Παρακολουθώντας την εξέλιξη αλλά και την καθιέρωση πολλών νεαρών ποδοσφαιριστών στις ομάδες τους, έρχεται στο μυαλό η φράση του Γιάννη Πετράκη σε μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο Metropolis προ μηνών.
Το ερώτημα τότε είχε να κάνει με την παρουσία νεαρών ποδοσφαιριστών στο ρόστερ του ΠΑΟΚ, οι οποίοι δόθηκαν δανεικοί ή έμειναν ελεύθεροι το καλοκαίρι. «Όλα στο ποδόσφαιρο είναι εμπιστοσύνη και ευκαιρίες», είχε πει ο προπονητής του ΠΑΣ, διαφωνώντας τότε με τον παραγκωνισμό κάποιων νέων παικτών όπως ο Χαρίσης.
Και παρακολουθώντας την πορεία ποδοσφαιριστών όπως οι Πέλκας, Λημνιός, Κουλούρης, Πασχαλάκης, αντιλαμβάνεσαι ακριβώς το νόημα των λέξεων. Ποτέ ένας ποδοσφαιριστής δεν πρόκειται να αποδώσει αν δεν αισθανθεί πως πραγματικά έχει την εμπιστοσύνη του προπονητή του.
Ότι δηλαδή δε βρίσκεται προσχηματικά στην ενδεκάδα, ή ότι απλά «μπαλώνει τρύπες». Και ο ποδοσφαιριστής το αντιλαμβάνεται αυτό, πότε δηλαδή η χρησιμοποίησή του είναι ευκαιριακή και πότε όχι. Πότε θα καλύψει το κενό του ακριβοπληρωμένου ξένου και πότε θα χρησιμοποιηθεί ως εξιλαστήριο θύμα για να τα… ακούσει επειδή «ξενυχτάει».
Δε συμβαίνει βέβαια μόνο στον ΠΑΟΚ αυτό. Ο Μάνταλος στην ΑΕΚ πήρε το περιβραχιόνιο, το ίδιο νωρίτερα είχε γίνει με το Φορτούνη. Πολλοί το αμφισβήτησαν, ορισμένοι θεώρησαν ότι δεν μπορούν να το αντέξουν, άλλοι χλεύασαν την κίνηση. Μέχρι το πρώτο «παικταρά», αλλά και το «ανάθεμα» που θα έρθει αργότερα, όταν κάποια στιγμή ο παίκτης θα είναι ντεφορμέ.
Ανεξάρτητα με το πώς λειτουργεί το θυμικό του Ελληνα φιλάθλου, ένας οργανισμός που θέλει να λέει και να αποδεικνύει πως έχει υγεία οφείλει να κινείται με αυτόν τον τρόπο: Να δίνει τις ευκαιρίες στα παιδιά του για να αναδειχθούν. Να τους προσφέρει την εμπιστοσύνη και το έδαφος ώστε τα άνθη να καρποφορήσουν. Να δημιουργεί τις συνθήκες οργανωμένης δουλειάς και να δώσει κίνητρα.
Μόνο τότε θα μάθει (κι εμείς μαζί) ποιος αξίζει και ποιος δεν αξίζει. Ποιος αδικεί τον εαυτό του και ποιος δουλεύει ή εξελίσσεται. Ποιος αρπάζει την ευκαιρία και ποιος μένει στάσιμος. Σε συνθήκες πραγματικής εμπιστοσύνης όμως και όχι κεκαλυμμένης απαξίωσης, μόνο και μόνο «για να βγούμε από την υποχρέωση».