deutsche Bank, της βρετανικής HSBC και της γαλλικής BNP Paribas.
Η BNP Paribas επισημαίνει μάλιστα ότι η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε από τα μέσα του λήγοντος έτους, παρά την υψηλή επίδοση του τουριστικού τομέα και κατά το γ΄τρίμηνο το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,5% (σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο).
Υψηλός πληθωρισμός, ακριβό χρήμα
Οι τρεις ευρωπαϊκοί οίκοι συμφωνούν επίσης στην πρόβλεψη ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει πολύ υψηλός και το 2023. Η Deutsche Bank προβλέπει 7,5%, ενώ η BNP κατεβάζει τον πήχυ στο 6%.
Σημαντικό πρόβλημα για την ελληνική οικονομία θα αποτελέσει επίσης η μεγάλη αύξηση του κόστους δανεισμού, το οποίο μπορεί να γίνει δυσβάστακτο για το Δημόσιο και τις ελληνικές τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς θα ακολουθήσουν νέες αυξήσεις επιτοκίων που έχει από την ΕΚΤ.
Ακριβό χρήμα, υψηλός πληθωρισμός, δημοσιονομική σύσφιξη, πολιτική αβεβαιότητα έχουνβ αρχίσει ήδη να “γκριζάρουν” τον ορίζοντα.
sofokleousin.gr
Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news.
Κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook